Με γλώσσα πλούσια, κομψή, αλλού υπαινικτική κι αλλού σαρκαστική, με ειρωνεία που άλλοτε μας προσφέρει μια ανακουφιστική ανάσα κι άλλοτε γίνεται αφόρητα δραματική, βιτριολική όσον αφορά ειδικά την κόμισσα Χάνσκα, με περιγραφές που δεν φείδονται αποτρόπαιων λεπτομερειών για τον ετοιμοθάνατο Μπαλζάκ, ο Οκτάβ Μιρμπώ ιχνηλατεί την κατάληξη της ζωής του μεγάλου συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Με όλες τις αισθήσεις αποτυπωμένες: βλέπουμε εικόνες μεγαλείου κι εξαπάτησης, ομορφιάς και πλήρους κατάπτωσης, αγγίζουμε πολυτελή μετάξια, στιλπνά μαλλιά και σάρκες άρρωστες, οσφραινόμαστε μεθυστικά αρώματα και αηδιαστική αποσύνθεση. Πάντα όμως με το υψηλό γούστο ενός κοσμοπολίτη συγγραφέα που κατέχει τα μυστικά, τις δυνατότητες και τις λεπτότερες αποχρώσεις της γλώσσας για να αποδώσει ένα αφήγημα που κανείς δεν τόλμησε να διηγηθεί: να μας μιλήσει για τον άνθρωπο Μπαλζάκ. Για αυτό τον γίγαντα της παγκόσμιας γραμματείας του οποίου το έργο επισκιάζει την πραγματική του ζωή, όπως μας λέει ο Μιρμπώ. Για τον μεγαλοφυή απατεώνα, τον γόη-τέρας ασχήμιας, για το μυστήριο αυτό της λογοτεχνίας, τη σημαντική προσωπικότητα της γαλλικής διανόησης και της αστικής τάξης, που κινήθηκε ανάμεσα σε δύο άκρα: από το μεγαλείο στην απόγνωση.
Ο Μπαλζάκ χρειάζεται χρήμα, αιωνίως χρήμα για να συντηρήσει το μεγαλείο του «για το οποίο αισθάνεται περήφανος». Και, με το χρήμα «τύραννο», «δήμιο» της ζωής του και, παρά τον λυσσαλέο του αγώνα δεν απέφυγε τον ξεπεσμό. Παρά τον κομπασμό και τα υψηλά, αλλεπάλληλα σχέδια για επιχειρήσεις διαφόρων ειδών, παρά τους παράφορους έρωτες, ο Μπαλζάκ δεν απέφυγε τελικά ένα γάμο από συμφέρον. Διότι μπορεί να υπήρξε έρως με την κόμισσα Χάνσκα, όμως αυτός ήταν μόνο εξ αποστάσεως έξοχος. Ένα θυελλώδες ξεμυάλισμα δεκαπέντε ετών που επρόκειτο εντέλει για μια πορεία καταδικασμένη, μια ιστορία που ενείχε τον σπόρο της παταγώδους αποτυχίας.
Ο θάνατος του Μπαλζάκ είναι ένα μικρό-τεράστιο έργο τέχνης. Το παράξενο αυτό έργο είναι ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο. Το 1907 ο Μιρμπώ ετοιμάζει για δημοσίευση ένα έργο με το μυστηριώδη τίτλο Το 628-Ε8. Όχι, δεν επρόκειτο για αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά ένα ακατάτακτο έργο που παίρνει τον τίτλο του από τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του Μιρμπώ, που με ένα Charron ταξιδεύει στην Ευρώπη. Εκεί, σε μια στάση του ταξιδιού του στην Κολωνία, μπαίνει βαριεστημένος σε ένα βιβλιοπωλείο, ξετρυπώνει ένα βιβλίο του Μπαλζάκ και η αφήγηση πυροδοτείται. Σε αυτό λοιπόν το τμήμα του έργου Το 628-Ε8, στο εγκιβωτισμένο έργο Ο θάνατος του Μπαλζάκ, ο Μιρμπώ μας μιλάει για τη σχέση του Μπαλζάκ με την κόμισσα Χάνσκα, τον αργοπορημένο γάμο τους, για να καταλήξει στην επιθανάτια αγωνία του. Τρία κεφάλαια· στο πρώτο ο Μιρμπώ εκφράζει ανεπιφύλακτα τον θαυμασμό του για τον μεγάλο συγγραφέα. Στο δεύτερο ασχολείται με την ιστορική-ρομαντική προσωπικότητα της κόμισσας και στο τρίτο, αναφέρεται στον θάνατο του Μπαλζάκ.
