Η Λουτσία γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου του 1907 στην Τεργέστη, σε ένα νοσοκομείο απόρων όπου ο Τζέιμς Τζόυς με την Νόρα Μπαρνάκλ είχαν εγκατασταθεί αφού έφυγαν από την Ιρλανδία που δεν χωρούσε τον τότε εικοσιδυάχρονο συγγραφέα. Στην Τεργέστη ο Τζόυς δίδασκε την αγγλική γλώσσα. Η Λουτσία ήταν το δεύτερο παιδί τους, ένα αδύνατο κοριτσάκι με στραβισμό που ακολούθησε τον Τζόρτζιο, γεννημένο δύο χρόνια νωρίτερα. Τα παιδιά γεννήθηκαν μέσα στη φτώχεια· υπήρχαν μέρες που πήγαιναν για ύπνο νηστικά. Οι αλλεπάλληλες εξώσεις, ο νομαδικός, αντισυμβατικός, ασταθής τρόπος ζωής δεν βοήθησαν την Λουτσία, που έμενε πίσω στο σχολείο, κάτι που αναμφίβολα οφειλόταν στη διαρκή αλλαγή περιβάλλοντος και γλώσσας που όφειλε να μαθαίνει κάθε φορά που άλλαζαν χώρα. Και βέβαια δεν βοήθησαν στις αναπόφευκτες δυσκολίες και στα μπερδέματα της εφηβείας.
Γύρω στα 15 της χρόνια αποφασίζει να γίνει επαγγελματίας χορεύτρια και αρχίζει να σπουδάζει κοντά σε μεγάλους δασκάλους μοντερνιστικού χορού. Από το 1925 έως το 1929 μαθητεύει κοντά στον Ζακ Νταλκρόζ και στη Μάργκαρετ Μόρις στο Dalcroze Institute στο Παρίσι, και αργότερα κοντά στον Ρέιμον Ντάνκαν, αδελφό της Ισιδώρας Ντάνκαν. Ενσαρκώνει έξοχα τον Τσάρλι Τσάπλιν. Το 1927 έχει ένα ρόλο στην ταινία του Ζαν Ρενουάρ από το παραμύθι του Άντερσεν «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα». Το 1928 μπαίνει στην εξαμελή γυναικεία ομάδα “Les Six de rythme et couleur,” που περιοδεύει σε Γαλλία, Αυστρία και Γερμανία. Ένας κριτικός την χαρακτηρίζει «διακριτικά βαρβαρική», εξαιρετική σε sauvage ρόλους. Έπειτα από την παράσταση La Princesse Primitive η Paris Times γράφει για αυτήν, «Η Λουτσία Τζόυς είναι κόρη του πατέρα της. Έχει τον ενθουσιασμό, την ενέργεια, και μια απροσδιόριστη ακόμα ιδιοφυΐα. Όταν οι ικανότητές της στο χορό κορυφωθούν, ο Τζέιμς Τζόυς θα είναι ίσως γνωστός ως πατέρας της κόρης του». Η Λουτσία είναι ανάμεσα στις έξι φιναλίστ του πρώτου διεθνούς φεστιβάλ χορού στο Παρίσι και, μολονότι δεν κερδίζει, το κοινό, που ανάμεσά τους βρίσκεται ο πατέρας της και ο Μπέκετ, διαμαρτύρεται φωνάζοντας, «Θέλουμε τη μικρή Ιρλανδέζα!»
Αργότερα αποφασίζει να περάσει στη δεξιά όχθη του χορού, αυτή του κλασικού μπαλέτου και σπουδάζει κοντά στην Εγκόροβα Λιουμπόφ Γιεγκόροβα, πρώην μπαλαρίνα του Θεάτρου Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης. Πρόκειται για μια καταστροφική απόφαση. Η Λουτσία είναι ήδη 22 ετών, όταν οι επαγγελματίες μπαλαρίνες ξεκινούν να σπουδάζουν από τα οκτώ τους χρόνια. Η Λουτσία εργάζεται σκληρά, χορεύει έξι ώρες την ημέρα αλλά, όσο κι αν προσπαθεί, δεν καταφέρνει να συμπληρώσει τα κενά. Έτσι, ύστερα από χρόνια πλήρους αφοσίωσης και ατελείωτες ώρες μελέτης, αποφασίζει να παρατήσει το πάθος της γιατί, όπως λέει, δεν έχει τη σωματική δύναμη να συνεχίσει. Μάλιστα απορρίπτει την πρόταση μιας χορευτικής ομάδας να τους ακολουθήσει στο Ντάρμσταντ.
