Το σπίτι σιωπηλό διαπλέει τη νύχτα.
Κυλάει στα νερά της μνήμης σπρωγμένο από τη βαθιά βουή των δέντρων. Κορμοί, κλαδιά κι ένας ψίθυρος μες στα βογγητά τους. Ακούς; σου λέει. Βλέπεις, εδώ ήμουν πάντα. Φινιστρίνια κατάφωτα κατρακυλούν μες στους ίσκιους.
Σε βρίσκω ορθό, τα μαύρα μαλλιά ιριδίζουν ανάμεσα στα φύκια. Φυσεκλίκια η ζωή ζωσμένη στο στέρνο σου εκρήγνυται και με ματώνει, στο νου σου παραμύθια πυροβολούν τα χθόνια χρόνια της απουσίας σου.
Πλησιάζεις, ένα καντηλάκι στη θέση της καρδιάς. Να με ζεστάνει θέλει, παρηγοριά να μου δώσει∙ κατακαίγομαι.
Στοργικά μου δείχνεις. Κοιτάζω γύρω, το δέντρο βλέπω∙ τρυπάει τον ουρανό, το αιώνιο σκοτάδι του μικρές, απανωτές πληγές. Το αίμα ξεχύνεται, λαμπρός γαλαξίας.
Θυμάσαι που με ρωτούσες τι ’ναι τ’ αστέρια; μου λες.
Οι φυλλωσιές τον ουρανό χρωματίζουν∙ εδώ όλα τα πράσινα. Τρυφερά βλαστάρια πάνω του τρεμουλιάζουν εύθυμα. Για δες! μου λες. Για μένα προσπαθείς. Πλάι τους ώριμα φύλλα αφήνονται να πέσουν στη γη. Λίπασμα, μου λες. Εξηγείς.
Κάτι ανασηκώνει τη γη. Κάτι γερά τη σκάβει. Τρομάζω. Μπορώ, μαζί σου, να δω τις ρίζες βαθιά, πολύ βαθιά να προχωρούν. Τροφή, όλα τροφή, εξηγείς.
Το μυστικό πάντα ήξερες, τώρα ζωντανό πλάι στον νεκρό, καθαρά το βλέπεις.
Το σπίτι βουερό, ψιθυριστό, σκιερό, κατάφωτο, πλέει στα νερά της μνήμης μέσα στη ζωή.