Κατάλευκο το λινό τραπεζομάντηλο, λείο και κολλαριστό σαν λίμνη παγωμένη του βορρά, τα δαμασκηνά του σχέδια γαλακτώδεις κρύσταλλοι κάτω από την επιφάνεια, εκρήγνυται σχεδόν ζεματιστό στη μέση της σαλοτραπεζαρίας μου σε χρώματα, ευωδιές, γεύσεις. Η γαλοπούλα, που μόλις ξεφουρνίστηκε χρυσαφένια, ξεχειλίζει πεντανόστιμη γέμιση, νά το τό κέρας της Αμάλθειας, πολύτιμη συνταγή που περνάει από γενιά σε γενιά. Στις πιο φίνες πορσελάνες της μητέρας μου, αχνιστή κολοκυθόσουπα με κομματάκια τζίντζερ και ρικότα, πίτες πολλών ειδών παραταγμένες ανάμεσα στα τυριά και στα αλλαντικά, βοδινό ψητό με σάλτσα πορτοκάλι σβησμένη με κρασί μαδέρα. Ξηρά βερίκοκα και δαμάσκηνα, που από το προηγούμενο βράδυ μουλιάζουν μέσα σε ζεστό κοτόζουμο έχουν ανακτήσει τη φρέσκια όψη τους και τώρα καμαρώνουν μέσα σε γαβάθες, τροφαντά και ακόμα νοστιμότερα απ’ ό,τι στη φυσική τους κατάσταση. Σπασμένα ρόδια σκορπίζουν ματωμένα την αφθονία τους παντού. Κάστανα, καρύδια, σταφίδες. Και κρασιά, πολλά κρασιά, Clos Vougeot 1846, ναι, από τότε.
Στο σπίτι μου απόψε, παραμονή Χριστουγέννων, μια σύναξη μαγισσών και μάγων. Επικεφαλής στην κουζίνα μου ποια άλλη από την Μπαμπέτ, τη μεγαλύτερη μαγειρική ιδιοφυΐα που, με την άδεια της πνευματικής της μητέρας Κάρεν Μπλίξεν, μας ευφραίνει με την Πανδαισία της. Vive Babette ζητωκραυγάζει το σπίτι, δεινή μαγείρισσα, ατρόμητη pétroleuse της Κομμούνας, πνεύμα τρυφηλό και άγριο, πνεύμα της εποχής και όλων των εποχών, που αποζητά να ξεπεράσει τα όριά του.
Έξω οι δρόμοι, οι γειτονιές, οι οδικές αρτηρίες μια ενδιαφέρουσα αντίθεση. Ερημία, μελαγχολία και, για κάποιους παράξενους, γαλήνη. 15αύγουστος παραμονής Χριστουγέννων. Κάτι αξιοθρήνητοι στολισμοί, φωτάκια που αναβοσβήνουν σαν μάτι ξεμωραμένου γέροντα που μισοκλείνει πρόστυχα, καθώς κρέμονται χάρχαλα από τα μπαλκόνια και τους μπέντζαμιν, στολισμοί με το στανιό, μάταιες αν και γενναίες προσπάθειες κάποιων που δεν λένε να το βάλουν κάτω με τις παραδόσεις.
Η δική μου παράδοση άλλου είδους γιορτή από τούτη που στήσαμε δεν μπορούσε να φανταστεί για φέτος. Κάποιοι παλιοί αγαπημένοι, μορφές με ίσκιο μεγαλύτερο από τον δικό μας, μαζευτήκανε για να ζωντανέψουν το σπιτικό μου, να φέρουν πίσω τις γιορτές με τις ομορφιές και τις δυσκολίες τους. Ελάτε κι εσείς στο τραπέζι μας κι ύστερα, χορτασμένοι απολαμβάνοντας το βελούδινο γλυκό και τον καφέ της Μπαμπέτ, ίσως να στοχαστούμε…
Απόψε ενορχηστρώτρια των πάντων, η Αλίκη μου. Αυτή ήταν και η πρώτη μου καλεσμένη. Δείπνο χωρίς αυτήν δεν μπορούσα να διανοηθώ. Η Αλίκη, που χρόνια στέκεται στο πλευρό μου, ποτέ δεν είχε ανάγκη τους δρόμους τους δικούς μας. Πέρασε αποφασιστική και ευάλωτη πίσω από τον καθρέφτη, στροβιλίστηκε σαν φτερωτό πετραδάκι κάτω στην κουνελότρυπα, για να βρεθεί, με την πρώτη κιόλας σκέψη μου, κοντά μου και να αναλάβει καθήκοντα βοηθού οικοδέσποινας. Για την ακρίβεια, συζητώντας με τις γάτες μας αγκαλιά μέσα από τα όνειρα που συχνά μοιραζόμαστε, εμπλούτισε και έδωσε βάθος στη λίστα καλεσμένων που είχα συντάξει.
