Το βιβλίο Ο Μπέργκμαν μιλάει για τον Μπέργκμαν είναι μια σειρά συνεντεύξεων, διάρκειας άνω των πενήντα ωρών, που ο μεγάλος σκηνοθέτης έδωσε κατά τα έτη 1968-69, στους Στιγκ Μπιέργκαν, αρχιτέκτονα, εκδότη, σκηνοθέτη, κριτικό κινηματογράφου, Τόρσεν Μαννς, μεταφραστή, εκδότη, κριτικό κινηματογράφου και Γιόνας Σίμα, δημοσιογράφο, εκδότη, κριτικό κινηματογράφου, κινηματογραφιστή. Η κάθε συνέντευξη κρατά πάνω από τέσσερις ώρες και κατά τη διάρκειά της ο Μπέργκμαν μιλά για την παιδική του ηλικία, το πατρικό-οικογενειακό του περιβάλλον, τη σχέση του με τη θρησκεία, την πολιτική και την ηθική, τα τραύματα και τη μετουσίωσή τους, την πουριτανική καταγωγή του, τη γνωριμία του με τον κινηματογράφο, τις σχέσεις του με τους ηθοποιούς, τις γυναίκες -τους γάμους, τους έρωτες και τα ξεμυαλίσματά του- μας λέει τις σκέψεις του για άλλους σκηνοθέτες –παλιότερους και αλλά και σύγχρονους με αυτόν-, τη καρμική του σχέση με τον διευθυντή φωτογραφίας Σβεν Νίκβιστ, μας μιλά για τεχνικές, φωτισμούς, για ένα κομμάτι λαδόχαρτο και τρεις λάμπες – αντικείμενα καθημερινά που φτιάχνουν την ανυπέρβλητη τέχνη του Μπέργκμαν – πράγματα που μοιάζουν αδιανόητα στην εποχή μας.
Κάνει μια τομή στην πορεία του μες στη ζωή, μιλάει για τις εμπλοκές του και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και για το πως τα στοιχεία αυτά επέδρασαν στη μέθοδο και στην ουσία της τέχνης του. Μιλάει για την ταυτότητα και την απώλεια αυτής. Εξετάζει τις ταινίες του, στοχάζεται πάνω στην έμπνευση και στο τυχαίο, στη σύλληψη και στο αποτέλεσμα. Δίνει πολύτιμες πληροφορίες ως προς την πνευματικότητα και τη σωματικότητα των ταινιών του. Σχολιάζει τη λογοκρισία και τους κριτικούς· και τη σχέση του με αυτούς.
Και όλα αυτά με απόλυτη ειλικρίνεια, με πάθος και χωρίς φόβο για την εικόνα του· μας μιλά με γενναιότητα, χωρίς ποτέ να χάσει το χιούμορ και την κομψότητα του λόγου. Ακόμα κι όταν διαφωνεί απόλυτα, ακόμα κι όταν εξοργίζεται. Παρότι μας εκμυστηρεύεται ότι είναι ένας άνθρωπος «βίαιος» (;). Στα λόγια του ανακαλύπτουμε ότι δεν είναι μόνο ένας μεγάλος σκηνοθέτης, αλλά επιπλέον ένας βαθύς γνώστης της ανθρώπινης φύσης και συνθήκης. Ότι είναι ένας διανοητής που ξέρει πώς και γιατί βάδισε, πότε με τον ένα και πότε με τον άλλον τρόπο, για να δημιουργήσει το έργο του. Και μολονότι μας εκμυστηρεύεται ότι μερικές φορές δεν ήξερε τι έκανε, εμείς ξέρουμε· και θεωρούμε ότι παρήγαγε ένα έργο ενιαίο. Μας χάρισε ταινίες-ποιήματα, ένα κινηματογράφο που ποτέ δεν θα ξεπεραστεί.
