Πες χρώματα δες χρώματα
Λες κόκκινο. Τόνος στην πρώτη συλλαβή, ορμάει πάνω σου, η ένταση διαρκής, καρφί πάνω σε ακατάσχετη αιμορραγία. Ύστερα σκέφτεσαι επαναστάσεις για να τη σταματήσεις. Ύστερα βάφεις τα χείλια σου, φτιάχνεις ένα στεφάνι από παπαρούνες και απομακρύνεσαι αργά στο ηλιοβασίλεμα.
Λες μπλε. Το φωνήεν ανοίγεται, μακραίνει, φεύγει μαζί σου – γιατί είναι μόνο του και θέλει συντροφιά. Διπλή εκούσια απαγωγή. Τώρα οι δυο σας πατινάρετε σε απέραντη νερένια επιφάνεια, γλιστράτε μακριά, για να χωθείτε τελικά σε ένα δωμάτιο με αστροκεντημένο θόλο, για να ξαπλώσετε από κάτω του και αυτόν ν’ αγναντεύετε συντροφιά στους αιώνες των αιώνων.
Λες γαλάζιο. Εντάξει, υπέρλαμπρος ουρανός – ciel, ουφ με τα γαλλικά σου – καλοκαιρινές θάλασσες, αρσενικά μωρά και σπανιότατα διαμάντια. Πιο ενδιαφέρον όταν πολύ βαθαίνει – όπως τα πάντα άλλωστε, έτσι και αυτό – και γίνεται κοβάλτιο. Εκεί τα πράγματα άρδην αλλάζουν, φεύγεις από το ξενέρωμα και πέφτεις σε σκληρά μα τόσο φωτεινά μέταλλα.
Λες ροζ. Μπα, ναι, αρέσει. Είναι ξεκούραστο, δεν λέω, μα δεν το προτιμώ. Όμως, θα το παραδεχτώ, στη γκαρνταρόμπα της φύσης βγαίνει μεγαλείο. Είναι και η σαμπάνια που με το ροζ της κάνει το πιο αριστοκρατικό μεθύσι. Άρα, πώς να το παραλείψεις;
Αν όμως
Πεις ροδί. Αυτό μάλιστα. Χρώμα με προσωπικότητα, σαφές άλλωστε, αφού τονίζεται στη λήγουσα και ανοίγει πλούτο αυθεντικό, με τόσα στρόγγυλα, λεία και λαμπερά υποσύνολα, αυτόνομους μικροσκοπικούς καρπούς μες στη λεπτή, φυτική κρούστα της χώρας λιλιπούτ.
Λες άσπρο. Ο τόνος στο πρώτο γράμμα είναι χάσιμο, κι εσύ εκτοξεύεσαι στο υπερπέραν, σε ουρανούς με σύννεφα μπαμπακωτά, τρυπώνεις σε πτυχές αναστατωμένων σεντονιών. Πίνεις γάλα για ηρεμιστικό, μοιράζεις άσπρα τριαντάφυλλα σε παιδιά με κάτασπρα μαλλιά.
ή
Λες λευκό. Εδώ ο τόνος στη λήγουσα κάνει τη διαφορά. Λευκό: άκου το, σε βγάζει στο διηνεκές, κι ας μοστράρει για χρώμα του καλοκαιριού. Σ’ αυτό τελειώνουν όλα.
Λες μαύρο. Το προφέρεις σαν να ρωτάς, δεν μπορεί να μην ακούς τον ερωτηματικό τονισμό του. Η απάντηση πάντως που παίρνεις είναι κατηγορηματικά οριστική˙ ως τότε όμως κανέναν δεν πειράζει, και στυλιστικά πάει σχεδόν σε όλους.
Λες καφέ. Εξάπαντος η πρωινή ευωδιά κάθε ανυπέρθετης ημέρας. Υγρός κορμός σε δάσος βαθύ με χώμα εύφορο που αυτό θες να σε σκεπάσει, εκεί να γίνεις σπόρος, κάτω από τις πλούσιες φυλλωσιές. Οι πιο ενδιαφέρουσες αποχρώσεις. Ταμπά, καμιλό, σε ντύνουν ζεστά χρώματα, διακριτικά κι εθιστικές μυρωδιές. Ανεπεξέργαστη ζάχαρη στην κούπα σου, τετράγωνες καραμέλες βουτύρου με την αγελάδα στο περιτύλιγμα, και το μικρό Ευτυχάκι βαστάει στην τσέπη του γλυκιά ευτυχία. Είναι κι αυτό το πατατί… et patati et patata, μπαχαχαχα, τι φλυαρία τα γαλλικά σου πάλι! Χειμωνιάτικο χρώμα, σαφώς. Ο καστανάς στη γωνιά μαχαιρωμένα τα ξεροψήνει. Λυώνει η μπίτερ στο στόμα των χαρντ κορ της σοκολάτας.
Κεραμιδί. Τρισύλλαβο και οξύτονο, ο τόνος η υπογραφή του. Από τα ωραιότερα ενδιάμεσα. Χρώμα που θερμαίνει χώρους ψυχρούς – λόγω οικονομικής ή συναισθηματικής στενότητας. Ορεινά παραδοσιακά χωριά κι η θέα από ψηλά.
