You are currently viewing Έφη Φρυδά: Κάρεν Μπλίξεν (17 Απρ. 1885-7 Σεπτ. 1962). «Θα σε αναγνωρίσω από τη μάσκα που φοράς».

Έφη Φρυδά: Κάρεν Μπλίξεν (17 Απρ. 1885-7 Σεπτ. 1962). «Θα σε αναγνωρίσω από τη μάσκα που φοράς».

Η Κάρεν Μπλίξεν πλησίαζε τα πενήντα όταν έγραψε το μυθιστόρημα Πέρα από την Αφρική. Είχε πλέον επιστρέψει στη χώρα της, τη Δανία, για να εγκατασταθεί και πάλι στο πατρικό της, στην έπαυλη Ρούνγκστενχλουντ. Αποτυχημένη, στα μέτρα της κοινωνίας από την οποία προερχόταν, έχοντας χάσει τα πάντα. Το αγρόκτημα, την οικογένειά της, τον άνδρα της, τον εραστή της. Την υγεία της. Το μόνο που της έμενε ήταν η τέχνη της αφήγησης. Μια τέχνη που κατείχε από μικρό κορίτσι και καλλιέργησε κοντά στον Ντένις Φιντς-Χάτον. «Έχεις καμιά καινούρια ιστορία;» τη ρωτούσε ο εραστής της όταν επέστρεφε στο αγρόκτημα. Και η Κάρεν, σαν τη Σεχραζάτ που η ζωή της εξαρτιόταν από τα παραμύθια της επί Χίλιες και μία νύχτες, έβαζε τα δυνατά της σε μια πράξη ιδιότυπου πάθους και αγωνίας για να κρατήσει εκείνον κοντά της.

Και γιατί, όπως υποστήριζε, «Όλα τα βάσανα είναι υποφερτά αρκεί να καταφέρεις να τα βάλεις σε μια ιστορία, να πεις μια ιστορία γι’ αυτά».

Από μικρή η Μπλίξεν ήταν διαφορετική, ξεχώριζε στο μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε. O πατέρας της, από οικογένεια γαιοκτημόνων με προγονικές ρίζες στη μοναρχία, συγγραφέας ενός ταξιδιωτικού βιβλίου που θεωρείται κλασικό στη χώρα του, υπηρέτησε στο στρατό ως υψηλόβαθμος αξιωματικός και ταξίδεψε πολύ. Μάλιστα για ένα διάστημα αρκετών μηνών έμεινε με τους Ινδιάνους Τσιπέουα του Ουισκόνσιν, και αυτό πραγματεύεται το βιβλίο του. Η Κάρεν τον λάτρευε για το περιπετειώδες και ασυμβίβαστο πνεύμα του που τόσο διέφερε από όλων των άλλων που την περιέβαλλαν. Όμως ο πατέρας της αρρώστησε από σύφιλη, με συνέπεια κρίσεις βαριάς κατάθλιψης που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία όταν η Κάρεν ήταν μόλις εννιά ετών. Αυτό ήταν και το πρώτο από τα πολλά πλήγματα στη ζωή της Κάρεν Μπλίξεν. Μετά το θάνατό του η ζωή της έγινε ασφυκτική, αφού οριζόταν αποκλειστικά από τη συντηρητική οικογένεια της μητέρας της. Σπούδασε στο σπίτι, κάτι σύνηθες για τα κορίτσια καλών οικογενειών της εποχής, υπό την εποπτεία της θείας της. Από την άλλη όμως δέχτηκε την έντονη επιρροή μιας άλλης θείας, της Μπες Ουέστενχολτζ, από τις πρώτες φεμινίστριες της εποχής, που επέδρασε πάνω στη μικρή Κάρεν μιλώντας της για τα δικαιώματα της γυναίκας και τις σχέσεις των δύο φύλων.