Μέσα σε επτά χρόνια η Λουτσία έχει εγκαταλείψει εννιά σχολές χορού. Αυτό εν μέρει οφείλεται στην έλλειψη ενθάρρυνσης από την οικογένειά της. Λέγεται ότι η Νόρα ζήλευε τη δημιουργική φλόγα της κόρης της και δυναμίτιζε τις προσπάθειές της. Εν μέρει όμως η απογοήτευση, το ψυχικό ξόδεμα οφείλεται στη φύση της τέχνης με την οποία έχει παθιαστεί. Ο χορός είναι θρησκεία, θυσία, είναι αυτοπυρπολισμός. Είναι πράξη πρωτόγονη, σεξουαλική, διονυσιακή, μας λέει η Carol Loeb Schloss, ακαδημαϊκός και μελετήτρια του έργου του Τζέιμς Τζόυς, στο πρόσφατο βιβλίο της Lucia Joyce: To Dance in the Wake. Άρα, καταλήγει, είναι πολύ κοντά στην έκσταση, στην εμμονή, πολύ κοντά στην τρέλα. Η Schloss μας θυμίζει τη Ζέλντα Φιτζέραλντ, που μάλιστα πήγαινε στην ίδια σχολή χορού με την Λουτσία, και τον Νιζίνσκι. Και οι τρεις κατέληξαν στο ψυχιατρείο.
Στα 22 της χρόνια η Λουτσία εγκαταλείπει το πάθος της, κάτι που, όπως λέει ο πατέρας της, της κόστισε μήνες δακρύων. Προσπάθειες χρόνων ακυρώνονται.
Σε αυτό της τον αγώνα να βρει τον εαυτό της η Λουτσία δεν έχει συμμάχους. Λείπει το υποστηρικτικό πλέγμα που θα την βοηθούσε να βρει το δρόμο της. Η μητέρα της, Νόρα, λατρεύει το πρωτότοκο παιδί της, τον Τζόρτζιο, και κρατάει για το αγόρι της και μόνο τη στοργή και την ανοχή της. Ο Τζόρτζιο συγχωρείται ό,τι και να κάνει, σε αντίθεση με την Λουτσία για την οποία επιφυλάσσει μόνο παρατηρήσεις και γκρίνιες.
Αλλά και στην προσωπική της ζωή η Λουτσία είναι εξίσου άτυχη. Έχει μια σειρά από ανεπίδοτους έρωτες. Καθώς στο μεταξύ, η δημοσίευση του «Οδυσσέα» το 1922, έχει κάνει τον Τζόυς διάσημο και θεωρείται ο ανανεωτής, ο άνθρωπος που θα πάει μπροστά τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, γύρω του συγκεντρώνονται ένα σωρό διανοούμενοι που τον πιέζουν να γράψει. Η Σύλβια Μπιτς, του Shakespeare and Company, η εκδότριά του, επιμένει στην πρωταρχικότητα της δουλειάς του. Και αφού ο Τζόυς έχει σχεδόν τυφλωθεί, είναι σχεδόν εξαρτώμενος από το περιβάλλον του.
