Το 1808 ο Γκόγια είναι 62 ετών, ένας αξιοσέβαστος και εύπορος ζωγράφος της αυλής με ευρύτατη γκάμα έργου. Από διορατικά πορτραίτα – με μια υπόνοια σκοτεινή η οποία όμως προσθέτει σε ψυχολογική σαγήνη – έως έξοχες τοιχογραφίες, κάποια θρησκευτικά θέματα και άφθονα γεμάτα ένταση χαρακτικά. Γερνούσε ο Γκόγια, έχασε αιφνίδια την ακοή του, άρα κανείς, ούτε καν ο ίδιος, δεν περίμενε ότι τα σημαντικότερα έργα του θα βρίσκονταν μπροστά του. Ωστόσο οι πολιτικές ραδιουργίες που ενέπλεξαν την Ισπανία σε έναν πολύνεκρο πόλεμο είναι γεγονότα που συγκλόνισαν τον ζωγράφο και αποτέλεσαν έκτοτε το υπόβαθρο της δουλειάς του. Στη μετουσίωση αυτού του ιστορικού και προσωπικού δράματος οφείλει ο Γκόγια τον τίτλο ενός από τους μεγαλύτερους ζωγράφους.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το έργο του Γκόγια, θεωρώ πως πρέπει να πούμε μερικά λόγια σχετικά με το ιστορικό υπόβαθρο, αφού αυτό πυροδότησε την τροπή στη θεματική του και στον τρόπο που την προσέγγισε. Όπως συμβαίνει συνήθως με τους πολέμους, έτσι και αυτός είχε σαν αφορμή τη διαμάχη για την εξουσία. Ο Ισπανός βασιλιάς Κάρολος ο IV φιλονικούσε με τον πρωτότοκο γιο του Φερδινάνδο για τον θρόνο. Στο μεταξύ ο Ναπολέων, που εποφθαλμιούσε την Ισπανία, φρόντιζε να τροφοδοτεί τις βασιλικές έριδες. Επιπλέον τα στρατεύματά του, με την πρόφαση ότι θα διασχίσουν απλώς τη χώρα για να περάσουν και να κατακτήσουν την Πορτογαλία, βρίσκονταν ήδη στα ισπανικά εδάφη. Φυσικά ο Ναπολέων άδραξε την ευκαιρία και, μες στον αλληλοσπαραγμό, ανακήρυξε τον αδελφό του βασιλιά της Ισπανίας και εδραίωσε τη θέση των στρατευμάτων του στη Μαδρίτη στήνοντας τη σκηνή για μια εξέγερση που θα οδηγούσε σε εξαετή πόλεμο.
-
3η Μάϊου 1808 (El tres de mayo de 1808 en Madrid)
Ο πίνακας απεικονίζει τα αντίποινα με αφορμή μια ακέφαλη λαϊκή εξέγερση που έγινε την προηγούμενη ημέρα, και που ο Γκόγια μας αφηγείται σε έναν δεύτερο πίνακα, αυτόν της 2ας Μάϊου 1808, και για τον οποίο θα μιλήσουμε λίγο πιο κάτω.
Μέχρι την εποχή εκείνη οι ζωγράφοι απεικόνιζαν τον πόλεμο σαν μια ευγενή πράξη του ανθρώπου, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ηρωική. Όμορφα παλικάρια με ατσαλάκωτες στολές παρελαύνουν πάνω στα άσπρα άτια προς τα πεδία των μαχών κραδαίνοντας ατρόμητα λόγχες και σπαθιά που σπίθιζαν στον ήλιο. Πίσω τους αφήνουν τον λαό να ζητωκραυγάζει ενθουσιασμένος και δροσερές κοπέλες να υπόσχονται λατρευτικά ότι θα περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες την επιστροφή των ηρώων.
Ο Γκόγια απεκδύεται κάθε ωραιοποίηση. Χωρίς ίχνος ακαδημαϊσμού και νεοκλασικισμού μας φέρνει σε πρώτο πλάνο τον άνθρωπο και τα συναισθήματά του. Και τα δεινά του. Μόνο αυτά βαραίνουν για τον ζωγράφο Γκόγια. Και έτσι η ζωγραφική εισέρχεται στον ουμανισμό του Ρομαντισμού, στα δυνατά συναισθήματα του Εξπρεσιονισμού. Πρόθεση της τέχνης του είναι να προκαλέσει ζωηρή συγκίνηση. Σε αυτό συντελεί τόσο η θεματική όσο και η τεχνική του. Η έμφαση είναι στο χρώμα, το περίγραμμα γίνεται πιο ασαφές – μπαίνουμε έτσι στον Ιμπρεσιονισμό – η πινελιά πιο ελεύθερη, το έργο βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, πάλλεται από ενέργεια, οι φωτοσκιάσεις δημιουργούν κλίμα δραματικό.