 

 

Σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών η Κάρεν παντρεύτηκε τον δεύτερο ξάδελφό της, βαρόνο Μπορ Μπλίξεν-Φίνεκε. Το παράξενο είναι ότι ο νεανικός της έρωτας ήταν ο δίδυμος αδελφός του, ο όμορφος Χανς αλλά, καθώς εκείνος δεν έδειξε ενδιαφέρον, προς μεγάλη έκπληξη και στεναχώρια της οικογένειάς της, η Κάρεν αποφάσισε να παντρευτεί τον αδελφό του Μπρορ. Το ζευγάρι έφυγε για να ζήσει στην Κένυα, όπου ξεκίνησαν μια φυτεία καφέ, όπως τους συνέστησε ένας κοινός θείος τους που είχε κάνει περιουσία στο Σιάμ και ο οποίος, μαζί με την αδελφή του και μητέρα της Κάρεν, χρηματοδότησαν το εγχείρημα.

Το αγρόκτημα ήταν 6.000 έικρ στους λόφους Νγκονγκ, μερικά χιλιόμετρα από το Ναϊρόμπι. Και δεν άργησε να αντιμετωπίσει προβλήματα όταν ξέσπασε ο Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι βρισκόταν ψηλά για μια τέτοιου είδους φυτεία. Ο σημαντικότερος όμως λόγος ήταν διότι η ίδια η Μπλίξεν επέμενε να καλλιεργήσει μόνο τα 600 έικρ αφήνοντας τα υπόλοιπα στους ιθαγενείς και στο παρθένο δάσος.

«Είχα ένα αγρόκτημα στην Αφρική, στους πρόποδες των λόφων Νγκονγκ. Τα χρώματα ξερά και καμένα… με διαφορετική δομή από εκείνα της Ευρώπης.  Μοναχικά δέντρα: έναν ηρωικό και ρομαντικό αέρα – σαν τρικάταρτα καράβια με τα πανιά μαζεμένα. Το τοπίο εξαιρετικά ανοικτό. Όλα όσα έβλεπες έδιναν μια αίσθηση μεγαλείου, ελευθερίας και απαράμιλλης αρχοντιάς… έχεις την αίσθηση ότι έζησες για ένα διάστημα ψηλά στον ουρανό… το έδαφος ζωντανό σαν φουντωμένη φλόγα. Σπίθιζε, κυμάτιζε και στραφτάλιζε σαν τρεχούμενο νερό. Είμαι εδώ – όπου πρέπει να είμαι».

 

 

Από την αρχή ακόμα του μυθιστορήματος η επιλογή τής κάθε λέξης είναι δηλωτική για τον τρόπο που η συγγραφέας βλέπει τον τόπο. Για τον σεβασμό και το δέος με το οποίο αντιμετωπίζει τη φύση. Για την ανάγκη που έχει γι’ αυτό το τοπίο που τόσο διαφέρει από της δικής της χώρας. Για την ανάγκη για ελευθερία. Στα μάτια της Μπλίξεν ο τόπος είναι μεγαλειώδης, έχει μια «απαράμιλλη αίσθηση αρχοντιάς». Η φτωχή, υπανάπτυκτη, άνυδρη Αφρική είναι ο επίγειος παράδεισος της Κάρεν Μπλίξεν.

Μετά από δεκαεπτά χρόνια αγώνα για να κρατήσει το αγρόκτημα – που τον έδωσε ολομόναχη και που απέβη άκαρπος – επιστρέφει στη Δανία, μια γυναίκα μέσης ηλικίας στο συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον όπου ποτέ δεν μπόρεσε να ενταχθεί. Και τώρα λοιπόν έχει να επιλέξει ανάμεσα στον ρόλο της αποτυχημένης, της άρρωστης, της μοναχής, της γιαγιάς, της κόρης που γύρισε ηττημένη στο σπίτι της μάνας της, μιας γυναίκας που δεν κατάφερε να έχει στο πλευρό της ένα σύντροφο, να δημιουργήσει μιαν οικογένεια – και στον αντίποδα του. Η αξιοπρέπειά της επιβάλλει το δεύτερο ρόλο.

