Πριν μερικές ημέρες, στις 10 Φεβρουαρίου, ο κόσμος της σκιτσογραφίας έχασε την Claire Bretécher, καινοτόμο και τολμηρή grande dame του είδους, που έφυγε στα 79 της χρόνια. Κόρη δικαστικού και μιας οικοκυράς που βγήκε αργά στην αγορά εργασίας, γεννήθηκε στη Ναντ, όπου έζησε σε ένα περιβάλλον μικροαστικού καθολικισμού. «Ήταν μια κλειστή, παιδική ηλικία, σε μια ατμόσφαιρα συντηρητική, απίστευτα πληκτική», όπως η ίδια χαρακτηρίζει. Ξεκινά να φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών, που όμως δεν την χωράει. Γρήγορα παρατάει το ασφυκτικό για εκείνην περιβάλλον κι όπου φύγει φύγει για το Παρίσι. Εκεί αρχίζει να εργάζεται σε διάφορα μικρά περιοδικά ως σκιτσογράφος, «Για να γιατρέψω την ανία μου», εξομολογείται. Ώσπου, το 1963, ο θρυλικός δημιουργός του Αστερίξ Goscinny την ξεχωρίζει και την παίρνει στην ομάδα του. Όμως, η νεαρή Κλαιρ δεν είναι ακόμα έτοιμη για τα σχέδια που της ζητά και προτιμά να φύγει. Στη διαδρομή της εντάσσεται στα περιοδικά Tin Tin και Spirou, όπου δημιουργεί τον χαρακτήρα “Gnan-Gnan”. Αργότερα εργάζεται στο Pilote, και τη δεκαετία του ’70, μαζί με τους Gotlib και Mandryka, φτιάχνουν το περιοδικό L’Echo des Savanes, το πρώτο τεύχος του οποίου τιτλοφορείται Μόνο για ενήλικες (Réservé aux adultes). Εδώ, όπως τα underground, περιοδικά της εποχής, η Μπρετεσέ γίνεται ακόμα πιο τολμηρή και δηκτική, κάτι που έκτοτε αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητάς της ως δημιουργού. Το 1973, αρχίζει η συνεργασία της με την εφημερίδα Nouvel Observateur και, το 1975-80, τολμά ένα επιχειρηματικό άλμα, βγαίνει στην ελεύθερη αγορά και εκδίδει κάποιες παλιότερες δουλειές της.
Με 30 άλμπουμ συνολικά, στην πορεία της ως δημιουργού έχει λάβει πολλά βραβεία, ανάμεσα στα οποία το μεγάλο βραβείο Αγκουλέμ στο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς.
Από το 2006 τα περισσότερα έργα της επανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Dargaud.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Γάλλοι παίρνουν πολύ στα σοβαρά την ένατη τέχνη, αυτή της σκιτσογραφίας, του bande dessinée, όπου έχουν μια ισχυρή παράδοση.
Η εποχή που ξεκινά την καριέρα της η Μπρετεσέ είναι μια εποχή μεγάλων ανατροπών, όπως όλοι γνωρίζουμε, μιας αναταραχής που παίρνει τη μορφή γιορτής για την ελευθερία έκφρασης, την αυτοδιάθεση, την ανεμπόδιστη δημιουργία. Με αποκορύφωμα τον Μάη του ’68. Τα ήθη αμφισβητούνται, η δομή της κοινωνίας σείεται εκ θεμελίων, οι γυναίκες προσπαθούν να ξεμυτίσουν από τον παραδοσιακό ρόλο, που πάντα τις στένευε και χρόνια προσπαθούσαν με ψίθυρους, υπονοούμενα και σπασμωδικές ενέργειες, μέσα στην οικογένεια, αλλά και μέσω της γραφής, των τεχνών και της επιστήμης να ανατρέψουν. Κάποιες φορές μάλιστα με τραγικές για αυτές συνέπειες.
Η Μπρετεσέ ανήκει στις πρωτοπόρους της εποχής αυτής. Πέτυχε το απίστευτο: εισέβαλλε σε ένα καθαρά ανδρικό επάγγελμα. Και μπήκε εκεί με τους δικούς της όρους, επιβάλλοντας το δικό της στυλ. Έναν τόνο αντισυμβατικό, εκκεντρικό. Άφησε το σημάδι της με ένα σκίτσο τολμηρό, που δεν έχει την παραμικρή διάθεση ωραιοποίησης, με ένα λόγο καθημερινό, πολύ κοντά στη γλώσσα του δρόμου, του ανθρώπου της καθημερινότητας και των εφήβων, διακωμωδώντας την ξύλινη γλώσσα και τα στερεότυπα. Χωρίς να περιορίζεται ούτε καν από το συννεφάκι κειμένου, με τα πλάγια γράμματα που μοιάζουν να ακολουθούν, να σχολιάζουν, να υπογραμμίζουν τα κουλουριασμένα, παραιτημένα σώματα των αντιηρώων της, που τσαντίζονται παλεύοντας με τον αέρα περιορισμένοι από τη ζωή και το σαλόνι τους, που βυθίζονται, καταπίνονται από τους καναπέδες, που ζηλεύουν και πετάνε χολή, που ερωτεύονται και κάνουν γκάφες. Είναι άνθρωποι καθημερινοί που προσπαθούν να βγάλουν την ημέρα γκρινιάζοντας ακατάπαυστα και χωρίς ιδιαίτερο λόγο – τελικά όμως με λόγο πολύ ιδιαίτερο.