Ο ρεαλισμός δεν ενδιαφέρει τον Μιρμπώ, το έργο του αυτό δεν είναι καταγραφή της πραγματικότητας, δεν είναι ένα κομμάτι βιογραφίας του αντικείμενου λατρείας του· γιατί ο Μιρμπώ μας το ξεκαθαρίζει, λατρεύει τον Μπαλζάκ: «Μπροστά στον Μπαλζάκ μένω εκστατικός. Δεν λατρεύω μόνο τον επικό δημιουργό της Ανθρώπινης κωμωδίας, λατρεύω τον υπερφυή άνδρα που υπήρξε, το ανθρώπινο θαύμα που ενσάρκωσε». Έτσι ξεκινάει ο Μιρμπώ. Και μπορεί να είναι ένας φόρος τιμής στον συγγραφέα της Ανθρώπινης κωμωδίας, ο θαυμασμός όμως του Μιρμπώ δεν τον εμποδίζει να κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα και μάλιστα να βασιστεί στην προφορική και αδιασταύρωτη μαρτυρία του πιο απίθανου ατόμου· του εραστή της μαντάμ Μπαλζάκ, του ζωγράφου Ζαν Ζιγκού, όταν πια αυτός βρίσκεται στα γεράματά του!
Μιλάει για έναν «μέγα σαγηνευτή ψυχών» που όμως έχει «θωριά χοντροκομμένου ιεροψάλτη». Και ταυτοχρόνως παρουσιάζει έναν άνθρωπο αφόρητα μόνο. Μητέρα και αδελφή απούσες και οι δυο, δύο περιορισμένες μικρόψυχες αστές που υπάρχουν μόνο για να τον ενοχλούν για θέματα χρηματικά. Κανείς δεν υπάρχει γι’ αυτόν του οποίου τα έργα θαυμάζει όλη η γαλλική κοινωνία. Εκτός ίσως από τον Ουγκώ, ο οποίος βρέθηκε στο προσκεφάλι του ετοιμοθάνατου κι αργότερα έγραψε ένα κείμενο για αυτόν που ξεχειλίζει από αγάπη και εκτίμηση.
Ο Μιρμπώ επιλέγει συνειδητά μια οδό που οδήγησε στην απαγόρευση του κειμένου αυτού – κάτι διόλου παράξενο. Η 80χρονη πια κόρη της μαντάμ Μπαλζάκ ζητά από τον εκδότη να αφαιρεθεί το κομμάτι που αναφέρεται στη σχέση του Μπαλζάκ με την μητέρα της, και ο Μιρμπώ, σαν πραγματικός κύριος, αφαιρεί από τα 11.000 αντίτυπα, τα τρία επίμαχα κεφάλαια, το έργο δηλαδή που τιτλοφορείται Ο θάνατος του Μπαλζάκ. Το 628-Ε8 θα κυκλοφορήσει ακρωτηριασμένο, και δεν θα δει το φως της δημοσιότητας παρά το 1918, όταν κάποιος μυστηριώδης θαυμαστής του Μιρμπώ, που παραμένει ακόμα ανώνυμος, φρόντισε να εκδοθεί το κομμένο κείμενο σε αριθμημένα αντίτυπα και μάλιστα με εικονογράφηση του Πιέρ Μπονάρ. Στο ευρύτερο κοινό το έργο θα δοθεί το 1989 και μόλις το 2003 θα ενταχθεί στην αρχική του θέση μέσα στο 628-Ε8.
Ο Οκτάβ Μιρμπώ πιστεύει ότι η αλήθεια είναι προτιμότερη από τους επιζήμιους μύθους. Δηλώνει ότι η «προκατάληψη του σπουδαίου άνδρα» δεν θα τον εμποδίσει να παρουσιάσει τις «αμαρτίες» του, αφού άλλωστε αυτό τον κάνει πολύ πιο ενδιαφέρων. «Δεν πρέπει να κρίνουμε τον Μπαλζάκ με τους κανόνες της κοινής ανθρωπομετρίας». Διότι στον Μπαλζάκ «όλα ήταν υπέρμετρα, και οι αρετές και οι διαστροφές του». Πνεύμα ανήσυχο και ο ίδιος ο Μιρμπώ δεν θα αρκούνταν βέβαια σε μια αγιογραφία. Παρουσιάζει, χωρίς δισταγμό, τη σκοτεινή πλευρά του ειδώλου του, τον χαρακτηρίζει «απατεώνα», ωστόσο από την άλλη μας μιλάει για έναν ακούραστο οραματιστή που «προετοιμάζει μια πραγματική εκδοτική επανάσταση με τη δημιουργία του φτηνού βιβλίου». Ο Μπαλζάκ είναι ένας άνθρωπος που μοχθεί, σε «συνθήκες εργασίας βαρυποινίτη», και μάλιστα όχι μόνο στο πεδίο της συγγραφής, αλλά σε πολλά και τελείως διαφορετικά πεδία.