Έτσι η Κάρεν, η Τάννε, όπως την ονομάζουν οι δικοί της κι ο εραστής της, φοράει τη μάσκα της παραμυθούς, για την ακρίβεια φοράει διάφορες μάσκες αρνούμενη, όπως λέει η ίδια, να εγκλωβιστεί σε μία προσωπικότητα.

«Θα σε αναγνωρίσω από τη μάσκα που φοράς», γράφει η Μπλίξεν στο διήγημά της Ο κατακλυσμός στο Νόρντερνεϋ. Και με την πρόταση αυτή μόνη της μας δίνει το κλειδί του μυστηρίου που αφήνει να την περιβάλλει. Η ίδια φοράει τη μάσκα του συγγραφέα – άλλοτε Ιζαάκ Ντίνεσεν κι άλλοτε Οσκεόλα και Πιερ Αντρεζέλ (οι αρσενικές περσόνες της) και αργότερα της εκκεντρικής αριστοκράτισσας, της «μάγισσας», της «ερωμένης του διαβόλου». Για να μπορέσει να υπάρξει, για να διασώσει την περηφάνιά της σε ένα κόσμο που ποτέ δεν της ταίριαξε, αλλά σ’ αυτόν κατέληξε και πρέπει να ζήσει.

Υπάρχει λοιπόν αυτή η  μυστηριώδης σχέση της Μπλίξεν με τον διάβολο. Η ίδια «ομολογεί» ότι ακολούθησε τον δρόμο του Φάουστ και έκανε μια συμφωνία με τον Διάβολο.  Στο γράμμα της προς τον αδελφό της τον Απρίλιο του 1926 η Κάρεν του μιλά γι’ αυτή  τη «συμφωνία» που της επιτρέπει να ερευνά και να δημιουργεί. Όπως λέει ο Γκαίτε, ο Μεφιστοφελής απαιτεί ποτέ να μην πεις, «Verweile doch du bist so schön.»  «Μείνε λίγο, είναι τόσο όμορφα». Η διαρκής έρευνα για την αλήθεια, η δημιουργία, είναι πράγματα που πληρώνονται με την απώλεια των ανθρώπινων σχέσεων. Ποτέ πια δεν θα νιώσει την ευδαιμονία της αγάπης, του έρωτα που θα την έκανε να θέλει να σταματήσει το χρόνο.

Υπάρχει ένα σκοτεινό μοτίβο στη ζωή της Μπλίξεν, ένα πεπρωμένο θαρρείς από το οποίο δεν μπόρεσε, ή ίσως δεν θέλησε να ξεφύγει. Ο πατέρας της αρρώστησε από σύφιλη, ο άνδρας της, βαρόνος Μπρορ Μπλίξεν, αρρωσταίνει από την ίδια ασθένεια και τη μεταδίδει και σε εκείνη.

Τώρα η Μπλίξεν, που εξαιτίας της σύφιλης, στερείται από τη σεξουαλικότητά της, αντιλαμβάνεται, όπως η ίδια λέει, ότι ο Θεός έχει άλλα σχέδια για εκείνην. Προκειμένου να γίνει η καλλιτέχνης που εκείνη θέλει, χρειάζεται τη βοήθεια του Εωσφόρου, του επαναστάτη αγγέλου που έχασε την εύνοια του Θεού διότι αμφισβήτησε την κυριαρχία του, του έκπτωτου που επιθυμούσε να μάθει για να μπορέσει να κρίνει με τη δική του ελεύθερη βούληση.

 

Στην ουσία αυτό που επιθυμεί η Κάρεν Μπλίξεν είναι να απελευθερωθεί από την κυριαρχία της μητρικής οικογένειας, από το κλειστοφοβικό, συντηρητικό περιβάλλον που της έκοβε πάντα τα φτερά και την κρατούσε πίσω, που την έκανε να πλήττει. Δέχεται λοιπόν την πρόταση του Εωσφόρου προκειμένου να δει τα πράγματα με ένα άλλο φως.

