Χαμηλότατο, έρπεις σχεδόν καταγής, ενοχλητικό έως και βλαβερό ζιζάνιο, φυτρώνεις παντού, ραδίκι μου σεμνό και ανεπιτήδευτο. Το πατάς και ενοχή καμία. Βλέπεις, φυτρώνεις από μόνο σου, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια από τον κυρίαρχο της γης άνθρωπο, και φυτρώνεις παντού, σε χωράφια χέρσα και σε σκουπιδότοπους, σε αλάνες και δίπλα στα βρόμικα, αστικά ρείθρα κι ανάμεσα στις ράγες του τραμ. Ακυβέρνητο κατά πως λεν. Άνθος χρώματος κίτρινου, μηδενικής σαγήνης, εσχάτως άχαρο, κατώτατος, αδικημένος από τη φύση, συγγενής – οπτικά τουλάχιστον – της τρισχαριτωμένης, αν και άγριας, και γι’ αυτό ακόμα πιο γοητευτικής, μαργαρίτας και του μεγαλειώδους ηλίανθου. Ουδεμία σύγκριση, τι να πεις; Ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει εσένανε, καλέ; Τι κι ας σε λένε δανδελίων, για τα οδοντωτά τα φύλλα σου, δόντια λιονταριού, τάχα μου, εις την γαλλικήν. Ποιον πας να πείσεις, βρε καψερό; Όλη σου τη ζωή απαρατήρητο περνάς. Το πολύ μερικές χορταρούδες να σου μπήξουν το μαχαίρι και να σε ξεριζώσουν, για να καταλήξεις με λαδολέμονο σε χοντροκομμένο πιάτο ταβερνείου, να μασουλιέσαι από, κατά τα άλλα, σαρκοφάγα δόντια, και να καταπίνεσαι από μάλλον απλοϊκούς, απαίδευτους σε λεπτές γεύσεις ουρανίσκους (η αλήθεια να λέγεται).
Και φευ! Έρχεται το γήρας. Και όπως όλοι, έτσι κι εσύ, ξεσποριάζεις. Τι να περιμένει κανείς από την ταπεινότητά σου, ραδίκι μου καλό; Ρυτίδες, ξεραΐλα, μουντίλα εις την νιοστή, από ένα φυτό που ποτέ όμορφο δεν υπήρξε. Πόσο μάλλον στις εσχατιές του βίου του.
Ε, λοιπόν, όχι!
Η φύση εδώ ξεπερνάει τον εαυτό της. Γιατί να που εσύ, παιδί μου, δανδελίων μου, έχεις τελικά τα δόντια μιας λιονταρίσιας οντότητας. Στην όψιμη ωριμότητά σου ροκανίζεις το χρόνο και φτιάχνεις μια δεύτερη ζωή. Μα ναι! Πανέμορφη φουντίτσα, πουπουλένιο πομ-πομ, και ποιος δεν θα σε ζήλευε τώρα, έτσι όπως απλώνεις τα λεπτεπίλεπτα, αραχνένια φτεράκια σου, σφαιρικά, προς όλες τις κατευθύνσεις.
Και σαν να μην έφθανε αυτό. Πολύτεκνο ζιζάνιο, κάθε φτωχό σου λουλουδάκι πέντε χιλιάδες σπόρους θα δώσει ετησίως. Εδώ, στην πολυτεκνία σου και βέβαια στις οργιώδεις συνουσίες που προηγήθηκαν, της γης οι περιφρονημένοι παίρνουν την εκδίκησή τους. Εμπρός, πλέμπα των ερημότοπων, γονιμοποιηθείτε, πολλαπλασιασθείτε και κατακυριεύσατε την γη! Κανείς δεν αμφιβάλλει πια ότι υπερτερείτε, κατά πολύ, των νωθρών ευγενών του είδους. Κάτι ευαίσθητα στην περηφάνια τους ρόδα, κάτι διστακτικοί υάκινθοι, κάτι κρίνα, ζουμπούλια και τουλίπες, με τους βολβούς τους όλο το χειμώνα προφυλαγμένους μες στο χώμα. Άσε πια τις ορχιδέες, ποιος τις λογαριάζει αυτές τις μυγιάγγιχτες καλλονές, που μόνο σε λιακωτά μπορούν να ευδοκιμήσουν;
Ατακτούλικο, τι επιβεβαίωση, επιτέλους, της δημοκρατίας της φύσης, τι αποθέωση του αφανούς!Σεξ μέχρι τελικής πτώσης και γεννητούρια άνευ προηγουμένου˚ ούτε τα κουνέλια δεν σου βγαίνουν.
Και όμως, ο θρίαμβος δεν έχει έρθει ακόμα!Υπομονή. Αυτός, ναι, πιστέψτε το, έρχεται μετά θάνατον. Το αρχείο απολιθωμάτων στην Ευρώπη μας πάει τους σπόρους σου ως πίσω στην εποχή των παγετώνων και την μεσοπαγετωνική εποχή. Μίλησε κανείς για επιβίωση του ισχυρότερου;
Και, καθώς το μικροσκοπικό σου παρασόλι μετεωρίζεται με το πιο ελαφρό αεράκι, εσύ ταξιδεύεις και ταξιδεύεις εσαεί και λικνίζεσαι όλο χάρη πάνω από αγρούς και ουρανούς, πάνω από πολύ πιο εφήμερες υπάρξεις. Αποδεικνύοντας, καλό μου, ότι δεν είναι μόνο η γη κυκλική, αλλά και η ζωή.
Αποδεικνύοντας περίτρανα και θαυμαστά ότι θάνατος δεν υπάρχει.
Θανάτω θάνατον πατήσας, ρεεεε.