Αδυναμία
γίγαντα μιας φασολιάς
που σε ουρανούς ορθώνεται
δυνατότερη παρά ποτέ
«Ανθρωπινό κρέας μου μυρίζει», γρυλλίζεις.
Σπασμωδικά
με έξοδο που σβήνει
η σήραγγα του στόματός σου
δονείται.
Τι λαίμαργα κολάτσισες!
Τα θύματά σου
παραταγμένα τακτικά, όπως αρμόζει.
Την όρεξή σου άνοιξαν, τρανό τσιμπούσι ετοιμάζεις.
Σερβίτσια στραφταλίζουν
στον προβολέα της σαρωτικής ματιάς σου.
Σε μια γωνιά του τραπεζιού
μαζί με τον μικρό Αρθούρο και τον δάσκαλο των δαιμονίων του
κι εγώ ζαρώνω.
Ο φόβος πρήζεται και
τρεμουλιάζει στη φλέβα τη σφαγίτιδα.
Ξέρω ακριβώς πού πέφτει
και πώς το αίμα ρέει από εκεί.
Άλλωστε
Καιρός είναι που κοιτάζω
Αν μου πετάξεις κάνα κόκαλο
Πίφερο, αφού καλά το πιπιλήσω,
θα το κάνω.
Κι ύστερα, με μελωδίες μαύρων αγγέλων
Θα μοιραστώ μαζί σου μυστικό και γεύμα.