Λες κίτρινο. Έχει μια κακία, μοιάζει να δέχεσαι επίθεση από την πρώτη κιόλας συλλαβή. Ύστερα κάνεις μεταβολή 180 μοιρών και ψάχνεις εκείνο το λιβάδι με τις χρυσαφιές μαργαρίτες που είδες κάποτε περνώντας σαν βολίδα με το αυτοκίνητο. Επέστρεψες τότε μα δεν το βρήκες. Έτσι ίσως η σφοδρή επιθυμία καταγράφηκε σαν πικρή αποτυχία. Συμβαίνουν αυτά.
Λες πράσινο. Να το λιβάδι τελικά, στο χρώμα όμως της χρυσόμυγας. Εκεί κουτρουβαλάς κι αφήνεσαι ανάμεσα στις τρυφερές λεπίδες. Κάνεις παρέα με μια χελώνα αιωνόβια. Σαν στον παράδεισο.
Λες βυσσινί. Ο τόνος στην λήγουσα, αποφασιστικά τελειωτικός σαν πλανήτης με βαθύχρωμα λουλούδια που γέρνουν τα πέταλά τους και σε κλείνουν βαθιά μες στον πυρήνα τους. Πίσω από τα κλειστά σου βλέφαρα, κόντρα στον κάθετο ήλιο.
Λες μπορντώ. Έχει κάτι το βαρύ, είναι βλέπεις η λήγουσα, είναι και το μεγάλο Ο. Κάποιες αποχρώσεις του καλύπτονται από το προαναφερθέν. Όταν γίνεται κρασί καμιά φορά ξιδιάζει. Και τότε κάνει μια χαρά για τη σαλάτα.
Λες μωβ. Το στόμα στρογγυλεύει, είναι σαν να μιλάς γαλλικά, ουφ, πάλι αυτά, με τα χειλάκια της νεαρής Μπεμπέ εδώ, κι αχνίζει η ανάσα, κι εσύ τυλίγεσαι στους αραιούς ατμούς και μοιάζεις με κείνη την κάμπια στο μανιτάρι της Αλίκης. Κι ένα κομμάτι από τους ατμούς βαριέται την κατσαρότητά του και ισιώνει και γίνεται χαλί που πάνω του, Αλίκη μου, σαλπάρεις.
Λες πορτοκαλί. Εικόνα σαφώς στρογγυλή, χρώμα αυξομειούμενων αποχρώσεων, σχεδόν πάντα ζουμερό. Αναπνέει από τους ανοιχτούς του πόρους σκορπώντας ευωδιές ανοιξιάτικες.
Λες καροτί. Τι, δεν λες; Εγώ πάντως βλέπω ένα κοριτσάκι που τα μαλλιά του φωτίζουν το δωμάτιο. Πόσο την ζήλευα τότε, έλεγα «όταν ασπρίσουν τα μαλλιά μου τέτοιο χρώμα θα τα βάψω». Είναι και αντιοξειδωτικό, κάνει δε μια πολύ νόστιμη σούπα που, με λίγο τριμμένο τζίντζερ και μια πρέζα σαφράν, γίνεται έξοχα πικάν. Enter Μπαγκς Μπάνι! Πάντα τον γούσταρες αυτόν, κι ας ήταν εξυπνάκιας, χαμογελούσες όταν τον άκουγες να τραγανίζει με τα μπροστινά τα δοντάκια του, ο θρίαμβος του άοπλου απέναντι στον χοντροκέφαλο τον Έλμερ με την καραμπίνα του. Μεγάλη ανακούφιση το χρώμα αυτό, που νόμιζες πως τίποτα δεν θα σου θυμίσει.
Λες γκρι. Ψυχρό σαν το φεγγάρι, ετερόφωτο, σκέφτεσαι, ποιος να’ ναι ο χαρακτήρας του; Και ξαφνικά, η ανατροπή! Ο νους πάει στη Luna σου και μπαίνουν και άλλα χρώματα, εξόχως παλ, πάνω σε τρυφερά πατουσάκια, βλέπεις κάτι ροδαλό, κι ένα απογευματινό σύννεφο σας κοιμίζει πάνω του και τις δυο.
Λες κρεμ. Αδειάζεις το μικρό κατσαρολάκι, κι ύστερα σέρνεις στα τοιχώματα το δάχτυλο, μαζεύεις και γλείφεις˙ κρέμα αραβοσίτου. Η κουζίνα ευωδιάζει κάτι λείο κι από χρόνια ξεχασμένο. Βλέπεις και μπεζ, απόχρωση που προτιμάται από κάποιες κομψές, μα διόλου τολμηρές κυρίες. Είναι κι η χειμωνιάτικη επιδερμίδα, διάφανη σχεδόν σε κάποιες γυναίκες, πολύ φίνες. Καμιά φορά χρυσίζει κιόλας, και τότε σε πάει τελείως αλλού, τελείως όμως, και δεν το θες.
Λες χρυσαφί. Άντε, ν’ ασχοληθούμε και μ’ αυτό το χρώμα, το πλουμιστό. Πλούτος, σαφώς, τι άλλο να πεις; Πολύ αρέσει σε πολλούς, ας το παραδεχτούμε. Είναι και οι ανατολές και τα ηλιοβασιλέματα, πώς όχι. Κι οι γιρλάντες.
Λες ασημί. Κι άλλες γιρλάντες. Είναι το γκρι που έβαλε τα γιορτινά του.
Και λέγε λέγε χρώματα, να που άναψαν όλα τα λαμπιόνια. Και φθάσαν τα Χριστούγεννα!