Η Elisabetta Sirani (1638 –1665) ήταν μία από τις πιο παραγωγικές ζωγράφους της εποχής του Μπαρόκ, που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού ανάμεσα στους ομοτέχνους αλλά και στο ευρύτερο κοινό. Αν και έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 27 ετών και κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, κατάφερε να ζωγραφίσει γύρω στους 200 πίνακες, 15 χαρακτικά, πληθώρα σχεδίων και τέμπλα ναών που διακρίνοντται για τη λεπτότητα των μορφών, την έντονη φωτοσκίαση, το πλούσιο χρώμα.
Γεννήθηκε στη Μπολόνια σε οικογένεια καλλιτεχνών. Ο πατέρας της Giovanni Andrea Sirani (1610-1670) ήταν ζωγράφος της Σχολής της Μπολόνια, μαθητής και βοηθός του μεγάλου Guido Reni (1575 –1642) και έμπορος τέχνης. Ο κριτικός τέχνης κόμης Carlo Cesare Malvasia (1616-1693) ήταν ο πρώτος που πρόσεξε το εξαιρετικό ταλέντο της μικρής Elisabetta, και μάλιστα την συμπεριέλαβε στο δίτομο έργο του Felsina pittrice: vite de’pittori bolognesi (Lives of the Bolognese Painters) που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1678. Στη βιογραφία της ο Μαλβάζια επαινεί την πρωτοτυπία των συνθέσεων και το στυλ της, καθώς και τον επαγγελματισμό της, φέρνοντάς την σε αντίθεση με τη Lavinia Fontana (για την οποία μιλήσαμε στο 2ο μέρος των άρθρων μας Γυναίκα και τέχνη. Στην Αναγέννηση), που προηγήθηκε στη Μπολόνια, και την οποία ο κριτικός τέχνης περιγράφει συνεσταλμένη και κλειστή.
Elisabetta Sirani. self-portrait as the allegory of painting
Ο Malvasia ήταν αυτός ο οποίος έπεισε τον πατέρα της Giovani Sirani, που ήταν μάλλον απρόθυμος να την βάλει στην αγορά της τέχνης διότι βέβαια αντιμετώπιζε με δυσπιστία τη δημιουργία μιας γυναίκας ανεξάρτητης που κερδίζει τον βίο της από την τέχνη. Ωστόσο η μικρή Elisabetta δεν αργεί να διαπρέψει και να ξεπεράσει τον δάσκαλο πατέρα της. Θεωρείται παιδί-θαύμα και σε ηλικία μόλις 17 ετών φιλοτεχνεί το πρώτο της τέμπλο.
Μάλιστα, πιστή στο προσωπικό της μότο για μια «ζωή απλή με υψηλή σκέψη», με την ταχύτατη και ακριβέστατη εργασία της, από την ηλικία των 19 ετών αναλαμβάνει να συντηρεί όλη την οικογένεια, όταν ο πατέρας της αναγκάζεται να αποσυρθεί από το εργαστήριο λόγω προβλημάτων υγείας – αρθριτικά. Αναλαμβάνει το εργαστήριο, διδάσκει στις δύο αδελφές της την τέχνη της ζωγραφικής και στη συνέχεια ανοίγουν μαζί μια σχολή που αποτελεί την πρώτη σχολή εκτός μοναστηρίου στην Ευρώπη και όπου γίνονται δεκτές αποκλειστικά γυναίκες, ανεξάρτητα από το αν είναι θυγατέρες εικαστικών ή όχι.
Head of an angel
Ανάμεσα στις μαθήτριές της είναι η Veronica Fontana, η Caterina Pepoli και η Maria Elena Panzacchi οι οποίες απέκτησαν μεγάλη φήμη στην πόλη της Μπολόνια· επίσης η Camelia Lanteri και η Lucretia Forni, που και οι δύο φιλοτεχνούσαν μεγάλους θρησκευτικούς πίνακες καθώς και η Veronica Franchi και η Lucrezia Scarfaglia, που έπαιρναν τα θέματά τους από τη μυθολογία. Τέλος μαθήτριά της ήταν η σπουδαία Ginevra Cantofoli, η οποία φήμες λένε ότι έγινε αντίζηλος της δασκάλας της αργότερα στην καριέρα τους.
Head of the Virgin
Η Elisabetta Sirani δεν αργεί να αναλάβει παραγγελίες από υψηλούς χορηγούς· καρδινάλιοι, διπλωμάτες, βασιλιάδες, πρίγκιπες, δούκες, πολιτικοί ηγέτες, έμποροι και ακαδημαϊκοί από την Μπολόνια αλλά και απ’ όλη την Ευρώπη είναι πελάτες της. Ανάμεσά τους ο Αρχιδούκας Cosimo ο III των Μεδίκων.
Κάποιοι είναι δύσπιστοι με τη δουλειά της, και δεν μπορούν να πιστέψουν ότι τα έργα της, αν και τόσο αριστοτεχνικά, ολοκληρώνονται τόσο γρήγορα. Έτσι, στις 13 Μαϊου του 1664, προκειμένου να αποδείξει την αξία της, καλεί Ευρωπαίους ομοτέχνους της αλλά και το απλό κοινό στο εργαστήριό της για να παρακολουθήσουν τη διαδικασία και τις τεχνικές της, καταπλήσσοντάς τους όταν, μέσα σε μερικές ώρες, ολοκληρώνει το έργο που έχει αναλάβει μπροστά στα μάτια τους.
