Σε μία περίοπτη γωνιά της πόλης μας, στο τσακίρ κέφι της κίνησης, στο καλύτερο κομμάτι που διαθέτει το οικόπεδο Αθήνα-κέντρο, υπήρχε κάποτε ένα περιώνυμο παντοπωλείο. Όνομα και πράγμα, τα πάντα πουλούσε και όλα λαχταριστά. Αυτό πολύ πριν το φαγητό και τα περί αυτoύ γίνουν της μόδας. Ένα κατάστημα από τα στιβαρά, τα δομημένα σαν αρχαίο μνημείο που αψηφούσε τον χρόνο, τα μπαγιατέματα των προϊόντων του αλλά και αυτού του ίδιου. Με το φωτεινό γωνιακό του πρόσωπο καμάρωνε αγέρωχο καθώς η εκλεκτή πελατεία του στεκόταν μπροστά στα ράφια και στους πάγκους και διάλεγε, παράγγελνε, χάιδευε με τη ματιά τα φρεσκότερα. Πόσο καμάρωνε την πραμάτεια του το παντοπωλείο! Τα κεφάλια των τυριών – κεφαλοτύρια, τελεμέδες, μοτσαρέλες, παρμεζάνες, μανούρια, ροκφόρ, κίτρινα, βαθύχρυσα έως και πορτοκαλιά, λευκά σαν μάρμαρο του Φειδία – απλώνονταν βαριά σκορπώντας τις έντονες μυρωδιές τους χωρίς κανείς να ενοχλείται· γιατί ήταν περίφημα ωριμασμένα, προορίζονταν για εκλεπτυσμένους ουρανίσκους. Ρωμαλέα χοιρομέρια με κότσια, στολισμένα με φανταχτερές κορδέλες στην άκρη χρωμάτιζαν τα ψυγεία πίσω από τους πάγκους παραπέμποντας σε παγανιστικά τσιμπούσια με γουρουνόπουλα και τον Οβελίξ να τα κάνει μια χαψιά. Ρόδιζαν ξεροψημένα κάτω από το λαχταριστό περίβλημα καστανής ζάχαρης, καραμελωμένου ανανά ή κράνμπερι και μαύρης σοκολάτας, με καρφάκια γαρύφαλλου να σημαδεύουν τις γωνιές των χαραγμένων ρόμβων πάνω του. Έργα τέχνης που ευφραίναν μάτι και ψυχή. Με την πιο ευχάριστη μάλιστα προοπτική: να ευφράνουν και τον ουρανίσκο, να γεμίσουν τα εσωτερικά κενά –το στομάχι και επομένως όλα τ’ άλλα. Σαλάμια Λευκάδας, Ουγγαρίας, ζαμπόν φουαντρέ, βραστά, καπνιστά, μορταδέλες, λουκάνικα Φρανκφούρτης, χωριάτικα, γεμιστά με τυρί, με πράσο, με πορτοκάλι, κρέμονταν από τα δοκάρια, λικνίζονταν στροβιλιστά σωστές χορεύτριες κοιλιάς μόνο χωρίς καμπύλες, παστράμι, παστουρμάς με το τσουχτερό, βρωμερό σχεδόν, αλλά τόσο λαχταριστό τσιμένι.
Ο μπαμπάς στεκόταν συνήθως μπροστά στον καπνιστό σολομό που, σερβιρισμένος πλούσια σε πιατέλες με διάφανες φέτες λεμόνι, αποτελούσε γι’ αυτόν και τις εικαστικές ανησυχίες του μια χρωματική πρόκληση. Γαρίδες μεγάλες σχεδόν σαν αστακοί, αλλά και μικρούλες σαν ερωτηματικά σε γραπτό γεμάτο απορίες, καβούρια ολοζώντανα μέσα σε μεγάλα δοχεία που έμοιαζαν με στέρνες κουνούσαν απειλητικά τις δαγκάνες τους. Ευωδιαστές τρούφες, χαβιάρι μπελούγκα και μπρικ σαν ρόδινοι αχάτες, ζουμερά στρείδια από τις γαλλικές ακτές.