Βέβαια απόψε θα αποφύγουμε να μιμηθούμε τον τρελό καπελά, που βούτηξε τον νυσταλέο ποντικό στην τσαγιέρα, θα προτιμήσουμε να μην αρπάξουμε τον αδρανή Μπάρτλεμπι που, όπως μας τον γνώρισε ο Μέλβιλ, κάθεται σε μια γωνιά του τραπεζιού μουρμουρίζοντας σε όποια λιχουδιά του προσφέρουμε, «Θα προτιμούσα όχι». Και μολονότι κάτι ευρύτερο εννοεί η αινιγματική αυτή μορφή, κάποιας διάστασης υπαρξιακής υποθέτουμε, εμείς δεν μπορούμε παρά να σεβαστούμε την επιθυμία του. Γιατί, παρά την απανταχού άρνησή του, αποδέχτηκε την πρόσκλησή μας και η ετικέτα απαιτεί να είμαστε ευγενείς με τους καλεσμένους μας, ακόμα και με τους πιο εκνευριστικούς. Και ούτε βέβαια έχουμε διάθεση να ταΐσουμε δαμασκηνόπιτα τον δεκαπεντάχρονο Άλεξ, που μας ήρθε σούμπιτος από τη βάναυση εφηβεία του στο Κουρδιστό Πορτοκάλι, ούτε να τον ποτίσουμε απ’ αυτά που πίνει η Αλίκη και γίνεται γιγάντια· γιατί ούτε που τολμάμε να σκεφτούμε ποια μπορεί να είναι τότε η κατάληξη της εορταστικής βραδιάς μας.
Το τραπέζι, που λέτε, δονείται παραδομένο σε όλες τις αισθήσεις. Ξέχειλα τα πιάτα φλερτάρουν μεταξύ τους, ενώ ένα κολονάτο ποτήρι Veuve Cliquot του 1860 μοιάζει να ανασύρει με τις φυσαλίδες του τη λαίδη Μακμπέθ από τη βύθιση ζοφερών οραμάτων εξουσίας. Το χοιρινό κότσι μαγνητίζει περισσότερο κάποιους αρσενικούς καλεσμένους που το βαθυκόκκινο αίμα τους κοχλάζει με τη λαχτάρα της σάρκας. Κρατώντας μια μεγάλη πιρούνα ο Χίθκλιφ ακινητοποιεί το ψαχνό και ο Ρίπλεϋ, ταλαντούχος καθώς είναι, με μια λάμψη στα μάτια που θυμίζει την αγαπημένη μου μισάνθρωπο Πατρίτσια Χ κι έναν ενθουσιασμό που δεν έχει να κάνει μόνο με γαστριμαργικές ορέξεις, αρχίζει να τεμαχίζει επιδέξια. Οι δυο τους έχουν από κοντά τον μικρό Μάιλς, που καταφέραμε να αποσπάσουμε από το αχανές Μπλάι, όπου ο Χένρι Τζέιμς τον είχε αφήσει στο Στρίψιμο της Βίδας της μάλλον επικίνδυνα βικτωριανής γκουβερνάντας και της αμφιλεγόμενης φροντίδας της, για να τον φέρουμε στο συνηθισμένο τούτο διαμέρισμα. Κρίμα το αγοράκι, σκεφτήκαμε ταυτόχρονα με την Αλίκη, πρέπει να απομακρυνθεί από τον απομονωμένο τόπο πριν του συμβεί το κακό. Γιατί πού ξέρεις, ίσως δεν είναι αναπόφευκτο. Ο Μάιλς είναι αναμφίβολα αλλόκοτο παιδάκι, και πώς να μην είναι, όμως με την κατάλληλη συντροφιά και το σωστό περιβάλλον ίσως καταφέρει να αντιστρέψει τη μοίρα του, να στρίψει διαφορετικά εκείνη τη βίδα. Βέβαια για την ώρα φαίνεται να απολαμβάνει την αμέριστη προσοχή που του χαρίζουν οι δύο αυτοί αλητάμπουρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μήπως το ’χει η κούτρα του; αναρωτιέμαι. Το πιάτο του τώρα είναι γεμάτο και οι σκέψεις του γεμίζουν επίσης και μετατοπίζονται προς πιο ενεργητικές θαρρώ επιλογές ακούγοντας τα ψιθυρίσματα των βίαιων ομοτράπεζών του.
