«Ψηλά, πάνω από το σπίτι που αντίκριζε τους λόφους Τζάρβις, πέρα μακριά, ορθωνόταν ένας πύργος για να κτίζουν φωλιές τα πουλιά της μέρας κι οι κουκουβάγιες να στροβιλίζονται γύρω του τις νύχτες. Από το χωριό, το φως στο παράθυρο του πύργου, πίσω από το τζάμι, έμοιαζε να λάμπει σαν πυγολαμπίδα. Η κάμαρη όμως κάτω από τις φωλιές των σπουργιτιών σπάνια ήταν φωτισμένη. Αράχνες ύφαιναν τους ιστούς τους στο βρόμικο ταβάνι. Είκοσι μίλια μακριά αγνάντευε, στης κομητείας τους λόφους και τα λαγκάδια, κι οι γωνιές της βαστούσαν τα μυστικά τους εκεί, σε σημάδια από χηλές κάτω από τη σκόνη.
…
»Το σπίτι άλλαζε κατά τη διάθεσή του κι η πρασιά γινόταν θάλασσα, ακτή, ουρανός, ό,τι επιθυμούσε. Όταν η πρασιά γινόταν μίλια λυπημένου νερού κι εκείνος αρμένιζε σ’ ένα τσακισμένο άνθος πάνω στα κύματα, ο κηπουρός έβγαινε από την καλύβα του κοντά στο νησί των θάμνων, έπαιρνε κι αυτός ένα μίσχο κι αρμένιζε. Οι δυο μαζί καβαλίκευαν τη σκούπα του κήπου και πετούσαν όπου τραβούσε του παιδιού η καρδιά. Εκείνος ήξερε όλα τα παραμύθια από τις απαρχές του κόσμου».
Εσύ, καθισμένος στο γραφείο σου, στο Βoathouse με θέα τη θάλασσα του Λαγκχάρν και, εγώ στην άκρη της δικής μου θάλασσας, στο σπίτι μου μπροστά, σε ένα προάστιο με τοπωνύμιο ηχοποίητο˚ Φφφφφλοίσβοςςςςς καθώς μου ψιθυρίζει το νερό που πηγαινοέρχεται στην ακτή, ακούω τη δική σου φωνή, Nτύλαν Μαρλαί Τόμας, να μου εξηγεί, να μου αποκαλύπτει πως το όνομά σου στη γλώσσα των προγόνων σου, στα ουαλικά, σημαίνει γιος της θάλασσας, γεννημένος από τον ωκεανό. Στον κοινό αυτόν τόπο που θελήσαμε να βρεθούμε – όπως στα παραμύθια σου – μέσα από τα μουρμουρίσματα της θάλασσας, μού εξηγείς γιατί οι παρηχήσεις, οι συνηχήσεις, οι ομοιοφωνίες, οι λεκτικοί ακροβατισμοί, η έντονη εικονοποιία.
Μου λες: «Είμαστε όλοι μεταφορές του ήχου του σχήματος, του σχήματος του ήχου˚ κι αν μάς σπάσεις παίρνουμε άλλο σχήμα».
Από μικρό παιδί ακόμα, μου λες, Ντύλαν, η οικογένειά σου σε έβαζε να τους διηγείσαι ιστορίες. Και εσύ, περήφανος, χαϊδεμένος από μια οικογένεια γυναικοκρατούμενη, αντλούσες από τα παραμύθια, από τους θρύλους του τόπου σου, από τη Βίβλο και τον Σαίξπηρ, αλλάζοντας όμως, αντιστρέφοντας τα πάντα, μεταστοιχειώνοντας την πραγματικότητα στα δικά σου προσωπικά οράματα, προκαλώντας με τα νοητικά σου παράδοξα και, μέσω ανίερων συχνά, και σκοτεινών εικόνων, με όχημα μια γλώσσα αλλόκοτη και κρυπτική, με αντιστροφές, και ηθελημένες ασυνταξίες, δημιουργούσες ιστορίες υπνωτιστικής δύναμης που λειτουργούσαν σαν ξόρκια.