Έτσι ανατρέπει την οδύνη, μεταστρέφει την τραγική της μοίρα, μετατρέπει την απώλεια της σεξουαλικότητας σε ενέργεια, τη μετουσιώνει, με τη φροϋδική έννοια, σε καλλιτεχνική δημιουργία. Τίποτα λοιπόν δαιμονικό δεν υπάρχει σε αυτή την «ερωμένη του διαβόλου», όπως την χαρακτήρισαν, και εκείνη όχι απλώς δέχτηκε τους χαρακτηρισμούς, αλλά τους ενθάρρυνε με τη στάση της, με την εκκεντρική της εμφάνιση.

Και ακόμα με το λογοτεχνικό της ύφος που, πλούσιο σε υπερβατικής ομορφιάς περιγραφές της φύσης, φέρνει τον Έρωτα σε επαφή με τη Φύση, τον κάνει ένα με αυτήν. Η συγγραφέας μοιάζει να ψάχνει για τις συμπαντικές εικόνες πίσω από την πραγματικότητα, για το αρχέτυπο σύμφωνα με το οποίο ζεις σε αρμονία με τον εαυτό σου, μια φιλοσοφία που χαρακτηρίζει όλα τα έργα της Μπλίξεν και διαφαίνεται χάριν στη δεινότητα της γραφής της.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι η Κάρεν Μπλίξεν έγραψε αρχικά στα αγγλικά και αργότερα κυκλοφορούσε τα βιβλία της ταυτόχρονα και στις δύο γλώσσες. Εδώ συμβαίνει κάτι που, σε πρώτο επίπεδο, μοιάζει παράδοξο: το γεγονός ότι δεν γράφει στη μητρική της γλώσσα τής δίνει το πλεονέκτημα να εκφραστεί με ιδιαίτερη ακρίβεια και καθαρότητα. Επιπλέον, χρησιμοποιεί λέξεις και εκφράσεις που είναι ίσως παρωχημένες, κάτι που όμως χαρίζει στο κείμενό της μια ξεχωριστή γοητεία, ένα μοναδικό ύφος που γίνεται η υπογραφή της.

 

 

Μια υπογραφή που υπογραμμίζεται επίσης από ένα διακριτικό, υπόγειο χιούμορ που διαβάζεις ανάμεσα στις λέξεις, σε ένα λόγο που συχνά μοιάζει απλώς να εκθέτει ξερά τα γεγονότα, ενώ στην πραγματικότητα τα υπονομεύει, μιλώντας με τόση τρυφερότητα και φροντίδα, συχνά με σεβασμό για τη διαφορετικότητα των ιθαγενών, αποθεώνοντας τη φύση, τα δέντρα, τα ζώα της ζούγκλας και καταλήγοντας να αποκαθηλώνει την κοινωνία απ’ όπου η ίδια κατάγεται, να διακωμωδεί την ανώδυνη αστική ηθική και τη χριστιανική προέλευσή της, αποδομώντας την καθεστηκυία τάξη, την κυβέρνηση και τους ιεραπόστολους που θέλουν να «εκπολιτίσουν» τους ιθαγενείς, τους επιχειρηματίες που βλέπουν στη μαύρη ήπειρο ευκαιρίες για νέες προσοδοφόρες επενδύσεις, ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για τον τόπο και τους ανθρώπους του.

Το ψευδώνυμο Ιζαάκ, που χρησιμοποίησε αρχικά, στα δανέζικα σημαίνει αυτός που γελά. Η θλιμμένη κυρία μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα που κάνει πλάκα με τα πάντα, που έχει το θάρρος να αμφισβητεί, σαρκάζοντας τη θέση που οι άλλοι της έχουν δώσει. Πρώτα απ’ όλα με τη ζωή της την ίδια, με τις επιλογές της: όταν δραπετεύει από το προστατευμένο περιβάλλον της «πολιτισμένης» χώρας της, για να βρεθεί σε ένα τόπο άγνωστο, τελείως ξένο. «Τι δουλειά είχα εγώ να αγαπήσω την Αφρική;» διερωτάται.