Η αλήθεια είναι ότι η Αλίκη και εγώ, εγώ και η Αλίκη, εμείς οι δύο που εξ απαλών ονύχων πορευόμαστε, είχαμε κάτι άλλο, πιο μεγάλο σαν να λέμε, κατά νου όταν οργανώναμε το τραπέζι αυτό. Θα δείξει.
Οι καλεσμένοι μου απόψε ιδανικοί. Ούτε σάλιο, ούτε αχνός δεν βγαίνει από το στόμα τους, τα χέρια τους δεν ιδρώνουν, δεν λερώνονται – παρά μόνο όσο καταφέρνει να τα λερώσει η δεινότητα του συγγραφέα και η δική μου δύναμη της φαντασίας – και αυτός είναι ίσως ο λόγος που επιτρέπεται να συνωστιστούν στην περιορισμένη αλλά, όπως τους παλιούς καλούς καιρούς, δοξασμένη οικογενειακή σαλοτραπεζαρία μου. Βέβαια στην ουσία άλλος είναι ο λόγος, εδώ έχουμε απλώς την αφορμή.
Και, καθώς η Πολυάννα σερβίρει κολοκυθόσουπα στη Χάιντι και, τρώγοντας μεγάλες κουταλιές της χρυσαφένιας κρέμας, ψιλοκουβεντιάζουν οι δυο τους για την ορφάνια και τα μαθήματα ζωής που αυτή παραδίδει, ο κύριος Αρκάντιν, πνευματικό παιδί του μεγάλου Όρσον, κοιτάζει τα κορίτσια σαν ξερολούκουμα και ο Θεός – αλλά κι ο αναγνώστης – ξέρει τι σκέφτεται, εκτός βέβαια από το προφανές. Με ύφος που δεν σηκώνει αντίρρηση μιλάει για την αμνησία του και για το πώς, παρά ταύτα, κατάφερε όχι μόνο να επανασυγκροτήσει τη ζωή του, αλλά και να γίνει μεγάλος και τρανός επιχειρηματίας με πύργο και τα σχετικά, τα μεγαλειώδη και κρυφά που συνήθως συνοδεύουν τρανταχτές επιτυχίες. «Έχετε γίνει βαρετές, ξενέρωτες! Αρκετά με τις θεωρίες περί αγάπης και ανθρωπιάς. Νέα κορίτσια είστε, γκόμενες, δεν είστε προσκοπάκια! Δεν προχωράει έτσι ο κόσμος, άντε κουνηθείτε λιγάκι!» τις κατακεραυνώνει ο Αρκάντιν σε μια γλώσσα που καθόλου δεν ταιριάζει στο στάτους του ‒ αυτά όμως κάνει το κρασί. Και ποιος θα του καταλογίσει άδικο; Ακόμα ένας πλέον ακατάλληλος συνομιλητής ορφανών στο τραπέζι μου. Αλλά αυτά έχει η ζωή.
Εγώ πάντως – αν μου επιτραπεί μια στάλα αυτοαναφορικότητας – σε αυτές τις ακραίες διαφορές βρίσκω μεγάλη ομορφιά. Αλλιώς, όλα είναι πλήξη, σκέτη πλήξη.
Τώρα, για να επιβεβαιωθώ λες, βλέπω με την άκρη του ματιού μου τη λαίδη Μακμπέθ να τυλίγει ένα στρογγυλό ψωμάκι και ένα αχλάδι στη λινή πετσέτα της, κι ύστερα να πλησιάζει τον Μάιλς που τώρα έχει μείνει μόνος του στο τραπέζι. Η συντροφιά του τον απελευθέρωσε προς ώρας. Ο Ρίπλεϋ, αρχιερέας της διαφυγής της τελευταίας στιγμής, έχει προσεγγίσει τον Μπάρτλεμπι και του λέει εμπιστευτικά αλλά γεμάτος πάθος, «Μα τι θέλεις επιτέλους από τη ζωή, βρε παιδί μου; Άκου, τα παίρνεις όλα πολύ στα σοβαρά, άρπαξε τον ταύρο απ’ τα κέρατα. Και φάε κάτι, φάε σου λέω, αγόρι μου Μπάρτλεμπι, θα ψοφήσεις απ’ την πείνα!» Στο μεταξύ ο Χίθκλιφ βγαίνει έξω στο μπαλκόνι με την απέλπιδα ελπίδα να μυρίσει τους ρεικώνες του Γιόρκσαϊρ. Ή ίσως, πλησιάζοντας την τζαμόπορτα, να άκουσε τον απεγνωσμένο χτύπο της Κάθριν που βροντάει ζητώντας να μπει μέσα. Αντίρρηση καμία, χίλιοι καλοί, και άλλοι τόσοι, κι ας είναι κακοί ( ; ), χωράνε.