Ας δούμε τον ζωγράφο σαν ένα σκηνοθέτη. Πώς τοποθετεί τους κεντρικούς χαρακτήρες του; Ποια είναι η έκφρασή τους, η στάση του σώματος; Τι ρούχα, τι χρώματα φορούν; Ποιο είναι το σκηνικό; Πώς είναι στημένο, τι περιλαμβάνει; Τι ατμόσφαιρα δημιουργούν αυτές οι συνισταμένες;
Στη σκηνή του πίνακα El tres de mayo de 1808 en Madrid η εκτέλεση απλών πολιτών από τα στρατεύματα κατοχής των Γάλλων. Χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς τα φτιασίδια του δήθεν ηρωισμού, πρόθεση του Γκόγια να μας απεικονίσει μια κόλαση, να μας μιλήσει για τη φρίκη του πολέμου, δημιουργώντας ένα έργο καθαρά πολιτικό. Μας προετοιμάζει λες για τις μαζικές εκκαθαρίσεις που έλαβαν χώρα τον 20ο αιώνα, που λαμβάνουν χώρα στις μέρες μας. Που, δυστυχώς, ποτέ δεν έπαψαν να συμβαίνουν στον κόσμο των ανθρώπων.
Κεντρική μορφή του πίνακα είναι αναμφισβήτητα ο άνθρωπος με το λευκό πουκάμισο και τα απλωμένα χέρια. Το φως μιας μεγάλη λάμπας πέφτει πάνω του σαν δυνατός προβολέας και δεν μας αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για τον πρωταγωνιστή. Το σκοτάδι που περιβάλλει τον πίνακα δηλώνει την ιστορική αλήθεια: Οι μαζικές εκτελέσεις αθώων πολιτών ξεκίνησαν χαράματα και συνεχίστηκαν ως τη βαθιά νύχτα.
Ένας μελλοθάνατος πρωταγωνιστής λίγες μόλις στιγμές πριν πέσει και αυτός στον ματωμένο σωρό των συντρόφων που κείτονται στα πόδια του κάτω στη γη. Γονατιστός σε στάση ικεσίας. Στα ανοιχτά του χέρια, στη δεξιά του παλάμη, διακρίνουμε μια πληγή· αυτή μας παραπέμπει στην υπέρτατη θρησκευτική απεικόνιση του Χριστιανισμού. Ο άνθρωπος με το λευκό πουκάμισο είναι ένας Εσταυρωμένος, φέρει τα Στίγματα του μαρτυρίου. Φοράει τα χρώματα της παπικής εκκλησίας – λευκό και ώχρα – σύμβολα της αντίστασης της χώρας. Στο πρόσωπό του φόβος, ικεσία, απορία ίσως. Είναι ένας άνθρωπος που δολοφονείται εν ψυχρώ χωρίς πραγματική αιτία. Ένας αγρότης, ένας εργάτης, ένας καθημερινός άνθρωπος που μέχρι χθες ζούσε όπως όλοι οι άλλοι, στην καθημερινότητά του, στη δουλειά του, στην οικογένειά του. Δεν είναι πολεμιστής, δεν είναι καν επαναστάτης. Μια ανεγκέφαλη δύναμη, μια βάρβαρη εξουσία αποφάσισε να εισβάλει στη χώρα του, να καταπατήσει το δικαίωμά του στη ζωή. Και έπειτα τον άρπαξε τυχαία όπου τον βρήκε και τον έστησε στον τοίχο. Γύρω του μια ανάκατη μάζα οι υπόλοιποι μελλοθάνατοι κρύβουν το πρόσωπο να μην αντικρύζουν τη φρίκη γύρω τους, τη φρίκη εντός τους, μπροστά στο όραμα του θανάτου. Παγωμένοι από τον τρόμο του βέβαιου τέλους τους που απέχει μόνο μερικές στιγμές. Στα δεξιά του κεντρικού προσώπου προβάλλει ένα πετρωμένο, σφιγμένο πρόσωπο και δίπλα ένας καλόγερος – τον αναγνωρίζουμε από το ξυρισμένο κρανίο – προσεύχεται για τον νεκρό στα πόδια του, για τον δικό του επικείμενο θάνατο. Με την επιλογή ενός προσώπου του κατώτερου κλήρου ο Γκόγια μας μιλά καθαρά για το τυχαίο της εκτέλεσης· ένας καλόγερος δεν μπορεί να είναι επαναστάτης, μας λέει ο ζωγράφος.
