Είδα πριν λίγες μέρες την παράσταση Αίας, του Σοφοκλή, στο παλιό ελαιουργείο Ελευσίνας. Σίγουρα περιμένετε τώρα να σας πω αν μου άρεσε ή όχι. Ε λοιπόν δεν ξέρω. Και ξέρετε γιατί; Γιατί είδα αλλά ΔΕΝ άκουσα! Με τους ηθοποιούς να βάζουν τα δυνατά τους στον ωραίο αυτό χώρο, οι πρωταγωνιστές στημένοι πάνω στη σκηνή, ο χορός να απαγγέλει, να τρέχει, να τραγουδάει, να χορεύει, και εγώ να μην ακούω παρά μερικές σκόρπιες λέξεις από ‘δω και από ‘κει. Το μόνο που δεν με δυσκόλεψε ομολογουμένως ήταν οι ζωντανοί μουσικοί…
Σημεία και τέρατα συμβαίνουν επί σκηνής με τη σορό του Αίαντα σαβανωμένη και το αίμα του ποτάμι χυμένο, την Τέκμησσα να θρηνεί τον άντρα της και τον χορό να συμμετέχει με πάθος, τον αδελφό του Τεύκρο να υπεραμύνεται της υστεροφημίας τού κάποτε κραταιού βασιλέα της Σαλαμίνας που, τρελαμένος από την προσβολή όταν δεν του απέδωσαν τα όπλα του Αχιλλέα και αποτρελαμένος από την Αθηνά, έχει σκοτώσει τα κοπάδια του στρατοπέδου νομίζοντας ότι είναι ο εχθρός, και στη συνέχει ντροπιασμένος να αυτοκτονεί. Οι οιηματίες Μενέλαος και Αγαμέμνων διατάζουν να μείνει άταφος ο νεκρός, ωστόσο παρεμβαίνει ο Οδυσσέας – με τι λόγια, σε μένα δεν αποκαλύφθηκε – ωστόσο παίρνω ως δεδομένο ότι ο, παντού και πάντα, πολυμήχανος Οδυσσέας τα κατάφερε και σε αυτό. Έτσι γίνεται το σωστό και η Τέκμησσα παίρνει τον νεκρό σύζυγό της να τον θάψει. Εντωμεταξύ εγώ, αν και ευσυγκίνητος τύπος, παρακολουθώ τον θρήνο και τον οδυρμό και τα σούρτα φέρτα του πενθώντος θιάσου με παγωμένη ατονία· αδυνατώ να συγκινηθώ ακόμα και από τον μικρό γιο του νεκρού που ρίχνεται σπαραξικάρδια πάνω στο άψυχο κορμί.
Και αυτό διότι, αν και πιέζω διαρκώς το ακουστικό βαρηκοΐας βαθιά μες στον ακουστικό πόρο, σε βάθος που προδίδει την αποφασιστικότητα αλλά και την απελπισία μου, ακούω μόνο άναρθρες κραυγές και ήχους συγκοπτόμενους. Κάτι που σας διαβεβαιώ, δεν φθάνει για να εκτιμήσει κανείς μια αρχαία τραγωδία, δεν πρόκειται δα για ταινία δράσης… Πρόκειται για μια τραγωδία εν εξελίξει.
