Απόψε ο ύπνος θα έρθει όπως στα παραμύθια. Θα είναι βαθυγάλαζος σαν τη γη από το διάστημα, κεντημένος με ασημοκλωστή, σαν τον ιστό της μαύρης αράχνης σε χιόνι απάτητο. Θα την πάρει πάνω στα σκεπάσματα που θα ‘ναι πουπουλένια απόψε και θα ευωδιάζουν σανδαλόξυλο και κανέλα, όπως ο μπουφές του παλιού πέτρινου σπιτιού που χάθηκε για το τίποτα.
Γιατί είναι φορές που το τίποτα κυριεύει τα πάντα σαν δηλητηριώδης κισσός· αλλά όχι απόψε.
Δεν θα υπάρχει ρεβίθι να την ενοχλεί κάτω από τα στρώματα σ’ αυτό το παραμύθι, γιατί δεν θα χρειάζεται να αποδείξει σε κανέναν ότι είναι αυτή που είναι.
Απόψε δεν θ’ ανέβει την κάθετη κλίμακα των στρωμάτων της ζωής, για να χαθεί, να σκαλώσει ακανθώδης και θολή πίσω από το πλέγμα του τρόμου, ανάμεσά τους.
Γιατί απόψε τα δαιμόνια, που νύχτα καραδοκούν, την έχουν ήδη βαρεθεί, και έχουν μεγαλύτερους στόχους. Φρουμάζοντας θα σκαρφαλώσουν στα ψηλά αετώματα όπου από τα βάθη του χρόνου ανήκαν, και από εκεί, ακίνητα, με τα ακονισμένα νύχια τους ποντισμένα βαθιά στο παγωμένο μάρμαρο, αλυσοδεμένα εκεί, θα ελέγχουν τα πάντα – εκτός από τα όνειρά της.
Γιατί τώρα το πεδίο άνοιξε και γι’ αυτά και μπορούν να βλέπουν μακριά. Και από μακριά όλα φαίνονται μεγαλειώδη και άθικτα και έχουν περισσότερο ενδιαφέρον για δαιμόνια σαν κι αυτά, που μέχρι απόψε κατασπάρασσαν τα δικά της τα μικρά τα όνειρα.
Και από απόψε θα προστατεύουν τον αρχαίο τούτο τόπο και θα ξορκίζουν το κακό, όπως ήταν η αρχική τους αποστολή.
Και εκείνη, εκείνη θα διαλέξει την παρέα της με μεγαλύτερη προσοχή απόψε. Αλλά, ελπίζει, όχι με μεγάλη σύνεση.
(Αντί προσευχής).