Πίσω, στο βάθος δεξιά του πίνακα, μια γυναικεία μορφή: είναι η μάνα, η γυναίκα, η κόρη του κάθε μελλοθάνατου. Κάθε μορφή στο έργο αποτελεί αρχετυπική φιγούρα του λαού που, αν και αθώος, πληρώνει για τα αμαρτήματα της εξουσίας – ένθεν και ένθεν.
Απέναντι από την ανάκατη μάζα των μελλοθανάτων συντεταγμένο το εκτελεστικό απόσπασμα, μια απρόσωπη δύναμη που μας έχει γυρισμένη την πλάτη και δεν μας αφήνει να δούμε το πρόσωπό της. Η στάση του σώματος γερτή, τα πόδια μισάνοιχτα πατούν γερά το χώμα, στρατιώτες σε πλήρη ετοιμότητα, μια φονική μηχανή, άβουλα όργανα που υπακούον διαταγές χωρίς κρίση, χωρίς δική τους σκέψη, θέληση. Στο χέρι το όπλο με την ξιφολόγχη. Αυτό το τελευταίο κάνει την πρόθεσή του εκτελεστικού αποσπάσματος ακόμα πιο ωμή, καθώς η ξιφολόγχη θα δώσει τη χαριστική βολή σε περίπτωση που το θύμα δεν πεθάνει από τις σφαίρες.
Ο πίνακας χωρίζεται σε χρωματικά και θεματικά πεδία. Το χρώμα: κυριαρχεί το μαύρο, το σκοτεινό φαιό, χρώματα γήινα στους νεκρούς που μοιάζουν να έχουν ήδη γίνει ένα με το χώμα που τους καταπίνει. Η αντίθεση του λευκού πουκάμισου και του φωτός που πέφτει πάνω στη σκηνή του δράματος τονίζει ακόμα περισσότερο τα καφετιά και μαύρα. Και βέβαια το κόκκινο, σκοτωμένο κόκκινο, αίμα πολύ αναβλύζει από τους νεκρούς και ποτίζει το έδαφος.
Τρεις άξονες χωρίζουν τα θέματα πάνω στον καμβά. Οι μάρτυρες από πουθενά δεν μπορούν να διαφύγουν, καθώς τα νώτα τους κλείνει ένας λόφος, ένας τοίχος ίσως. Αυτός δημιουργεί έναν άξονα ο οποίος κατεβαίνει ως τους στρατιώτες. Τα κεφάλια των στρατιωτών, από την άλλη, σχηματίζουν έναν ακόμα άξονα που καταλήγει κάτω στο χώμα. Και το χώμα με τη σειρά του σχηματίζει τον τρίτο άξονα που συγκλίνει προς το κέντρο του πίνακα, εκεί που η μάζα της απόγνωσης συνωθείται. Κοιτάξτε τον λόφο/ τοίχο πάνω στον οποίο είναι στημένοι οι μελλοθάνατοι. Ο τρόπος που ο ζωγράφος τον απεικονίζει φέρνει στο νου ένα τμήμα της υδρογείου, δεν βρίσκετε; Είναι θαρρείς και πρόκειται για μια εκτέλεση παγκόσμιας κλίμακας, η ανθρωπότητα όλη έχει στηθεί στον τοίχο.
Η πινελιά του ζωγράφου βιαστική θα έλεγε κανείς, δεν ενδιαφέρεται για τη λεπτομέρεια, όπως συνέβαινε μέχρι τότε. Με πινέλο, με σπάτουλα, με τα δάκτυλα, ίσως με το χέρι ολόκληρο, ο Γκόγια μας μεταδίδει το πάθος του, βροντοφωνάζει ενάντια στην αδικία, στην αναπόφευκτη βαρβαρότητα του πολέμου.