Προσπάθησα να επιλέξω κάποια αντιπροσωπευτικά κομμάτια που να δημιουργούν επιπλέον μια ενότητα. Ήταν δύσκολο. Ο Μπέργκμαν έχει πολλά να πει πάνω στην τέχνη και στη ζωή.
ΙΜ: Τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια το ’20 και στις αρχές του ’30, μέσα στο περιβάλλον που μεγάλωνα, στο σχολείο που πήγαινα, στον όλο τρόπο ζωής, τα πέρασα υπνοβατώντας θαρρείς. Τίποτα δεν είχε ακόμα αναταράξει τον νου μου, τίποτα δεν τον είχε ξυπνήσει. Ήμουν μπερδεμένος συναισθηματικά. Μεγάλωνα σε ένα περιβάλλον πέρα για πέρα απλοϊκό, σε σχέση με τον κόσμο όπου αργότερα θα ριχνόμουν. Έτσι λοιπόν η διανοητική μου πείνα ήταν πέρα για πέρα υποσυνείδητη, και ήμουν εντελώς εκτεθειμένος σε οποιαδήποτε ισχυρή επιρροή. Πήγαινα σε ένα ιδιωτικό σχολείο και τον περισσότερο καιρό ήμουν άρρωστος ή απουσίαζα. Άλλοτε πάλι έλειπα στη Νταλάρνα[1], στης γιαγιάς μου. Στο σπίτι κυριαρχούσε μια θεοσεβούμενη ατμόσφαιρα. Τα πάντα εκεί μέσα ήταν πενήντα χρόνια πίσω. Κι εγώ δεν είχα τον μέντορα, τον δάσκαλο, αυτόν που θα με έπαιρνε από το χέρι και θα με καθοδηγούσε. Οι συμμαθητές μου ήταν το ίδιο ανόητοι, αδύναμοι, νωθροί και χαμένοι με εμένα. Δεν υπήρχε το παραμικρό ερέθισμα στο περιβάλλον μας. Φαινομενικά ήταν ένας κόσμος χωρίς προβλήματα. Ουσιαστικά ήταν φοβερά ανασφαλής.
ΤΜ: Σιγά σιγά όμως κάτι έγινε που…
IM: Ναι. Το 1938 μπήκα στο γυμνάσιο, και τότε μόνο άρχισε να φυσάει ένα απαλό αεράκι, μόλο που ήταν ένα αποπνικτικό και κάπως μουχλιασμένο αεράκι…
…
Είναι πέρα για πέρα σωστό ότι δεν ενδιαφερόμουν για την πολιτική και τα κοινωνικά θέματα. Όλα αυτά με άφηναν ολότελα αδιάφορο. Μετά τον πόλεμο, με την ανακάλυψη των στρατοπέδων συγκέντρωσης και με την κατάρρευση της πολιτικής συνεργασίας Ρώσων-Αμερικάνων, παραιτήθηκα απ’ αυτά τα θέματα. Η ενασχόλησή μου έγινε πια θρησκευτική. Με ενδιέφερε η ψυχολογική και θρησκευτική άποψη…
Το θέμα λύτρωση-τιμωρία δεν ήταν ποτέ πολιτικό για μένα. Ήταν θρησκευτικό. Υπάρχει Θεός ή δεν υπάρχει; Μπορούμε με κάποια συμπεριφορά ή με την πίστη να αποκτήσουμε ένα κοινωνικό αίσθημα για έναν καλύτερο κόσμο;
Ή τι κάνουμε αν δεν υπάρχει Θεός; Πώς είναι ο κόσμος μας τότε; Σε κανένα απ’ αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχει η παραμικρή πολιτική χροιά. Η επανάστασή μου ενάντια στην αστική κοινωνία ήταν η επανάσταση-κατά-του-πατέρα. Με θεωρούσαν έναν μάλλον ασήμαντο άνθρωπο και όλοι με αντιμετώπιζαν με μεγάλη δυσπιστία υποβάλλοντάς με σε μεγάλες ταπεινώσεις.