Η βαρηκοΐα, φίλοι μου, είναι μια πάθηση αφανής. Και εγώ, εδώ και κάποια χρόνια, ανήκω σε αυτή την αφανή κατηγορία, ελέω κληρονομικότητος. Ακούστε! εσείς μπορείτε ακόμα. Έχω νέα για ‘σας, τα οποία και εγώ στην πορεία διαπιστώνω. Εμείς δεν είμαστε κουτσοί για να τραμπαλιζόμαστε σε κάθε μας κίνηση, δεν είμαστε ανάπηροι να ερχόμαστε με το καροτσάκι, ούτε τυφλοί για να ψηλαφίζουμε με το λευκό μπαστούνι μας, και να βροντοφωνάζουμε το “μειονέκτημά” μας, και συνεπώς να σας αναγκάζουμε – με τα πολλά, πρέπει να ομολογήσετε – να μας σεβαστείτε. Η βαρηκοΐα είναι μια αόρατη αναπηρία που κανείς στη χώρα μας – και το λέω μετά λόγου γνώσεως – δεν έχει μάθει να σέβεται. Συχνά, συχνότατα, η κατάστασή μας προκαλεί θυμηδία. Λες, “Συγγνώμη, δεν άκουσα“, και ο «συνομιλητής», στην καλύτερη των περιπτώσεων, χαμογελάει, ίσως αμήχανα (γιατί άραγε; ) είτε μόνος, είτε λέγοντας κάτι συνωμοτικά, μέσα από τα δόντια του, στον διπλανό του. Και επαναλαμβάνει – αν βέβαια μπει στον κόπο, γιατί υπάρχουν και αυτοί που χαμογελούν και δεν καταδέχονται – επαναλαμβάνει τα λεγόμενά του με τις ίδιες λέξεις, τον ίδιο τόνο, με απαράλλακτη άρθρωση· πεισματικά λες. Κι είναι σαν να δηλώνει, “Νά, εγώ μιλάω, εσύ φταις που δεν ακούς!” Χρειάζεται άραγε να εξηγήσουμε εδώ ότι, αφού κάτι στη συχνότητα, στην άρθρωση, στην ένταση της φωνής δεν προσλαμβάνεται με σαφήνεια, θα έπρεπε ο συνομιλητής να δοκιμάσει να το πει αλλιώς;
Buster Keaton. The deaf musician
Για να επανέλθω· λέω λοιπόν στην καλύτερη, γιατί τις περισσότερες φορές αυτό που συμβαίνει είναι ο συνομιλητής σου να επαναλάβει τα ίδια λόγια, αλλά αυτή τη φορά με τόνο εξοργισμένο. Και βέβαια η απάντηση όλων στο ερώτημα «Γιατί θυμώνεις;» είναι πανομοιότυπη: «Δεν θυμώνω, μιλάω πιο δυνατά!» Και όμως· η επανάληψη αγανακτεί συχνά τον συνομιλητή. Ο χρόνος του είναι πολύτιμος, ίσως επιπλέον με τη διακοπή να χάνει τον ειρμό της σκέψης του. Και τα δύο λογικά και δεκτά. Σας καλώ όμως να σκεφτείτε την προσπάθεια που καταβάλει ο βαρήκοος για να ακολουθήσει μια συζήτηση, για να παρακολουθήσει τον ειρμό του συνομιλητή του. έχοντας αυτό υπ’ όψιν ίσως γίνετε περισσότερο δεκτικοί στο αίτημά του.
Άλλοι πάλι, μα ναι, υπάρχουν και αυτοί, θα σε ρωτήσουν καυστικά: «Μα κουφός είσαι;» Ασχολίαστο…
Και βέβαια δεν λείπουν οι εύκολοι, και διόλου συμπονετικοί πρέπει να παραδεχθείτε, χαρακτηρισμοί: Από «αφηρημένος”, «αμέτοχος”, «αδιάφορος», “απόμακρος”, «σνομπ», σε δριμύτερους “δεν προσέχει τι του λένε”, “είναι την κοσμάρα του” έως και λίαν προσβλητικούς, «χαζοφέρνει».
Αυτά θα πει με νόημα σε τρίτους και μπροστά σου ακόμα ο “συνομιλητής” σου. Ίσως πάλι κάτι όχι τόσο σκληρό, όπως, «Όταν τον βλέπεις να χαμογελά, δεν έχει ακούσει λέξη». Και βέβαια αφού ξέρει ότι δεν ακούς καλά, γιατί να μην σχολιάσει, ό,τι θέλει μπορεί να πει. Το θέμα εδώ είναι πως το ξέρει, οι συνομιλητές σου το ξέρουν, και βέβαια το ξέρουν. Αλλά – δεν έχουν την ψυχή ίσως να το σεβαστούν. Ή, ας το πούμε ηπιότερα, δεν έχουν την υπομονή. Άφθονα τα παραδείγματα ατόμων, και επώνυμων ακόμα, που όχι μόνο χαρακτηρίστηκαν χαζά, αλλά κάποια κλείστηκαν μέχρι και σε ψυχιατρεία λόγω της αδυναμίας, της αδιαφορίας, του περιβάλλοντός τους να επικοινωνήσει μαζί τους. Γιατί, μέχρι πολύ πρόσφατα, η βαρηκοΐα, η κώφωση συνδεόταν και με άλλες παθήσεις, συνήθως του πνεύματος…
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που χρησιμοποιούμε τη λέξη “κουφό” για κάτι που θεωρούμε παράλογο, τρελό, σουρεάλ.