Στο βάθος η πόλη, το καμπαναριό μιας εκκλησίας. Καμία βοήθεια από εκεί, η θρησκεία, η πολιτεία – άφαντοι όλοι, κανείς δεν έρχεται να βοηθήσει. Ο ουρανός μαύρος, ούτε φεγγάρι ούτε αστέρια. Η νύχτα καταπίνει τα πάντα, κυκλώνει το έργο – δείτε κάτω δεξιά στον πίνακα, πολύ κοντά σε ‘μας, το σκότος απλώνεται πίσω και κάτω από τις σκιές των στρατιωτών.
Πρόκειται για έναν πίνακα που, τόσο το μνημειώδες του μέγεθος (266cm x 345cm) όσο και το γεγονός ότι είναι ελαιογραφία, δηλώνει και τη φιλοδοξία του ζωγράφου, το πάθος του για το απεικονιζόμενο θέμα. (Η ελαιογραφία είναι πάντα ένα έργο που επιθυμεί να παραμείνει στον χρόνο, υπογραμμίζοντας, με την επιλογή του μέσου, το αφήγημα του καλλιτέχνη).
Η 3η Μαΐου 1808 έχει εμπνεύσει σημαντικούς πίνακες: μια σειρά έργων του Μανέ καθώς και δύο έργα του Πικάσο, τη Γκουέρνικα και τη Σφαγή στην Κορέα.
-
Ο δεύτερος πίνακας του δίπτυχου προηγείται χρονικά, όπως ήδη είπαμε, από ιστορική άποψη. 2α Μάϊου 1808. Η έφοδος των Μαμελούκων (La segunda de mayo de 1808. El ataque de los mamelucos). Μια ελαιογραφία στις ίδιες διαστάσεις με την προηγούμενη.
Το ιστορικό υπόβαθρο: Στην πλατεία της πόλης της Μαδρίτης πλήθος λαού έχει συγκεντρωθεί. Ο κόσμος ανησυχεί για την τύχη της βασιλείας, καθώς διαδίδεται ότι ο Ναπολέων σκοπεύει να εκθρονίσει τον Κάρολο και να εκτελέσει ολόκληρη τη βασιλική οικογένεια. Κάποια στιγμή τα πνεύματα οξύνονται η ανησυχία μετατρέπεται σε οργή και το πλήθος επιτίθεται κατά του στρατού κατοχής, που αποτελείται από Γάλλους δραγόνους και Μαμελούκους μισθοφόρους που παραβρίσκονται για την τήρηση της τάξης.
Ο πίνακας: Η σύνθεση μοιάζει να αρχίζει έξω από το πλαίσιο του πίνακα και να το σπάζει επίσης στα δεξιά, να βγαίνει εκτός του περιθωρίου. Είναι σαφές ότι ο ζωγράφος έχει πολλά να πει. Το έργο ξεχειλίζει· από το πλαίσιο, από χρώματα, από σώματα, από κίνηση και αιματοχυσία. Τα άλογα, σύμβολα της ογκώδους άλογης δύναμης, καλπάζουν ανάμεσα στο πλήθος, φρουμάζοντας αφηνιασμένα, τα μάτια τους γουρλωμένα, αμφίβολο αν υπακούουν πλέον τους ιππείς. Αυτοί πάλι στριφογυρίζουν ματωμένα γαταγάνια, χατζάρια, λόγχες και ξίφη, σημαδεύουν με ντουφέκια τον λαό που αμύνεται με καδρόνια και κοντά μαχαίρια. Είναι μια μάχη σώμα με σώμα. Κορμιά κείτονται στη γη, θανάσιμα τραυματισμένοι και νεκροί και από τις δύο πλευρές. Η σύνθεση θυμίζει Delacroix. Η σκηνή ωστόσο αγνοεί κάθε παραδοσιακό κανόνα που ίσχυε μέχρι τότε στη ζωγραφική.
Μολονότι ο Γκόγια ζωγράφισε τον πίνακα έξι χρόνια μετά τα δραματικά γεγονότα, μας μεταδίδει με πάθος, με αμεσότητα την τραγωδία σαν να πρόκειται για ένα πολύ πρόσφατο γεγονός. Και αυτό διότι πρόκειται για ένα γεγονός με αντηχήσεις στον χρόνο – στο πριν και στο μετά. Ο ζωγράφος ακινητοποιεί το δράμα στην κρίσιμη φάση του. Και με τη θέαση και την τεχνική του αλλάζει για πάντα την αισθητική της ζωγραφικής. Ο επόμενος αιώνας θα χαρακτηρίζεται από την οπτική θεώρηση του Γκόγια.