Εγώ όμως θέλω να μάθω, έχω ένα σωρό ερωτήματα ακόμα για σένα. Τολμώ άραγε να σε ρωτήσω;
Πώς έγινε εσύ, μικρό παιδί, να γράψεις τέτοια ποίηση; Πού βρήκες την τόλμη – αφού οι ιστορίες αυτές πρωτοδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα του σχολείου σου στο Σουάνσι. Από ποια βάθη του εαυτού σου, της συλλογικής μνήμης,ανέσυρες τις βέβηλες αυτές αφηγήσεις; Εικόνες άφατης ομορφιάς μέσα από την ασχήμια ενός κόσμου που εσύ τόσο καθαρά έβλεπες. Πώς μετουσίωσες με τέτοια δεξιοτεχνία, με τόση παραξενιά, το πένθος της εφηβείας, την οργή για την υποκρισία των ενηλίκων, με πόση τόλμη συνειδητοποίησες την αλήθεια; Πώς συνδύασες έτσι μεταξύ τους τις λέξεις, πώς επινόησες τόσο προσωπικά σύμβολα,για να πετύχεις αυτή τη γητειά;
Φθάνει η μελέτη του Μπλαίηκ, φθάνει η Βίβλος; (που τόσο καλά γνωρίζεις αφού στην οικογένεια υπάρχει κληρικός, αν και ποτέ δεν τη μελέτησες); Φθάνει να ξέρεις τον Σαίξπηρ σου; Φθάνει που κρατάει η γενιά σου από τους βάρδους, για να δώσει τέτοια ικανότητα στη μελωδική φωνή σου (με εκείνο τον ανεπαίσθητο ουαλικό τονισμό, αν και ποτέ δεν διδάχτηκες τη γλώσσα των προγόνων σου); Έκανες άραγε κι εσύ λίστες, όπως εκείνοι, όπως οι βάρδοι του μεσαίωνα, με συνώνυμα, ήσουν από τόσο νωρίς αφοσιωμένος, ήταν τόσο αμείλικτα το αυτί σου εκπαιδευμένο στους ήχους, στη χροιά των λέξεων;
Πόσα χαρτιά έσκισες, πόσα ουίσκι ήπιες, πόσο πληγώθηκες, πόσο πλήγωσες, πόσο νωρίς έγινε αυτό το τραύμα, για να φθάσεις να βλέπεις τόσο καθαρά τον άνθρωπο και τα πάθη του; Πώς μπόρεσες, εσύ μικρό αγόρι ακόμα, να νιώσεις το «ανοίκειο», να ταυτιστείς, σε μια πραγματικότητα βάθους, με τον ζητιάνο, τον τρελό, τον φονιά, τον ηλίθιο, τον ακόλαστο, τον ιερέα μιας θρησκείας σκοτεινής, και με κορίτσια που, πρόθυμα κι εκστατικά, την υπηρετούν, με μάγισσες;
Τολμώ άραγε να σε ρωτήσω γιατί «ερωτεύτηκες τις λέξεις», όπως εσύ ο ίδιος λες; Τολμώ να σε ρωτήσω – δεν μπορώ να το αποφύγω – πλησίαζε ο έρωτας αυτός τον άλλον, τον σαρκικό; Που δεν σ’ άφησε ποτέ ήσυχο; Πλησίαζε, Ντύλαν, ο έρωτάς σου ο πνευματικός αυτόν του υλικού κόσμου; Δινόσουν με την ίδια μανία στις γυναίκες, στις τόσες γυναίκες που μαζί τους πήγες στη σύντομη ζωή σου; Τολμώ να σε ρωτήσω –έπρεπε να πυρποληθείς, έπρεπε η παραφορά σου να σε ζώσει απ’ όλες τις πλευρές, για να προκύψει η ποίηση αυτή; Θα ήσουν καλύτερος, θα ωρίμαζες σε έναν πιο αισθαντικό ποιητή – γίνεται αυτό; – αν σ’ όλη σου τη ζωή δεν ακροβατούσες σε τεντωμένο σκοινί;
Εσύ, γιος καλλιεργημένου δασκάλου και μιας μητέρας στοργικής, πώς έγινε και γύρισες την πλάτη, γιατί παράτησες το σχολείο, τις ακαδημαϊκές σπουδές; Αλλά όχι, αυτό μάλλον δεν χρειάζεται να σ’ το ρωτήσω. Βαριόσουν. Φυσικά. Σε βλέπω, μπόμπιρας με ξανθά μπουκλάκια, πραγματικό χερουβείμ, κάτι κρατάς στο χέρι σου και το περιεργάζεσαι, ένα φυλλαράκι ίσως˚ οι στίχοι όπου το φυσικό και το υπερφυσικό συναντιόνται, ήδη ετοιμάζονται. «Βλέπεις» ήδη τη μυστικιστική πραγματικότητα του σύμπαντος μέσα σε αυτό το φυλλαράκι, στις αλλαγές των αποχρώσεων, στα νεύρα που το διατρέχουν, στις ίνες που το αποτελούν. Βλέπεις τη φύση στη θρησκευτική, στην ένθεη διάστασή της, βλέπεις την ένωση του ανθρώπου με το όλον.