Ανάμεσα στους συνωστιζόμενους γύρω από την οικογένεια Τζόυς είναι και ο Σάμουελ Μπέκετ, που μόλις 21 ετών τότε, εκτελεί χρέη γραμματέα του μεγάλου συγγραφέα. Έπειτα από μια σύντομη ερωτική σχέση με τη Λουτσία την εγκαταλείπει λέγοντάς της ότι δεν ενδιαφέρεται για αυτήν, αλλά βρίσκεται εκεί μόνο για την επαγγελματική σχέση με τον πατέρα της. Στη συνέχεια η Λουτσία έχει μια ερωτική περιπέτεια με τον δάσκαλο της ζωγραφικής της, Αλεξάντερ Κάλντερ, που επίσης την αφήνει για να γυρίσει στην επίσημη ερωμένη του, και αργότερα πάλι με έναν άλλο ζωγράφο, τον Άλμπερτ Χάμπελ, για να συνεχιστεί το μοτίβο και με αυτόν που γυρνάει έπειτα από λίγο στη γυναίκα του. Η Λουτσία αρχίζει να πειραματίζεται περισσότερο. Βγαίνει με ναύτες που τους συναντά στον πύργο του Άιφελ, και αργότερα διακηρύσσει ότι είναι λεσβία.
Είναι προφανές ότι η κούραση και η απογοήτευση έχουν τσακίσει την Λουτσία που, στα πεντηκοστά γενέθλια του Τζόυς, σε μια έκρηξη θυμού, εκσφενδονίζει στη Νόρα μια καρέκλα. Λέγεται ότι την θεωρεί υπεύθυνη για το χωρισμό της με τον Μπέκετ. Μετά από αυτό το επεισόδιο ο Τζόρτζιο παίρνει την πρωτοβουλία να την κλείσει στο ψυχιατρείο. Η Λουτσία είναι είκοσι οκτώ ετών και ποτέ πια δεν θα ζήσει ελεύθερη. Αλλάζει ιδρύματα, η κατάστασή της όμως παραμένει η ίδια. Είναι ήσυχη, αλλά μερικές φορές έχει τρομερά ξεσπάσματα θυμού και επιτίθεται σε όποιον βρει μπροστά της. Χαρακτηρίζεται επικίνδυνη για τους άλλους και για τον εαυτό της. Η πράξη αυτή του κάποτε αγαπημένου της αδελφού θα σφραγίσει για πάντα τη ζωή της. Γιατί, με τη στέρηση της ελευθερίας, με τον εγκλεισμό σε ένα ίδρυμα μακριά από τον κόσμο, μακριά από τις ανθρώπινες σχέσεις, με τα φάρμακα, με τη διαρκή ιατρική επιτήρηση, κάθε στοιχείο προσωπικότητας δεν αργεί να αφανιστεί.
Ωστόσο στο σημείο αυτό οφείλουμε να πούμε ότι ο Τζόυς λάτρευε την κόρη του και έκανε ό,τι μπορούσε – όταν δεν εργαζόταν την ημέρα και δεν έπινε τη νύχτα – για να της το δείχνει. «Η όποια σπίθα, το οποιοδήποτε χάρισμα έχω περάσει στην Λουτσία, έχει πυροδοτήσει μια φωτιά στον εγκέφαλό της», λέει. Ο Καρλ Γιουνγκ, που ήταν γιατρός της Λουτσία και απεφάνθη ότι έπασχε από σχιζοφρένεια, στο παραπάνω σχόλιο του Τζόυς απαντά «Εκεί που εσείς κολυμπάτε στο νερό, η Λουτσία πνίγεται». Η Λουτσία από την άλλη καθόλου δεν συμπαθεί τον Γιούνγκ. «Δεν ξέρω πώς φαντάστηκε αυτός ο χοντρός υλιστής από την Ελβετία ότι θα διεισδύσει στην ψυχή μου», λέει για τον ψυχαναλυτή της.
Ο Τζόυς όμως δεν παραιτείται, παλεύει να αποτρέψει τον εγκλεισμό της. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να την επαναφέρει, να την κρατήσει κοντά του· της προτείνει εναλλακτικές. Την πείθει να γίνει εικονογράφος, να ζωγραφίζει lettrines για τα βιβλία του. Μάλιστα δίνει χρήματα στους εκδότες πληρώνοντας εκείνος μυστικά για τη δουλειά της. Ποτέ δεν πίστεψε ότι η κόρη του είναι τρελή. «Είναι ένα εκπληκτικό, ένα ξεχωριστό πλάσμα, έχει μια γλώσσα δική της. Που την καταλαβαίνω. Συνήθως», λέει για την κόρη του. «Ο νους της είναι καθαρός και αμείλικτος, ελεύθερος σαν αστραπή». «Φέρνει το φως, το θαύμα της αγριότητας».