 

(δικοί της πίνακες από την περίοδο της Αφρικής)

 

Κι όμως, αφήνει τα πάντα πίσω της και ακολουθώντας, συντροφεύοντας ανθρώπους που επίσης δεν ταιριάζουν στη Δύση, επαγγελματίες κυνηγούς αλλά και απόβλητους παρίες, όπως τον Σουηδό Εμάνουελσον που κάποτε ήταν maître dhotel και η Κάρεν τον φιλοξενεί στο αγρόκτημα όταν εκείνος απολύεται από τη δουλειά του, για να τον χάσει και να ξανακούσει γι’ αυτόν από την άλλη άκρη της γης. Όπως τον τυφλό συμπατριώτη της γέρο Κνούτσεν που του παραχώρησε ένα σπιτάκι στη γη της, γιατί δεν είχε πού να μείνει. Ένα πλάσμα χτυπημένο από τη μοίρα που έμοιαζε βγαλμένο από τον «Γέρο ναυτικό του Κόλεριτζ ή από τον Γέρο και τη θάλασσα». Και βέβαια τους επισκέπτες και τους φιλοξενούμενούς της στο κτήμα, απροσάρμοστους ξεπεσμένους αριστοκράτες. Η Κάρεν χαίρεται να υποδέχεται και να περιποιείται αυτούς τους απόβλητους, τους λιποτάκτες που η χώρα τους δεν τους χωρά.

Ανάμεσα σε αυτούς ο Ντένις Φιντς-Χάτον, Βρετανός ευγενής που δεν έχει άλλη βάση από το δικό της σπίτι, όπου πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα ταξίδια, στα κυνήγια και στις πτήσεις πάνω από τις σαβάνες και τη ζούγκλα της Κένυας. Γιατί αυτοί είναι που την καταλαβαίνουν, αυτοί και οι ιθαγενείς που την αγαπούν αφού, πίσω από τη μάσκα της, βλέπουν τη μοναξιά της και τον αγώνα της να κρατηθεί. Αυτοί που καταλαβαίνουν ότι δεν είναι μάγισσα, αλλά απλώς μια γυναίκα διαφορετική που έχει ανάγκη από ένα δικό της κόσμο, στα μέτρα που της ταιριάζει. Η Μπλίξεν επινοεί τη ζωή της που έχει προκύψει μέσα από πολύ πόνο.

 

(Ο Ντένις Φιντς Χάτον. 1887-1931)

 

Το μυθιστόρημα αυτό, αν και χαρακτηρίζεται αυτοβιογραφικό, ελάχιστα στοιχεία δίνει για τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής της Μπλίξεν. Ποιος ήταν ο Μπρορ Μπλίξεν-Φίνεκε; Ποιες ήταν οι συνθήκες του γάμου τους και του διαζυγίου τους; Ποιος ήταν ο Ντένις Φιντς-Χάτον, πώς ήταν μέσα στη σχέση τους;

Η Μπλίξεν, ενώ είναι γενναιόδωρη με τους περιφερειακούς χαρακτήρες του βιβλίου της – ιθαγενείς, υπηρέτες, δεύτερα και τρίτα πρόσωπα – σχεδόν τίποτα δεν αποκαλύπτει για την προσωπική της ζωή. Αλλά και αυτό είναι μια επιλογή. Η Κάρεν Μπλίξεν – Ιζαάκ Ντίνεσεν, Οσκεόλα και Πιερ Αντρεζέλ – επιλέγει το μυστήριο, αυτό είναι που ταιριάζει στη φύση της – και αυτό καλλιεργεί. Η εικόνα της εκκεντρικής αριστοκράτισσας που, αντί να θρηνεί για τη σκληρή της μοίρα, τοποθετεί την αφήγησή της στο ευρύτερο φιλοσοφικό της πλαίσιο που αποκτά υπόσταση με τη δύναμη της λογοτεχνικής της γλώσσας.

(Το μυθιστόρημα της Κάρεν Μπλίξεν, Πέρα από την Αφρική κυκλοφορεί σε μτρφ δική μου, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο)

(Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 188. Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2020)

 

 

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.