Στην πένα του Μιρμπώ ο Μπαλζάκ είναι σαν να βρήκε τον δάσκαλό του. Πειραχτήρι ο ίδιος, ο Ονορέ Μπαλζάκ γελά με τους στόχους που βάζει· όπως αυτόν με το φυλλάδιο που θα περιείχε μόνο τα ονόματα των νεκρών της εβδομάδας και των ιατρών που τους νοσήλευσαν. Κι από την άλλη ο Μιρμπώ παρουσιάζει ένα μαρτυρολόγιο, «το μυστικό χρέος» που κατατρώει τον μεγάλο Μπαλζάκ και είναι αυτό που τελικά θα τον σκοτώσει. Ποιο είναι αυτό το χρέος και προς ποιον, προς ποιαν; Κανείς ποτέ δεν θα μάθει.
Και μπορεί ο Μιρμπώ να φωτίζει πλευρές του μεγάλου δημιουργού όχι τόσο κολακευτικές, που κανείς ως τότε δεν είχε τολμήσει, όμως το 2ο μέρος είναι αφιερωμένο αποκλειστικά και ανελέητα «στο δράμα το πιο γνωστό και πιο άγνωστο της ζωής του Μπαλζάκ, στον γάμο του». Η κυρία Μπαλζάκ, η κόμισσα Χάνσκα, «Η ξένη» των επιστολών του επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, αποδεικνύεται ότι ήταν πραγματικά μια ξένη, και γινόταν όλο και περισσότερο όσο οι δυο τους πλησίαζαν. Η απουσία έτρεφε τη σχέση. Όσο ήταν παντρεμένη στην Ουκρανία η κόμισσα Χάνσκα ήταν μια πανέμορφη, σαγηνευτική κυρία που τροφοδοτούσε με πάθος και στόμφο την μεταξύ τους αλληλογραφία και τις λιγοστές – τέσσερις όλες κι όλες – συναντήσεις τους. Ό,τι πρέπει για ρομαντικούς έρωτες και για το λογοτεχνικό προφίλ του Μπαλζάκ. Επιπλέον, είχε μια κολοσσιαία περιουσία. Δύο σε ένα. Μια σπουδαία και πλουσία κυρία, απ’ αυτές που ο «τόσο έξυπνος… και τόσο βαθιά ανθρώπινος Μπαλζάκ αντιμετώπιζε με θρησκευτική ευλάβεια». Την αγάπησε παράφορα και σε αυτήν έκανε την πιο «σταθερή και σίγουρη επένδυσή του». Αλίμονο! Εδώ ο Μιρμπώ δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα ως προς τα συναισθήματά του. Η κόμισσα Χάνσκα αποκαθηλώνεται βίαια με την άφιξη του ζεύγους στο Παρίσι, την ίδια κιόλας βραδιά.
Είναι συγκλονιστική η περιγραφή της νυχτερινής τους άφιξης από τα βάθη της Ουκρανίας. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το κομμάτι αυτό, πραγματικά δεν το χορταίνω. Τι τραγέλαφος! Η απόλυτη καταστροφή. Του σπιτιού που τους περίμενε καταστόλιστο – τι σαρκασμός! – της σχέσης τους, των δύο πρωταγωνιστών. Όσο για την μαντάμ Μπαλζάκ πλέον, αυτή από πανέμορφη μελαχρινή με «φιδίσιες κινήσεις», μετατρέπεται σε «σεμνοπρεπή ομορφιά» με «ηδυπαθείς κινήσεις και στάσεις άκρως εντυπωσιακές», για να εκπέσει ραγδαία, στο 3ο μέρος, σε ένα «τίποτα», «σε ένα καθυστερημένο παιδί, ένα αποσβολωμένο ζωντανό», όπως την περιγράφει ο ίδιος ο εραστής της, που βρίσκεται στο κρεβάτι της, ενώ ο Μπαλζάκ ξεψυχά στο διπλανό δωμάτιο. Αφήστε που τελικά δεν ήταν τόσο πλούσια όσο την είχε πλάσει η δημιουργική, υπερφυής φαντασία του Μπαλζάκ.
Περισσότερα δεν θα πούμε. Αφήνουμε τα καλύτερα στα άγραφα, για να τα διαβάσετε μόνοι σας. Ο θάνατος του Μπαλζάκ είναι ένα έργο που πρέπει να διαβαστεί. Θα πούμε μόνο για τη μετάφραση – κι αλίμονο αν δεν λέγαμε! Γιατί πρόκειται για ένα κατόρθωμα – ειδικά το 1ο μέρος, θαρρώ – , για μια δεύτερη γραφή που στέκεται με σιγουριά και γνώση, με ακρίβεια και φαντασία στο ύψος του πρωτότυπου (το οποίο είχα τη δυνατότητα να διαβάσω, άρα μετά λόγου γνώσεως μιλώ). Η Μαρία Γυπαράκη έκανε πάλι το θαύμα της. Εύγε και ξανά! Πρόκειται για μια μετάφραση άψογη, για ένα βιβλιαράκι κόσμημα. Οι κομψές εκδόσεις Στιγμός, η σειρά Opusculum, σε πείσμα αυτής της δύσκολης χρονιάς ξεκινούν και προχωρούν με τους καλύτερους οιωνούς.