Νά πώς περιγράφει την κόρη του σε επιστολή του προς μια ψυχιατρική κλινική, το 1936: «Πάσχει από κυκλοθυμία, που χρονολογείται από τα επτάμισι χρόνια της. Τώρα είναι τριάντα τριών. Μιλάει άπταιστα γαλλικά. Ο χαρακτήρας της είναι εύθυμος, γλυκός και ειρωνικός, έχει όμως ξεσπάσματα θυμού για το τίποτα όταν την περιορίζουν με τον ζουρλομανδύα». Πρόκειται για μία από τις αμεσότερες, καθαρότερες περιγραφές του μικρότερου και αγαπημένου του παιδιού, μια περιγραφή γεγονότων που πάει βαθιά. Είναι ένα από τα πληρέστερα διασωζόμενα πορτραίτα της Λουτσία. Ήταν μια κοπέλα καλλιεργημένη και, στην ηλικία των 33 ετών, εξοικειωμένη ήδη με το ένδυμα του ζουρλομανδύα.
Την στέλνει στις καλύτερες κλινικές και στους επιφανέστερους ψυχαναλυτές, χωρίς να φείδεται χρημάτων. Άτομο πολύ κοντά στην οικογένεια καταθέτει ότι την εποχή αυτή τα τρία τέταρτα του εισοδήματος του Τζόυς πηγαίνουν στη νοσηλεία της Λουτσία.
Όταν ξεσπάει πόλεμος ο Τζόυς παραλίγο να σκοτωθεί στην προσπάθειά του να την πάρει μαζί τους στη Ζυρίχη. Στην ουσία κάπου εκεί τερματίζεται και η ζωή του, αφού ένα μήνα αργότερα πεθαίνει.
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Τζόυς η μοίρα της Λουτσία είναι προδιαγεγραμμένη. Η μητέρα της και ο αδελφός της νίπτουν τας χείρας τους. Την θεωρούν βάρος, ντροπή για την οικογένεια. Η ζωή της Λουτσία συνεχίζεται έτσι, μέσα στα ιδρύματα, για σαράντα επτά ακόμα χρόνια, μέχρι το θάνατό της, το 1982, στο ψυχιατρείο του Νόρθαμπτον, σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών, όπου και θάβεται μακριά από τον οικογενειακό τάφο στη Ζυρίχη. Όλα αυτά τα χρόνια ελάχιστοι άνθρωποι την έχουν επισκεφθεί. Και οπωσδήποτε όχι η μητέρα της, η Νόρα.
Η ειρωνεία είναι ότι η παρουσία της Λουτσία είναι διαρκής στο τελευταίο βιβλίο του Τζόυς «Η αγρύπνια του Φίνεγκαν». Η Carol Loeb Schloss, στην προαναφερθείσα βιογραφία της Λουτσία, υποστηρίζει ότι ήταν η Λουτσία και όχι η Νόρα, η μούσα και η δημιουργική συνεργάτιδά του στην Αγρύπνια. Η Ίσσι, η Ίζαμπελ που μιλάει με τον καθρέφτη της και εκεί μέσα αναπτύσσει μια άλλη προσωπικότητα, η κόρη που εκρήγνυται στα χρώματα του ουράνιου τόξου, είναι αναμφίβολα, σύμφωνα με τους μελετητές του Τζόυς, η Λουτσία.
Η Λουτσία είναι πανταχού παρούσα στο τελευταίο έργο του πατέρα της, αυτό όμως ήταν κάτι που το πλήρωσε με τη ζωή της.
Αλλά η τραγική ιστορία της δεν περιορίζεται μόνο στον τρόπο που έζησε – ή δεν έζησε – τη ζωή της. Γύρω από την κόρη του Τζόυς υπάρχει ένας κλοιός σιωπής, μια συνωμοσία θα έλεγε κανείς. Ο Στίβεν Τζόυς, γιος του Τζόρτζιο, κατέστρεψε όλα τα γράμματα της Λουτσία που υπήρχαν στην Εθνική βιβλιοθήκη της Ιρλανδίας. Γράμματα προς τον πατέρα της, προς τον Μπέκετ, και το αντίστροφο, καθώς και ποιήματά της, ημερολόγια, όπως επίσης και ένα μυθιστόρημα που είχε γράψει. Έτσι καμία πρωτότυπη πηγή από τη ζωή της δεν διασώζεται.