Έκρηξη χρωμάτων παντού, μυρωδιάς, νοστιμιάς, σιελογόνοι αδένες, γευστικοί κάλυκες εν ενεργεία, σε πλήρη άνθιση!
Τα χρόνια όμως περάσαν κι αλλάξαν οι καιροί, τα πάντα αλλάξαν. Και το ρωμαλέο παντοπωλείο σκέφτηκε ότι η θέση του ήταν τόσο καλή, η πελατεία του τόσο ένθερμη, ότι ήταν τόση η νοστιμιά κι η ομορφιά του που έπρεπε οπωσδήποτε να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί για την ακρίβεια. Και ποιος μπορούσε να του το αρνηθεί αυτό; Όλα προχωρούν, τα πάντα πορεύονται στη ζωή είτε προς τα μπρος είτε προς τα πίσω. Άλλωστε και η πόλη άλλαζε, προχωρούσε προς κάτι κοσμικότερο, αν μη τι άλλο. Το παντοπωλείο λοιπόν σκέφθηκε ότι η τόση επιτυχία του, που βέβαια οφειλόταν στην πολυετή δουλειά που είχε στη πλάτη του, δικαιολογούσε ένα κάποιο άλμα στην πορεία του. Εξέλιξη ή οπισθοχώρηση, είχε κάποτε ακούσει να λέει ένας επιφανής πελάτης του. Ήταν εκείνος που στεκόταν συνήθως μπροστά στα μεγάλα κιούπια με τις ελιές και τα λάδια και έλεγε ότι μόνο εδώ μέσα βρίσκει τόσο τραγανές Καλαματιανές, τόσο πλούσιο και συνάμα ελαφρύ λάδι, χρυσάφι, πραγματικό χρυσάφι. Βέβαια ο πελάτης αυτός βρισκόταν τώρα στη φυλακή, καθώς πιάστηκε να λαδώνεται με άλλον, βαρύτερο μάλλον, τρόπο, αλλά ποιος να τον κατηγορήσει, συνήθειες είναι αυτές. Άλλωστε κάθε εξέλιξη έχει και τα ρίσκα της.
Με τούτες τις σκέψεις το παντοπωλείο μας πήρε και τις αποφάσεις του. Τολμηρές αποφάσεις ήταν, μάλλον και κάτι παραπάνω. «Μια λεπτομέρεια στη νομοθεσία περί καταστημάτων απαιτεί να γίνει άλμα και όχι απλώς ένα βήμα προς τα μπρος», μου εκμυστηρεύτηκε το ίδιο το παντοπωλείο αυτοπροσώπως, με το φαρδύ, ροδαλό του πρόσωπο να ακτινοβολεί από ενθουσιασμό, από μια αλλόκοτη διέγερση. Κάποια νομικά εμπόδια δεν επέτρεπαν την άμεση αλλαγή χρήσης κι έτσι για ένα διάστημα έπρεπε να παραμείνει παντοπωλείο. Συνέλαβε λοιπόν ένα σχέδιο που συνδύαζε με δαιμονική επινοητικότητα την «πολύτιμη ομορφιά του με το νομισματικά πολύτιμο». Κάτι τέτοιο μου εκμυστηρεύτηκε σιβυλλικά, ενώ στο βάθος των μαυροματιών του διέκρινα μια λάμψη που δυσκολευόμουν να αποκωδικοποιήσω. Δεν είχε τίποτα πάντως από ελιές ούτε καν από χαβιάρι. Λίγο με τρόμαξε, πόσο όμως δεν ήξερα ακόμα. Μου φάνηκε ότι διέκρινα κάτι αφύσικο. Κάτι εντελώς ξένο με τις μέχρι τότε απλές σχέσεις και συναλλαγές μας.