Είναι όμως και οι περιπτώσεις που ο βαρήκοος δεν θα ζητήσει να του επαναλάβουν – και αυτές είναι πολλές, ίσως οι περισσότερες. Κούραση, φίλοι μου. Καθώς και μια προσπάθεια nonchalance, μια άμυνα είναι και αυτή! Όταν ο άλλος μουρμουράει, στρέφεται από την άλλη απευθύνοντάς σου τον λόγο κλπ, κάποια στιγμή κουράζεσαι και λες, Ας πάει στα κομμάτια, μη σώσω ν’ ακούσω. Εγώ θα κάνω τα δικά μου. Ή, Εντάξει μωρέ, θ’ ακούσω τα παρακάτω, θα βγάλω νόημα απ’ τα συμφραζόμενα… Και παίρνει ένα αφ’ υψηλού ύφος που στην πραγματικότητα καθρεφτίζει τη θαμπή εικόνα που έχει τη στιγμή εκείνη για τα πράγματα.
Στο σημείο αυτό διάφορα συμβαίνουν. Ίσως ο “συνομιλητής” σου να έχει πει κάτι αδιάφορο που δεν έχει μεγάλη σημασία. Εκεί την έχεις γλυτώσει με ένα μη δεσμευτικό σχόλιο, με ένα χαμόγελο από πλευράς σου. Και ο άλλος ίσως δεν το πάρει είδηση ότι δεν άκουσες. (Ερώτηση: Γιατί όμως να μην το πάρει είδηση; Απάντηση: Διότι η κώφωση μας φέρνει – ένθεν και ένθεν – σε αμηχανία. 2η ερώτηση: Ναι, αλλά γιατί άραγε;) Ίσως πάλι καταλάβει πως κάτι δεν αντιλήφθηκες και σε κοσμήσει με άλλου είδους χαρακτηρισμούς, “της αγκύρας”…
Είναι όμως και οι περιπτώσεις που βαραίνουν. Πώς θα κρίνει άραγε ο βαρήκοος – ο «κουρασμένος» βαρήκοος – τι απ’ αυτά που ΔΕΝ άκουσε είναι άνευ σημασίας και τι βαρύνουσας; Και βέβαια ουκ ολίγες είναι οι παρεξηγήσεις που ξεκινούν από την λεγόμενη “κούραση” του βαρήκοου. Και εξήγηση δεν δώσαμε…
Μην τα βλέπουμε όμως όλα αρνητικά, διότι είναι και αυτοί που νοιάζονται. Και προσέχουν. Και φροντίζουν. Είναι οι φίλοι. Οι δικοί σου άνθρωποι. Που ξέρουν και καταλαβαίνουν. Να τα λέμε αυτά. Αλλά ακόμα και αυτοί καμιά φορά ξεχνιόνται. Άσε που κανείς δεν θέλει να του φέρονται σαν να είναι ειδικών αναγκών. Και επιπλέον φθάνει τάχα η συμπάσχουσα αυτή κατηγορία για να λειτουργήσει ο πάσχων μέσα σε μια κοινωνία μικρής ανοχής, ελάχιστης πρόνοιας και φροντίδας που κινείται με χίλια και δεν χαραμίζεται για όσους «καθυστερούν», για τους «αργούς»;
Μία απάντηση σε όλα αυτά δεν έχω. Σκεφτείτε τα μόνοι σας. Καιρός είναι.
Έχω όμως μια απάντηση, ή καλύτερα μια λύση για το θέατρο, εφόσον από εκεί ξεκινήσαμε, αυτό μας έδωσε την αφορμή. Πρόκειται για μια λύση καθόλου δύσκολη που αρκετοί θίασοι την χρησιμοποιούν. Τα χειλόφωνα- όπως με πληροφορούν ότι τα ονομάζουν – τις κοινώς λεγόμενες “ψείρες”. Και ρωτώ τον κύριο Αργύρη Ξάφη, σκηνοθέτη της εν λόγω παράστασης: Γιατί όχι και στη δική σας; Έχουμε έναν θίασο που κινείται, μετακινείται, χορεύει, τρέχει πάνω στη σκηνή. Φεύγει προς τα πίσω, δεξιά αριστερά, σου γυρίζει την πλάτη ΜΙΛΩΝΤΑΣ. Εδώ, ακόμα και για ανθρώπους με οξύτατη ακοή, τα λόγια χάνονται. Γιατί λοιπόν κάποιοι σκηνοθέτες επιλέγουν να μην φοράνε “ψείρες” οι ηθοποιοί τους; Θέλουν μήπως να μας εξετάσουν στο κατά πόσον μπορούμε να παρακολουθήσουμε το κείμενο, αν το ξέρουμε δλδ απ’ έξω κι ανακατωτά; Είναι μήπως μια αφ’ υψηλού αντιμετώπιση του κοινού από τον σκηνοθέτη; Ή μήπως προχειρότητα, ή μήπως πάλι απλή αδιαφορία; Διερωτώμαι. Πάντως, ό,τι και να επιλέξεις, καλό δεν ακούγεται για τη σχέση κοινού-σκηνοθέτη.