Η λαίδη που ‒ το ξέρετε ‒ μόλις έχει χάσει ένα παιδί, κάθεται δίπλα στον Μάιλς και, με μια κίνηση άφατης τρυφερότητας, ανοίγει την πετσέτα της. Της φάνηκε ίσως ότι το παιδί δεν έφαγε καλά. Αφήνει το ψωμάκι στο πιάτο του και, αφού το κόβει στα δύο, το βουτυρώνει με επιμέλεια, το βούτυρο να απλωθεί ομοιόμορφα και στην τελευταία γωνίτσα. Το αγόρι μασουλάει
ανόρεχτα, κοίτα όμως που είναι ευχαριστημένο. Σίγουρα δεν είναι το φαγητό που του λείπει, και βέβαια τη λαίδη δεν θα την χάσει από κοντά του. Και όταν βλέπει τα χέρια της, τα χέρια εκείνα που ματοβάφτηκαν από το κομμένο λαρύγγι του Ντάνκαν, να καθαρίζουν αργά, τελετουργικά το αχλάδι για να του το ταΐσει μπουκιά μπουκιά στο στόμα – όλα τα παιδιά πρέπει να τρώνε φρούτο μετά το φαγητό – νομίζω πως κάτι σαν δάκρυ λαμπύρισε στα μάτια του ορφανού. Όλη την υπόλοιπη βραδιά την περνούν μαζί.
Ο μύθος λέει πως τα Χριστούγεννα γεννήθηκε ένα παιδί. Στο δείπνο τούτο μας αρκεί τελικά – στην Αλίκη και σε μένα – ένα παιδί να βρει μια μητέρα. Ας είναι κι η σκοτεινή λαίδη. «Υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα», λέει ο δικός μας γλυκός γαλαζοαίματος της ντρόγκας. Έχουμε εδώ μια συνάντηση συντονισμένη με την εποχή που ζούμε. Που ίσως το μόνο που θα τη σώσει είναι μια απλή κίνηση στοργής, ένα βουτυρωμένο ψωμάκι, το μαχαίρι που καθαρίζει ένα ώριμο αχλάδι.
Ένα σούσουρο στο μπαλκόνι και ο Χίθκλιφ κάνει μεταβολή, μπαίνει μέσα και στέκεται πλάι στο πιάνο. Στο λεπτό, με ενεργητικότητα θαυμαστή για το χαρακτήρα του, ο Μπάρτλεμπι, μασουλώντας τώρα ένα μπούτι γαλοπούλας, παίρνει τη θέση του στο κλαβιέ. Και τότε η Άγια Νύχτα, όπως ποτέ δεν την έχω ακούσει, αντηχεί σ’ ολόκληρο το σπίτι. Ο Χίθκλιφ, με στόμα ακόμα ματωμένο από το φιλί της Κάθριν και με φωνή του αγγέλου βαρυτόνου Νικ Κέιβ, ψάλλει την Άγια Νύχτα όπως πρέπει να ψάλλεται, και μας ανεβάζει στα ουράνια, εκεί όπου μια νύχτα σαν κι αυτή ευχόμαστε για πάντα να βρεθούμε. Είναι ίσως επειδή τραγουδάει στην Κάθριν. Ίσως όμως τραγουδάει σε μας, σ’ όλους εμάς που, μοναχοί ή σε συντροφιές μικρές των εννέα όπως ετούτη, φοβισμένοι και πονεμένοι, άρρωστοι, αναρρώσαντες, πενθούντες τους ασυνόδευτους νεκρούς μας, ή σε ομάδες άκλαυτων νεκρών, και άλλοι πάλι ζωντανοί, ζωντανοί και ευγνώμονες για τη ζωή που μέρα με την ημέρα μάς χαρίζεται, μιαν Άγια Νύχτα έχουμε τώρα ανάγκη περισσότερο παρά ποτέ.
Και τότε ένας πανανθρώπινος λυγμός επιτέλους ξεσπάει «Μ’ ένα στόμα, μια φωνή, ναι, με μια φωνή…» σαν ευλογία στη θέση της οργής και της σιωπής. Και τα χέρια ορφανών και φονιάδων, καταθλιπτικών και ένθερμων απλώνονται άυλα κι όμως αγγίζονται, ζεσταίνονται, δένονται μεταξύ του με βάθος φόβου και πάθους.