Αλήθεια είναι πως για ένα διάστημα τα ξέχασα όλα αυτά, ξέχασα το παντοπωλείο μας και τις ομορφιές του, πολύ περισσότερο ξέχασα την παράξενη ματιά του. Πράγματα συνέβησαν, η ζωή μου άλλαξε άρδην, και μάλιστα πολύ περισσότερο από το περιβάλλον γύρω μου. Για να γίνω κάπως πιο συγκεκριμένη: η πορεία μου ήταν αντιστρόφως ανάλογη προς την ανοδική πορεία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Βρέθηκα, βλέπετε, στον πάτο ενός πηγαδιού που ούτε καν υποπτευόμουν ότι υπήρχε στην αυλή μου· ή μάλλον, η αλήθεια είναι πως γνώριζα την ύπαρξή του, αλλά πάντα πίστευα ότι ήταν εκεί για να με ξεδιψάει και να ποτίζει τα άνθη του κήπου μας. Τώρα όμως διαπίστωνα ότι, όπως τα περισσότερα στη ζωή, έτσι και αυτό είχε φύση διττή: ήταν εκεί και για να με καταπίνει στα σκοτάδια του. Αλλά αυτό – ησυχάστε! – είναι μια άλλη ιστορία που δεν θα μας απασχολήσει σήμερα.
Οι βόλτες και τα ψώνια μου περιορίστηκαν, δεν υπήρχε και η διάθεση. Μια μέρα όμως είχε τέτοια λιακάδα, ξύπνησα τόσο χαρούμενη, ανεξήγητα κιόλας κι ίσως γι’ αυτό η χαρά μου είχε μεγαλύτερη αξία, που αποφάσισα να πάρω τους δρόμους, να πάω στα παλιά μου λημέρια. Να δω γωνιές και πρόσωπα γνωστά και αγαπημένα. Ήταν μια μέρα σήμερα που όλα έμοιαζαν αληθινά· ακόμα και η σκόνη που μαζευόταν στο κράσπεδο, πάνω στα αυτοκίνητα ήταν αυθεντική και επομένως πολύτιμη. Κάτι σαν να έλεγε πως έπρεπε να το δω αλλιώς. Και τελικά αυτό θα συνέβαινε.
Κατέβηκα από το λεωφορείο στην Όθωνος – παράξενος δρόμος αυτός, ένα κομμάτι σχετικά ήσυχο, κάθετο ανάμεσα σε δύο πολύβουες ευθείες. Περπάτησα, τα βήματά μου μ’ έφεραν στην περίοπτη εκείνη γωνία του οικείου παντοπωλείου. Ανυπομονούσα. Αλλά όσο πλησίαζα κάτι γινόταν, κάτι δεν γινόταν, κάτι απλωνόταν, κάτι μαζευόταν, μια μυρωδιά ξεχυνόταν, μια άλλη απουσίαζε. Ανατρίχιασα· γιατί ήταν αυτό το τελευταίο, ήταν η απουσία περισσότερο που βάραινε τώρα, ένα σκοτάδι θα ΄λεγες συγκεντρωνόταν σαν μαύρη σφιγγοφωλιά που δονούσε με βόμβο υπόκωφο τον πυρήνα της υπέρλαμπρης μέρας. Μάλωσα τον εαυτό μου, Τι ‘σαι ‘συ πια, του είπα, γιατί κάνεις έτσι, όλα γύρω σου είναι όμορφα! Μάλιστα, η πόλη ομορφαίνει, γίνεται πιο πλούσια, προφανές είναι, τι θέλεις πια γκρινιάρα, κακομαθημένη; Ακούστε, μην με παρεξηγείτε, πάνε πολλά χρόνια από τότε, η πόλη μας και εμείς ήμασταν σε άλλη σελίδα. Και αλλού βρεθήκαμε…
Νουθετημένη, που λέτε, έκανα και τα τελευταία βήματα και στάθηκα μπροστά στη βιτρίνα του παντοπωλείου. Πλούσια, πάντα πλούσια όπως πάντα. Αυτό δεν έχει αλλάξει, δεν θ’ αλλάξει ποτέ, σκέφτηκα. Τα χοιρομέρια, τα κεφάλια του τυριού – όλα εδώ! Πιο εντυπωσιακά, πιο λαμπερά παρά ποτέ. Καλώς τηνε κι ας άργησε! Άντε ντε, κουνήσου, μπες μέσα! με πρόσταξε το αγαπημένο μου παντοπωλείο. Το φαρδύ, ροδαλό του πρόσωπο με κοίταξε αστράφτοντας, ω πόσο άστραφτε τώρα! Έκανα ένα βήμα πίσω. Θα πίστευε κανείς ότι θαμπώθηκα από τη λάμψη· γιατί, σας λέω, ήταν περίλαμπρο! Αυτό όμως που με χτύπησε κατακούτελα έμοιαζε περισσότερο με σκοτάδι. Το χέρι μου κουνήθηκε, ψηλάφισε για να βρει τα δάκτυλα του μπαμπά. Εκεί όμως που θα ήταν το δικό του χέρι υπήρχε κάτι σαν βαθύς, σκιερός διάδρομος. Μια απουσία από χρόνια.