Στο τμήμα των ερώτων δεν θα ξεχάσω τη μικρή της ιστορία για ένα ζευγάρι στο πρώτο τους ραντεβού σε ένα καλό εστιατόριο. Εκείνη παραγγέλνει μακαρονάδα. Και λέει – ανερυθρίαστα – στον συνοδό της που βέβαια φιλοδοξεί να προαχθεί σε εραστή της: «Ποτέ, όταν είναι να φλερτάρω, δεν παραγγέλνω μακαρονάδα». Γκάφα ολκής; Προετοιμασία χυλόπιτας; C’ est la vie.
Η άλλη κλαίει γιατί πάχυνε, γιατί γερνάει. Ο αγαπημένος της την παρηγορεί: «Μα εγώ σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ όπως και να ‘σαι». Και η άλλη: «Μπουχουχού. Και ποιος σου λέει ότι εμένα μ’ αρέσει να μ’ αγαπά ένας άνθρωπος που αγαπά κάποια στα δικά μου χάλια;»
Γνώστης της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, της σκατοψυχιάς ενίοτε, δημιουργεί χαρακτήρες αρχέτυπα, έχει μια ματιά που δεν διστάζει να κάνει μια κοινωνική τομή χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν. Δικαίως ο Ρολάντ Μπαρ την ονόμασε το 1976, «Ο καλύτερος κοινωνιολόγος της χρονιάς». Όμως τα μυαλά της δεν πήρανε αέρα. Γέλασε με αυτό τον χαρακτηρισμό λέγοντας, μάλλον ειρωνικά – και προς τις δύο πλευρές, «Ε, αυτά είναι ό,τι να ‘ναι». Μια γυναίκα ατρόμητη, που διαθέτει την ικανότητα της αυτοπαρατήρησης και τη γενναιότητα της αυτοέκθεσης.
Η Κλαιρ Μπρετεσέ, δυνατή και άφοβη λοιπόν, ήταν κάτι σαν… ας πούμε η φανταστική – και με τις δύο έννοιες – κολλητή της εφηβείας μου. Κάθε εβδομάδα περίμενα πώς και πώς το τεύχος του Ταχυδρόμου – τα αποκόμματα τα κρατούσα με απληστία, πρέπει να υπάρχουν ακόμα, θα ψάξω να τα βρω. Κάθε βδομάδα την έβλεπα να βάζει μπροστά τον μύλο της και να τα κάνει όλα μαντάρα – αυτή αντί για μένα. Βγάζοντας με έτσι από τον κόπο – και το ρίσκο˚ ένα έργο που συνήθως επωμίζεται η μεγάλη λογοτεχνία. Επιπλέον, μου εξήγησε πολλά, μου μίλησε για τις οικογένειες και τις ασυνεννοησίες της αγάπης, για τις σχέσεις και την ασχετοσύνη των δύο φύλων, για τις κοινωνικές τάξεις και τις ενέδρες που στήνουν μεταξύ τους. Μου έδειξε τις δυσκολίες των άλλων που τρώγονται και αυτοί με τα ρούχα τους, με απενοχοποίησε για τις παραξενιές και τις σκοτεινιές μιας εφηβείας, μιας περιόδου καθολικά προβληματικής και μοναχικής – πόσο μάλλον αν είσαι το μοναχοπαίδι μιας μικρής οικογένειας και πας σε ένα μεγάλο σχολείο, που επιπλέον δεν είναι στη γειτονιά σου. Αλλά, προς θεού, ποτέ με διάθεση διδακτική, ούτε καν καθησυχαστική.
Γελώντας με την ανυπόφορη και αξιαγάπητη Αγριπίνα της, που περνάει «την περίοδο της χρυσαλίδας», κατάλαβα ότι δεν είχα μόνο εγώ ανασφάλειες για το σώμα μου που άλλαζε, για τις συχνά σουβλερές σχέσεις μου με τις φιλενάδες. Και, βεβαίως, μου έδωσε το δικαίωμα να ερωτεύομαι κεραυνοβόλα, χωρίς το αντικείμενο της λατρείας μου να το έχει καν υποψιαστεί, να καταρρακώνομαι κοιτώντας στον καθρέφτη ένα παχάκι, ένα μπιμπικάκι, να αυτογελοιοποιούμαι, να ζηλεύω τους ερωτευμένους, να συγκρούομαι μετωπικά με τη μάνα μου, να πεισματώνω με τον μπαμπά μου. Να αγανακτώ με τα πάντα και τους πάντες. Κι ύστερα, να βάζω τα καλά μου και να βγαίνω ενθουσιασμένη και αλοσούσουμη για ραντεβού.