Κι έπειτα, να’ σαι μερικά χρόνια αργότερα – ένα παιδάκι αδύνατο γύρω στα δέκα, οι ώμοι σου λίγο σκυφτοί, εξουθενωμένος είσαι από το τρέξιμο, λαχανιάζεις˚ μόλις τερμάτισες σε κάποιον σχολικό αγώνα. Κάποιος σε στηρίζει με το χέρι του, του φάνηκε ίσως ότι θα καταρρεύσεις. Έκανε λάθος στο χρόνο, χρειάστηκαν κάπου τρεις δεκαετίες ακόμα.
Και ήταν Νοέμβριος του 1953, στη Νέα Υόρκη, όπου είχες πάει για μια σειρά αναγνώσεων˚ εκεί, ανάμεσα στα ποτά και στους περιστασιακούς έρωτες, πέφτεις σε κώμα στο ξενοδοχείο Τσέλσι, όπου έμενες.
Στο μεταξύ όμως αγαπήθηκες και αγάπησες, κι έγραψες ποίηση όπως κανείς. Ήσουν άραγε άγγελος ή δαίμονας;
«Έχω μέσα μου ένα κτήνος, έναν άγγελο και έναν τρελό», σ’ ακούω να μου λες, με αυτόν τον «πληγωμένο ψίθυρο», όπως εσύ τον ονομάζεις, «και η έρευνά μου έχει να κάνει με τον τρόπο που λειτουργούν, και το πρόβλημά μου είναι η υποταγή και ο θρίαμβός τους, η ανατροπή και η εξέγερσή τους, και η προσπάθειά μου αφορά την αυτό-έκφρασή τους».
Ναι, έτσι είναι, Ντύλαν Μαρλαί Τόμας, μ’ έβαλες στη θέση μου. Αυτό που έχει σημασία στην ποίηση, στη μεγάλη ποίηση, είναι η διερεύνηση του ανεξήγητου. Δεν θέλουμε το «εκτεθειμένο πιρουνισμένο ζώο», όπως λέει ο δάσκαλος σου στον βασιλιά Ληρ – δεν τεμαχίζουμε χειρουργικά την ποίηση, ούτε βέβαια τον ποιητή.
Εκείνος, ο ποιητής, μας μιλά για αυτό που μας διαφεύγει, γι’ αυτό που μας φοβίζει, που όμως μας βρίσκει κατευθείαν στην καρδιά˚ γιατί μιλά για κάτι δικό μας που, μέχρι να το δούμε γραμμένο στο χαρτί, ήταν για μας αφανές, ασαφές, στην καλύτερη. Μας μιλά για το σπάνιο, για «αυγά γεννημένα από τίγρεις», μου θυμίζεις. Η μεγάλη ποίηση είναι μια πράξη λατρείας στη δύναμη και τη δόξα λέξεων και εικόνων. Και η δική σου ποίηση, με μια τολμηρή βουτιά στο πηγάδι του ασυνείδητου, προσφέροντάς μας αγιογραφίες οδύνης, μοναξιάς και εγκατάλειψης, μας φέρνει αντιμέτωπους με τον ανθρώπινο σπαραγμό, με το ανεκπλήρωτο, με το άπιαστο μέσα μας και στον κόσμο που μας περιβάλλει.
Και αφού έχεις στήσει ένα σαγηνευτικό σκηνικό μιας φύσης θαλερής, μας ενώνεις με το αέναο σύμπαν, κι ύστερα, Ντύλαν Μαρλαί Τόμας, μας αφήνεις μόνους με όλα αυτά. Κι είναι γι’ αυτό που σ’ έχουμε τόσο αγαπήσει.
υ.γ. Η “συνομιλία” μου με τον Ντύλαν Μαρλαί Τόμας μεταδόθηκε από το Τρίτο πρόγραμμα στις 17 Ιουνίου, του Αγίου Πνεύματος (πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;) στην εκπομπή της Αφροδίτης Κοσμά, “Carte Postale: Ένας μεταφραστής εξομολογείται”.