Κενό Λευκό
και ερωτηματικό σαν νέο βλαστάρι γιασεμιού
θέλω να βγω.
Την άνοιξη τη μέσα μου
για να τη χρωματίσω.
Ξόβεργα για τους ιριδισμούς παραδείσιων πουλιών
θέλω να στήσω.
Με τις ανάσες των νεκρών του κόσμου
Που τώρα, περισσότεροι παρά ποτέ, ολοένα παρατάσσονται,
το μέσα το γυαλί του περιγράμματός μου
Ναι, μ’ αυτές θέλω ν’ αχνίσω
Και τότε εκεί ένα δάκτυλο απάντηση να γράψει θέλω.
Κι ύστερα άφοβα το χέρι μου να το διαβάσουν
θέλω να τους δώσω
Κι αφού τα χρώματα του κόσμου όλου
στο μέσα άσπρο μου θα ‘χω φυλάξει
Κι αφού ο μίσχος μου στις κόχες των δικών τους των ματιών θα ‘χει ριζώσει
Εκείνοι θέλω το χρώμα και τα βάθη
τούτης της άνοιξης να αποφασίσουν και
την ετυμηγορία να μου πουν αδίστακτα.
Θα ‘ναι μαύρο παχύ, της παγωμένης πίσσας
άραγε το βάθος της
ή με πουλιά παραδείσια σε τόπους υψηλούς θα ταξιδέψει;
Να, αυτό τούτη την άνοιξη που όλο νεκρούς βλασταίνει
Αυτό θέλω να μάθω.