Όπως και να έχει, με αυτή τη μέθοδο ο βαρήκοος οδηγείται αναπόφευκτα σε κοινωνικό αποκλεισμό. Και επειδή εγώ δεν σκοπεύω να ακολουθήσω αυτή την οδό, σας έχω την απλή λύση των χειλοφώνων. Κάποιοι ωστόσο μου αντιτείνουν το επιχείρημα ότι τα χειλόφωνα αλλοιώνουν τη φωνή. Θα το δεχτώ εν πρώτοις. Τι λέτε λοιπόν για τους υπέρτιτλους; Παρεμβαίνουν άραγε και αυτοί σε κάτι; Ακολουθείστε, καλοί μου σκηνοθέτες, τον δρόμο του κινηματογράφου. Στο εξωτερικό, στη Γαλλία εδώ και χρόνια, οι υπότιτλοι χρησιμοποιούνται και στις γαλλικές ταινίες κι όχι μόνο στις ξενόγλωσσες. Ας δοκιμάσουμε επομένως να γίνουμε, έστω και λίγο, ουσιαστικά κοσμοπολίτες. Στη χώρα μας κάτι πάει να γίνει με τους υπότιτλους στις ελληνικές ταινίες – ή μήπως έγινε κιόλας; Υπάρχει επομένως, όχι μόνο μία λύση, αλλά δύο: ψείρες και υπέρτιτλοι, εργαλεία που ήδη χρησιμοποιούν σε πολλές θεατρικές παραστάσεις. Α, και μία τρίτη: ένα πρόγραμμα πλήρες – και όχι απλώς διαφημιστικό…
Δηλώνω από εδώ δημοσίως ότι θα μποϊκοτάρω οποιαδήποτε παράσταση δεν πληροί μία έστω από τις παραπάνω προϋποθέσεις. Δεν έχω χρόνο, δεν έχω χώρο. Θα μου πεις, έχασε η Βενετιά βελόνι, ψιλά γράμματα, πολλά θες και ‘συ κυρά μου, και τα συναφή.
Εγώ όμως, η κυρά σου, θα επιμείνω! Σας καλώ να σεβαστείτε τον συνάνθρωπό σας. Πού δεν επιζητεί τη συμπόνια σας, ίσως ούτε καν την κατανόησή σας. Θέλει να μπορεί να κινείται και να λειτουργεί μέσα στον κόσμο όπου ανήκει όσο ανήκετε και εσείς.
Marc Didou. ‘Echo’
Να προσθέσω κάτι γενικό για το θέατρο, που δεν άπτεται απαραιτήτως της συγκεκριμένης παράστασης. Οι άνθρωποι του θεάτρου που ασχολούνται με το αρχαίο ελληνικό δράμα, αλλά και με το αγγλοσαξωνικό, βλ. Σαίξπηρ, γνωρίζουν ασφαλώς ότι υπάρχει μια μερίδα του κοινού – ίσως όχι τόσο μεγάλη ώστε να γεμίζει τα θέατρα, ωστόσο υπάρχει – που πηγαίνει θέατρο για την απόλαυση του κειμένου και όχι για την κοινωνική έξοδο, όχι για να δούνε και να σχολιάσουν, όχι για να τους δουν και να σχολιαστούν, όχι για να θαυμάσουν και να κρίνουν, επικρίνουν, αντιγράψουν κλπ τα κουστούμια, τα σκηνικά, τους τηλεοπτικούς αστέρες, που τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο λειτουργούν σαν κράχτες για να κοπούν εισιτήρια. Οι άνθρωποι αυτοί, οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται πραγματικά για την ποιητικότητα του κειμένου, προτιμούν πλέον να μένουν σπίτι τους, αντί να παρακολουθούν παραστάσεις όπου οι ηθοποιοί ελάχιστα δείχνουν να ξέρουν περί ορθοφωνίας, ή ελάχιστα να εφαρμόζουν, διότι καλούνται να μασάνε τα λόγια τους προκειμένου να είναι «φυσικοί», για να μην χαρακτηριστεί το παίξιμό τους παρωχημένο. Και διάφορα άλλα καινοτόμα.
Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να παραθέσω ένα απόσπασμα από το κείμενο του αγαπημένου Μποστ, καθώς μας ιστορεί την εμπειρία του από την παράσταση «Ηρακλής Μαινόμενος» του Ευριπίδη. Έτσι, για να σας ψυχαγωγήσω λιγάκι, διότι υποψιάζομαι ότι και το θέμα σας έχει πέσει κάπως βαρύ.