Κοίταξα μπροστά μου, συγκεντρώθηκα. Τι είναι αυτό που βλέπω; Δύσκολο να καταλάβω. Κι αυτό όχι επειδή δεν εστίαζα, όχι επειδή η πόλη είχε αλλάξει, όχι επειδή εγώ ήμουν ακόμα αλλού. Αλλά επειδή αυτό που έβλεπα ήταν ο σουρεαλισμός στην πράξη. Στη θέση της κορδέλας πάνω στα χοιρομέρια μια σειρά βαρύτιμα βραχιόλια με σμαράγδια κυλούσαν στολίζοντας τη ροδαλή σάρκα του. Το κεφάλι του τυριού, στεφανωμένο με μια διαμαντένια τιάρα, μου έκλεινε ένα μάτι που γυάλιζε. Πάνω σε ένα κιούπι με ρέγκες στραφτάλιζε ένα κολιέ από ρουμπίνια. Χρυσοποίκιλτοι αμφορείς έκλειναν μέσα τους χρυσό, πυκνόρευστο θυμαρίσιο μέλι. Μια αίσθηση πραγματικής πολυτέλειας και λάμψης, τώρα πια όμως όχι από τα χαντρωτά μπρικ που κάποτε έσκαγαν σαν λιλιπούτιες και ιδιότροπα γευστικές οβίδες μες στο στόμα.
Κοίταξα τους πάγκους, τις προθήκες, έψαξα να βρω το παντοπωλείο που ήξερα, κινήθηκα προς τον πάγκο με τις ανατολίτικες λιχουδιές. Μπρος στα μάτια μου αχνή η μαμά άπλωνε το χέρι για να πάρει το πακετάκι με τον παστουρμά. Η εικόνα έσβησε αστραπιαία καθώς μια πανύψηλη κοπέλα με πλησίασε ισορροπώντας θαυμαστά πάνω σε δεκάποντες απάτητες γόβες και με ρώτησε μελιστάλακτα πώς μπορούσε να με εξυπηρετήσει· το χαμόγελο δεν έφτασε στα μάτια της. Πού είναι ο γλυκός κυρ Ηλίας που θα μου δώσει όπως πάντα μια δυο λεπτές φέτες ζαμπόν, ο κυρ Ηλίας που ξέρει πόσο μου αρέσει και δεν μπορώ να περιμένω ώσπου να γυρίσουμε σπίτι; Αχ τι γίνεται, πήραν φαίνεται πολύ στα σοβαρά τη διατήρηση των προϊόντων, πρέπει ν’ άφησαν την πόρτα κάποιου ψυγείου ορθάνοιχτη, τι παγωνιά έχει εδώ μέσα!
Τα προϊόντα. Κοίταξα πάλι γύρω μου. Τώρα πάνω στις πιατέλες με τους τσίρους και τις παστές σαρδέλες είδα ζαφείρια, ροζ μαργαριτάρια, μαύρα μαργαριτάρια μεγάλα σαν ζουμερές ελιές. Αμέθυστοι και ακουαμαρίνες καμάρωναν πάνω στους χαλβάδες, τοπάζια στο βαθύ χρώμα του κονιάκ στόλιζαν τα πράσινα αγγουράκια τουρσί και, πιάνοντας το φως, το έστελναν σαν λάμα κοφτερή ίσια πάνω στο στέρνο μου. Θ’ αφήσω την τελευταία μου πνοή εδώ μέσα, ένιωσα, από την παγωνιά ή από την αιχμηρότητα μιας άνοστης, αφιλόξενης πολυτέλειας.