Ωστόσο η Σλος κατάφερε να ανακαλύψει μερικά στοιχεία, πήρε μερικές καταθέσεις, όπως η ακόλουθη που έδωσε έπειτα από πενήντα χρόνια η εξαδέλφη της Λουτσία, Μποζένα Μπέρτα Σάουρεκ, που σε μια σύντομη επίσκεψή της, το 1928, στους Τζόυς στο Παρίσι, θυμάται πόσο την εντυπωσίασε η ικανότητα του θείου της να γράφει κάτω από οιασδήποτε συνθήκες, όπως σε εκείνη την περίπτωση που η Λουτσία χόρευε μες στο δωμάτιο. Από τη διήγηση της Σάουρεκ η Σλος γράφει:
«Υπάρχουν δύο καλλιτέχνες στο δωμάτιο, και εργάζονται και οι δύο. Ο Τζόυς παρακολουθεί και μαθαίνει. Οι δυο τους επικοινωνούν με μια μυστική, εξωλεκτική, με μια φωνή άναρθρη. Η γραφή με το μολύβι, η γραφή με το σώμα, γίνονται ένας διάλογος των καλλιτεχνών, που δίνουν παράσταση και αντιπαράσταση· το μολύβι, τα άκρα γράφουν ακατάπαυστα. Ο πατέρας παρατηρεί την αυτόνομη ευφράδεια του χορού. Για αυτόν το σώμα είναι τα ιερογλυφικά μιας μυστηριώδους γραφής, τα βήματα της χορεύτριας είναι το αλφάβητο του ανείπωτου… Το σημείο όπου συναντά τον πατέρα της δεν βρίσκεται στο συνειδητό, αλλά σε κάποιο πιο πρωτόγονο τόπο που προϋπάρχει του συνειδητού. Καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, γιατί μιλούν την ίδια γλώσσα, μια γλώσσα που δεν έχει ακόμα μεταγραφεί σε λέξεις, σε ιδέες, που πάντως είναι μια γλώσσα, δομημένη πάνω σε ένα κορμό επικοινωνίας. Στο δωμάτιο υπάρχουν ροές, εντάσεις».
Η Λουτσία ήταν μια γυναίκα που, όπως τόσες άλλες επώνυμες και ανώνυμες της εποχής της, δεν διευκολύνθηκε σε τίποτα και από κανέναν για να χαράξει το δρόμο της, να κυνηγήσει και να καλλιεργήσει το όνειρό της. Η φύση μπορεί να δίνει τη διάνοια, το χάρισμα, η κοινωνία όμως δεν συγχωρεί εύκολα – ακόμα και τώρα – την αντισυμβατικότητα, την εκκεντρικότητα, όταν μάλιστα αυτή προέρχεται από μια γυναίκα. Υπό το βάρος των κοινωνικών επιταγών πολλές γυναίκες έχουν συνθλιβεί, μην μπορώντας να προχωρήσουν χωρίς κάποιου είδους υποστήριξης που να τις ωθεί να αναπτύξουν άλλα χαρίσματα, λιγότερο εντυπωσιακά: επιμονή και υπομονή, επιμέλεια και θάρρος. Ανάμεσα σε αυτές, η χαρισματική και αλλόκοτη Λουτσία, με το στραβό το μάτι που, παρά τις επεμβάσεις δεν κατάφερε να διορθωθεί, παρασύροντας μαζί του και τη φτωχή της τη ζωή.
Μια ζωή που η μοίρα της ήταν να μπει στο περιθώριο, να χαθεί, να καταστεί αόρατη πίσω από τους κοινωνικούς κανόνες και τις προκαταλήψεις. Μια γυναίκα που κηρύχθηκε απούσα από τους ίδιους τους δικούς της ανθρώπους.