Βαθιά στο δάσος
βαθιά στο δάσος κυνηγοί και αγωγιάτες,
πραματευτές του νου
κυνηγούν, σκοτώνουν
κι ύστερα εύθυμα
τα σφάγια τους διαλαλούν.
αμέσως ντύθηκες εσύ
κόκκινου ουσάρου φορεσιά
και το γουνάκι στο λαιμό
γιατί το δάσος είναι υγρό
κλωσμένο νήμα
κουβάρι αιμάτινο γάντζωσε
το φτερό του φασιανού
στο χώμα
κι εσύ καρδιά
κλεισμένη στης συνήθειας
το σκληρό κουτί,
με τα κουβάρια
όλων των χρωμάτων,
μαζί του σπαρταράς
τρέμεις μην είσαι εσύ αυτή που τώρα θα πετάξει.
Μικρές
Αυτό το γεφύρι, της είπε, να περάσεις
Κι αντίπερα σε περιμένει όχθη φιλόξενη
Ήμουν μικρή όταν ξεκίνησα
Και της το είπα, Μη μ’ αφήνεις
Εκείνη όμως έστριψε στη γωνιά
Τα δάκρυά μου πώς να την συγκινήσουν;
Είχε δικά της ποτάμια να διασχίσει
Και δικά της δάκρυα
Πιο ανταριασμένα, σίγουρα
Κι έτσι ορφανές κι οι δύο μείναμε
Και μικρές.
Οιωνός
Δες την ουρά του παγωνιού.
Πολύχρωμη
κόβει τον ουρανό στα δύο
πάνω από το μαύρο λόφο
όπου τα πόδια σου πατούν λεπίδες
χορταριού αιμάσσουσες
Δες την αιχμή της φτερίσιας άκρης.
Με υπομονή λίμνη βαθιά
σκάβει
για σένα,
τη διάφανη απ’ τον καιρό
Άλλο
μην αργοπορείς.
Υπέργεια λίμνη αρυτίδωτη σε
περιμένει
Χρόνια
σου γνέφει
με ένα ανεπαίσθητο
σημάδι στην άκρη της καμπύλης της.
Δες
εκεί κάτω
Ούτε η σκιά σου
δεν σ’ ακολουθεί
Κουράστηκε
εσένανε να σπρώχνει.
Ο οιωνός αυτός είναι δικός σου.