Βγήκα έξω σαν κυνηγημένη. Είχα ανάγκη να κοιτάξω τον φίλο μου το παντοπωλείο καταπρόσωπο, να δω την πρόσοψή του και να ρωτήσω τι σημαίνουν όλα αυτά. Μάζεψα όλο μου το κουράγιο, λίγο μου είχε απομείνει, κι αυτό έκανα. Και ο φίλος μου μού εξήγησε: «Ευτυχάκι», μου είπε γλυκά, ίσως πιο γλυκά απ’ ότι θα ήταν φυσιολογικό, «ο κόσμος αλλάζει, τα ξέρεις αυτά. Μην είσαι απροσάρμοστη, πρέπει να μάθεις να ελίσσεσαι για να πας μπροστά. Η ποιότητα της ζωής στη χώρα μας, στην όμορφη πρωτεύουσα ανεβαίνει ιλιγγιωδώς. Πώς θα μπορούσα εγώ να παραμείνω ένα μπακάλικο, έστω ένα delicatessen, και να πουλάω ρέγκες και σαρδέλες, άντε και σολομό; Υπήρχαν βέβαια κάποιοι σκόπελοι, άλλα όπως βλέπεις τα κατάφερα να τους υπερπηδήσω συνδυάζοντας το παραδοσιακό, το οικείο και χρήσιμο με τη λάμψη και την πολυτέλεια κάτι νέου».
Είχα συνηθίσει η ανάσα του να αναδύει μια ελαφριά μυρωδιά καλού κόκκινου κρασιού, ίσως κάποτε και σκόρδου ή φρέσκου κρεμμυδιού. Να όμως που τώρα ο φίλος μου ανέδυε λες μια άχνα χειρουργείου, ίχνος ανθρώπινου χνώτου.
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Ο κόσμος αλλάζει, πρέπει να προσαρμοζόμαστε, τα είπαμε αυτά, μη γινόμαστε κουραστικοί.
Κι όποιος νομίζει ότι η ιστορία αυτή είναι παραμύθι, όποιος πίστεψε ότι έγινα ακραιφνής σουρεαλίστρια, ή ότι κάτι παράξενο μου έδωσαν εκεί μέσα, κάνει λάθος. Το παντοπωλείο αυτό υπήρξε και το κατώφλι του περνούσα συχνά στα παιδικά μου χρόνια. Και η μετατροπή του έγινε όπως σας τη διηγούμαι. Με βαρύτιμα κοσμήματα πάνω στα χοιρομέρια, στα κεφαλοτύρια και στα βαρέλια με τις ρέγκες. Κι όποιος θέλει ας με πιστέψει, γιατί εγώ αλήθεια λέω. Και κυρίως, όποιος θυμηθεί, ας μου το πει παρακαλώ· γιατί αυτόν ψάχνω. Χρόνια ψάχνω τον άνθρωπο που θα θυμηθεί την πραγματική ιστορία τούτης της πόλης με την τερατώδη αμνησιακή εξέλιξη που σε αυτήν παρέσυρε και τους ανθρώπους της.
Έφη μου, εξαιρετικό κείμενο… εξαιρετική γραφή!
Και δεν το περίμενα αλλά έχουμε αντίστοιχες αναμνήσεις… συναρπαστικό! Η θλίψη, η μελαγχολία για τα χρόνια που πέρασαν και τη ζωή που άλλαξε με τόσο απότομο και καθόλου ευχάριστο τρόπο διέπει όχι μόνο το κείμενό σου, αλλά και τη δική μου ψυχή…
Ευχαριστώ γιατί χάρη στη δική σου γραφή ξαναβίωσα στιγμές…
ευχαριστώ, Λένη μου! για τα καλά λόγια. για τις σκέψεις, τα συναισθήματα που μοιράζεσαι. νιώθω ευγνώμων που σε άγγιξε.
Συγχαρητήρια…πόσο παραστατικό….