«Ο γέρος άρχισε να μιλάη. Άκουγα πράματα συγκεχυμένα…πόν…ωϊμέ…δγιά..δγιά του… Δεν έδωσα σημασία. Πολλές φορές το παθαίνω στο θέατρο αυτό το πράμα, όταν κάθωμαι μακρυά. Τα μισά λόγια στην αρχή δεν τα καταλαβαίνω, αλλά σιγά-σιγά μπαίνω στο νόημα και στο τέλος χειροκροτώ…
…Ένα τέταρτο γινόταν θρήνος και σπαραγμός επί σκηνής. Χτυπιόταν όρθιος ο γέροντας και πλονζόν έπεφτε η γυναίκα του Ηρακλή, η Μεγάρα, και σπάραζε. Κι αντιλαλούσαν κάμποι και βουνά και ράγιζε η πέτρα της Επιδαύρου και ξεσκιζόταν η καρδιά των θεατών στις πρώτες κερκίδες κι έπεφτε δάκρυ των 75 δραχμών διακεκριμένο.
Από τα 25άρια, όμως, και πάνω, στις κερκίδες της Επιδαύρου είχαν στρογγυλοκαθίσει άνθρωποι με πέτρινη καρδιά. Σύζυγοι ρωτούσαν τις γυναίκες τους κι έφτιαχναν λέξεις, με παγερή αδιαφορία.
-Τι είπε; Κοντά του;
– Τα παιδιά του; Σσσς.
… Οι θεαταί των δεκαδράχμων άρχισαν να κουνιούνται ανυπόμονα. Το έργο άρχιζε να κουράζη. Κάτι σοβαρό γινόταν στη σκηνή. Ακόμα και να ακούγανε τα λόγια, είμαι βέβαιος πως θα τους άφηναν αδιάφορους. Επί μισή ώρα γινόταν συζήτηση περιττή. Ο κόσμος άκουσε «Ηρακλής Μαινόμενος» και περίμενε δράση λυσσαλέα. Κι όταν εμφανίστηκε ο Ηρακλής Κωτσόπουλος, ξέσπασε σε παλαμάκια παταγώδη, σαν νάλεγε: «Επί τέλους. Τώρα θα αρχίσει η γρήγορη πλοκή και θα χαρούμε φόνους και, διάβολε, θα ακούμε».
Αυτά μας μεταφέρει, φίλοι και αναγνώστες, ο Χρύσανθος Μποσταντζόγλου, ο ανεπανάληπτος Μποστ. Βέβαια αυτός κουφός δεν ήτο, ούτε καν βαρήκοος. Αναγκάστηκε απλώς, για λόγους πρακτικούς, να εξοριστεί στα πάνω διαζώματα της Επιδαύρου. Ωστόσο αφηγείται τι συμβαίνει, πώς αισθάνεται κανείς όταν αφιερώνει χρόνο, όταν επενδύει την προσδοκία του και – γιατί να μην το πούμε και αυτό; – τα χρήματά του σε μια παράσταση. Η οποία μάλλον τελικά δεν έχει φροντίσει να φθάσει σε αυτόν…
Με κάθε καλή πρόθεση, θα ήθελα να καταλήξω με μία προτροπή προς τους συμπαθείς ανθρώπους του θεάτρου. Φίλοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί σεβαστείτε το μέσον σας, σεβαστείτε τη θεατρική παράδοση. Είναι και δική σας δουλειά να εκπαιδεύσετε το κοινό. Σεβαστείτε το αιώνιο κείμενο!
Και κλείνοντας επανέρχομαι στο σημαντικό θέμα που μου έδωσε την αφορμή για αυτό το άρθρο. Στους βαρήκοους αλλά και στους κουφούς. Προς κάθε ενδιαφερόμενο – συνομιλητή, σκηνοθέτη, ηθοποιό, συνάδελφο, φίλο και αντίπαλο, έχω κάτι να σας πω! Όπως τα άτομα με σωματικές αναπηρίες, τους κουτσούς, τους τυφλούς, και οι μη ακούοντες δεν θέλουν να ξεχωρίζουν από όλους εσάς. Και είναι καιρός να τους προσέξουμε και αυτούς. Έχουν και οι κουφοί ψυχή.
Θα επανέλθω.
- Y. Γ. Στη χαρακτηριστική εικόνα λεπτομέρεια από το τρίπτυχο του Hieromymous Bosch, The Garden of Earthly Delights.
ΥΓ επισης οι υπέρ τίτλοι είναι προτιμότεροι στις ξενόγλωσσες παραγωγές για ευνόητους λόγους …