Στους Ανικανοποίητους (Les Frustrés), όπως και στη σειρά Σαλάτες εποχής (Salades de saison) μου μίλησε με σαρκασμό για τον «κομφορμισμό των αντικομφορμιστών», παρατήρησε ψύχραιμα και ανελέητα τον εαυτό της και την τάξη της: τους σνομπ, τους gauche caviar, τους ψευτοδιανοούμενους, τα κακομαθημένα παιδιά των καλών οικογενειών, τους χαλβάδες, τους σκληρούς, τους σεξιστές, τους άνοστους, τους ξεροκέφαλους, τους τεμπέληδες τις φεμινίστριες, τους αναβλητικούς συζύγους, τους γονείς που τα έχουν χαμένα με τη ζωή τους και με τα υπέροχα, τρομακτικά βλαστάρια τους.. Η Μπρετεσέ δημιουργεί χαρακτήρες αρχέτυπα και σχολιάζει με πνεύμα βιτριολικό μια ανθρώπινη κατάσταση που μοιάζει να ρωτά, «Γίνεται ν’ αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας;» Οι χαρακτήρες της είναι τόσο ναρκισσιστές, που θα έλεγε κανείς ότι η ματιά της είναι μυωπική. Ίσως αυτό όμως ακριβώς να είναι και το χάρισμά της. Παρατηρεί προσεκτικά το κοντινό της περιβάλλον, την αστική τάξη, τους ακτινογραφεί. Όλοι ακούσαμε τα σκολιανά μας από το πενάκι της. Και παρόλ’ αυτά την λατρέψαμε. Γιατί πίσω από όλα αυτά, υπάρχει ένα λαμπερό πνεύμα, ένας αμείλικτος αυτοσαρκασμός. Και πώς να θυμώσεις με αυτόν που πρώτα απ’ όλα παρωδεί τον εαυτό του;
Εγώ προσωπικά, πιτσιρίκα όταν τη γνώρισα με πολλά ερωτηματικά (μερικά από τα οποία, φευ, ισχύουν ακόμα), την έβγαλα σχετικά καθαρή στην εφηβεία μου χάριν ΚΑΙ σε αυτή τη μεγάλη κυρία των κόμικς, την οποία, χωρίς δισταγμό, βάζω πλάι στους μεγάλους συγγραφείς που την εποχή εκείνη μου κρατούσαν παρέα. Η μοναδική της οξυδέρκεια, το σκανταλιάρικο χιούμορ της, μου έδωσε γενναιόδωρα το δικαίωμα να αναγνωρίσω στους άλλους τις δικές μου αντιφάσεις και έτσι να τις αποδεχτώ και σε μένα, μου επέτρεψε να ακονίσω κάποιες αιχμές μου και να απαλύνω κάποιες άλλες. Το ελεύθερο, ασυμβίβαστο πνεύμα της προσέφερε κοινωνικό έργο, η διαβολεμένη της ματιά αποδείχθηκε για μένα απελευθερωτική, ήταν κάτι σαν το ντιβάνι του ψυχαναλυτή τότε, στα άγουρα χρόνια μου. Μόνο που όλα αυτά περνούσαν με το σκληρό, κυνικό – λυτρωτικό της χιούμορ.
Πολύ μπροστά από την εποχή της, μια εποχή που συνέπεσε με την αναγέννηση των κόμικς στη χώρα της, η Κλαιρ Μπρετεσέ μόνο ξεπερασμένη δεν μοιάζει τόσα χρόνια μετά. Τα σκίτσα της στέκονται – και θα στέκονται για πολύ ακόμα, γιατί η ανθρώπινη φύση αυτή είναι – χωρίς την παραμικρή ρυτίδα, και μας βάζουν να σκεφτούμε αυτοκριτικά, να πάψουμε να παίρνουμε τόσο σοβαρά τον εαυτό μας και να χαμογελάμε˚ με ένα χαμόγελο που δεν πάει μόνο ως τ’ αυτιά, αλλά βρίσκει έναν στόχο πολύ βαθύτερο μέσα μας.
Με τη σκέψη ότι η εφηβεία είναι μια ηλικία τρομακτική, που όμως εύχεσαι να μην είχε τελειώσει˚ κι ίσως ποτέ μην τελειώνει. Αφού άλλωστε υπάρχουν πάντα τα καααλά κόμικς.