…
Είναι αλήθεια πως τα παιδιά νιώθουν συνέχεια βαθιά ταπεινωμένα στις σχέσεις τους με τους μεγάλους και μεταξύ τους. Έχω την αίσθηση πως τα παιδιά περνάνε πάρα πολύ χρόνο ταπεινώνοντας το ένα το άλλο. Όλη μας η εκπαίδευση είναι μια μακρόχρονη ταπείνωση, πράγμα που ίσχυε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό όταν ήμουνα παιδί. Ένα από τα τραύματα που στάθηκε πάρα πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσω ως ενήλικας είναι ο φόβος της ταπείνωσης, και η αίσθηση ότι με έχουν ταπεινώσει.
Κάθε φορά που διαβάζω μια κριτική, για παράδειγμα -είτε αυτή είναι εγκωμιαστική είτε όχι- ξυπνάει μέσα μου αυτό το συναίσθημα. Μια κριτική μπορεί να είναι διαβολική, αλλά να μην ταπεινώνει. Μπορεί να με κάνει να νιώθω ότι κάτι μαθαίνω στη σκέψη πως κάποιος μου μιλάει απευθείας. Ταπεινωτικές όμως μπορεί να είναι και αρνητικές και θετικές κριτικές.
…
Το να ταπεινώνεις και να ταπεινώνεσαι είναι νομίζω ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής μας δομής. Πιστεύω, για παράδειγμα, ότι γραφειοκρατία μας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ταπείνωση, και είναι ένα από τα πιο πικρά και θανατηφόρα δηλητήρια. Όταν κάποιος έχει ταπεινωθεί είναι σίγουρο ότι θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να βγάλει το άχτι του σε κάποιον άλλον με τη σειρά του, ώσπου αυτός ο άλλος να σπάσει, γιατί δεν μπορεί να ανταποδώσει την ταπείνωση, ή γιατί δεν επιχειρεί καν να το κάνει.
…
Αν αντιτάχθηκα έντονα στον Χριστιανισμό αυτό έγινε γιατί ο Χριστιανισμός είναι βαθιά σημαδεμένος από ένα έντονο στοιχείο ταπείνωσης. Ένα από τα κύρια αξιώματά του είναι «εγώ ο άθλιος, ο αμαρτωλός, ο γεννημένος μέσα στην αμαρτία, που αμάρτησα σε όλη μου τη ζωή, κλπ». Η ζωή και η συμπεριφορά μας κάτω απ’ αυτή την τιμωρία είναι εντελώς αταβιστική. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες γι’ αυτό το θέμα. Είναι μια από τις μεγαλύτερες και βασικότερες εμπειρίες μου. Αντιδρώ πολύ έντονα σε κάθε είδους ταπείνωση. Και ένα άτομο στη δική μου κατάσταση και θέση υποβάλλεται σε ένα σωρό ταπεινώσεις. Για να μην αναφέρω ότι αναμφίβολα έχουμε και εμείς ταπεινώσει κάποιους άλλους!
…
Όταν αποκτήσεις τα πάντα –όλη την επιτυχία, τα λεφτά, τη δύναμη που ήθελες, που αγωνίστηκες να αποκτήσεις- τότε καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά είναι ένα μηδενικό. Το μόνο που έχει σημασία είναι τα ανθρώπινα όρια που πρέπει να προσπαθήσεις να ξεπεράσεις, και οι σχέσεις σου με τον υπόλοιπο κόσμο. Και δεύτερο, αλλά φυσικά εξίσου σημαντικό, είναι η ηθική στάση σου προς αυτό που κάνεις ή δεν κάνεις. Σ’ αυτά που λες «ναι» και σ’ αυτά που λες «όχι» στη δουλειά σου· στους πειρασμούς έξω από τη δουλειά σου. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία.Όλα τα άλλα μου είναι εντελώς αδιάφορα.