Τα χρώματα είναι πολλά, αντιθετικά, σκιαγραφικά, χωρίς σαφές περίγραμμα, εναρμονισμένα με την ορμητική κίνηση που επικρατεί σε ολόκληρο το έργο. Τα πρόσωπα απεικονίζονται συνοπτικά, δεν μας ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες των χαρακτηριστικών, μόνο οι εκφράσεις. Οργή, πόνος, φόβος, θάνατος.
Ο Γκόγια είναι συγκλονισμένος. Ο πόλεμος έθρεψε τη φαντασία του, ξύπνησε μέσα του βαθιά συναισθήματα ανθρωπιάς. Ο καλλιτέχνης, σαγηνεμένος από την ωμή θηριωδία, την αδικία που διαπράττει η εξουσία απέναντι στον άοπλο, ανυπεράσπιστο λαό, δημιουργεί ένα ουμανιστικό έπος, ένα από τα πιο συγκινητικά έργα στην ιστορία της ζωγραφικής.
Que valor. What Courage.
(Desastres de la Guerra)
-
Ο όλεθρος του πολέμου (Desastres de la Guerra). Μια σειρά από 82 χαλκογραφίες που ο Γκόγια φιλοτέχνησε από το 1810 έως το 1820. Οι ιστορικοί τέχνης θεωρούν ότι τα έργα του αυτά δεν είναι μόνο η διαμαρτυρία κατά της βία του πολέμου της Ιβηρικής χερσονήσου αλλά επιπλέον μια διαμαρτυρία για τα γεγονότα που επακολουθήσαν μετά την αποκατάσταση της μοναρχίας των Βουρβώνων, το 1814, που πισωγύρισε τη χώρα σε ένα βάναυσα απολυταρχικό καθεστώς. Τα έργα κοχλάζουν ακόμα έπειτα από δύο αιώνες. Ο Γκόγια τα δημιούργησε για τον εαυτό του, για λόγους άγνωστους ποτέ δεν τα εξέθεσε. Ίσως αντιλήφθηκε ότι τα έργα αυτά δεν θα είχαν απήχηση στην ταλαιπωρημένη χώρα του. Ανακαλύφθηκαν 35 χρόνια μετά τον θάνατό του. Πρόκειται για έργα ιδιαίτερα βίαια, πολλά απ’ αυτά δεν μπορείς καν να τα αντικρύσεις με το μάτι του φιλότεχνου. Είναι ντοκουμέντα άφατης βαρβαρότητας και παραλογισμού. Ντοκουμέντα που καταθέτουν ωμά τα εγκλήματα του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο. Καταδεικνύουν πως ο πόλεμος ωθεί τον άνθρωπο στην εκβαρβάρωση, τον ωθεί σε πράξεις που ποτέ δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν ικανός να διαπράξει.
Τρία γυμνά πτώματα δεμένα σε ένα δέντρο, το ένα κρέμεται ανάποδα πλάι στο κομμένο του κεφάλι και τα χέρια. Αθώοι άνθρωποι στην κρεμάλα, παιδιά ορφανεμένα. Πτώματα, τα αμέτρητα πτώματα του πολέμου, σε διάφορους σχηματισμούς. Και από κάτω οι λεζάντες του Γκόγια περνούν το θέαμα στον λεκτικό αποτροπιασμό. «Aυτό είναι το χειρότερο! Esto es lo peor!», «Και κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι (Y no hay remedio). Θάψτε τους και μετά σωπάστε (Enterrar y callar), Ούτε ψυχή για να τους βοηθήσει (No hay quien los socorra), Τα κρεβάτια του θανάτου (Las camas de la muerte), Το σαρκοβόρο όρνιο (El buitre carnívoro).
Θα προσπεράσω, μετά λόγου γνώσεως, τα μακάβρια αυτά έργα για να κλείσω το άρθρο με μια κάπως πιο αισιόδοξη νότα. Με τρεις χαλκογραφίες όπου πρωταγωνιστεί η αλήθεια.
Murio la verdad (Τruth has died) 1814
Si resucitará? (Τruth. Will she rise again?)
Esto es lo verdadero (This is the Truth)