Σύμφωνα με μια ανεκδοτολογική εκδοχή όταν ο Αρχιδούκας Κόζιμο ο III των Μεδίκων την επισκέπτεται στο εργαστήριο για να παρακολουθήσει καθώς εκείνη ζωγραφίζει τον θείο του πρίγκιπα Λεοπόλδο της Τοσκάνης, όχι μόνο πείθεται για τις ικανότητές της, αλλά της παραγγέλνει έναν πίνακα της Παναγίας. Και το εκπληκτικότερο: η Elisabetta Sirani εκτελεί επιτόπου την παραγγελία προκειμένου να παραδώσει στον Αρχιδούκα το έργο ήδη στεγνό πριν αυτός αποχωρήσει από το εργαστήριό της.
Elisabetta Sirani. Berenice cutting a strand of hair
Σχεδόν πάντα υπογράφει τα έργα της, προκειμένου να διαχωρίζονται από αυτά του πατέρα της, υπογραμμίζοντας έτσι την επιθυμία της για πλήρη αυτονομία και ανεξαρτησία.
Εκτός από τη ζωγραφική διαπρέπει και σε άλλους τομείς, όπως αυτόν της μουσικής, και ένας από τους λόγους είναι ότι κάποιος συγγενής της είναι μουσικός. Και, μολονότι η μουσική θεωρείται «επιβλαβής για τη σεμνότητα που οφείλει να επιδεικνύει το γυναικείο φύλο διότι αποσπά τη γυναίκα από τις κατάλληλες για αυτήν δραστηριότητες και ενασχολήσεις», η καλή φήμη της Elisabetta Sirani ποσώς επηρεάζεται από αυτή της την ενασχόληση· αντιθέτως εμπλουτίζει τα θέματα και τον τρόπο που χειρίζεται την τέχνη της.
Τα έργα της απεικονίζουν συχνά αλληγορικές σκηνές από τη Βίβλο, τη μυθολογία και τη ζωή των αγίων. Φιλοτεχνεί επίσης αρκετές εκδοχές της Παναγίας με το θείο βρέφος.
Κεντρικοί χαρακτήρες της είναι δυνατές γυναίκες τις οποίες απεικονίζει με έντονα, ζωηρά χρώματα πάνω σε σκούρο φόντο, ένα επιδέξιο chiaroscuro επηρεασμένο τόσο από τον Guido Reni, όσο και από τον Caravaggio και τον Carracci Francenso Albani. Από τον Reni, που είναι επηρεασμένος από τον Raphael, μαθαίνει την αφηγηματική οργάνωση και τον λυρισμό. Από τον πατέρα της υιοθετεί τους σκοτεινούς, πλούσιους τόνους που λαμπυρίζουν σαν κόσμημα και κυριαρχούν στην παλέτα των Ιταλών καλλιτεχνών της εποχής. Όλα αυτά όμως με το χαρακτηριστικό προσωπικό ύφος που έχει διαμορφώσει και με το οποίο έχει επιβληθεί στην αγορά εικαστικών.
Τα έργα
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα έργα της είναι η Μελπομένη, η μούσα της ελληνικής μυθολογίας που ενέπνευσε τόσους δημιουργούς θεάτρου, ποίησης, μουσικής, εικαστικών, την οποία η Elisabetta Sirani απεικονίζει χωρίς τη χαρακτηριστική της μάσκα. Αχνές αποχρώσεις τόσο στο φόντο όσο και στην ίδια τη μορφή, η οποία κάθεται στοχαστική φορώντας ένα τουρμπάνι αριστοτεχνικά δεμένο στο κεφάλι της, μπροστά από ένα τραπέζι που πάνω του έχει τα εργαλεία της τέχνης της: πένα με φτερό, μελανοδοχείο, βιβλία και η μάσκα στο χρώμα του δέρματος. Ένδυμα και φόντο γεμάτα πτυχώσεις και θαυμαστά χρώματα.
Melpomene the Muse of Tragedy.
Ακόμα ένα έργο με θρησκευτικό θέμα είναι η Μαρία Μαγδαληνή η οποία, όρθια μπρος στο άνοιγμα μιας σκοτεινής σπηλιάς η οποία όμως φωτίζεται όσο χρειάζεται για να παρουσιάσει το άδολο πρόσωπό της ανασηκωμένο, με το δεξί χέρι στο στήθος, πάνω στις πληθωρικές πτυχώσεις του ρούχου της, μοιάζει να θέλει να κρύψει την αμαρτωλή της καρδιά από τον λεπτό σταυρό και τη νεκροκεφαλή που κρατάει στο αριστερό της χέρι.
Mary Magdalene.
Η Elisabetta Sirani αφηγείται κυρίως τη ζωή των γυναικών. Όπως η Μπολονέζα ζωγράφος Lavinia Fontana που προηγήθηκε της εποχής, η Sirani εστιάζει σε δυνατές γυναίκες. Από την κλασική μυθολογία, διαλέγει τον Βιασμό της Ευρώπης, που απεικονίζει σε έναν τεράστιο καμβά κάπου ενάμιση μέτρο. Το 1664 ζωγραφίζει τη Γαλάτεια, το άγαλμα από ελεφαντόδοντο του Πυγμαλίωνα στο οποίο φύσηξε ζωή η Αφροδίτη στέλνοντας έναν ερωτιδέα να της προσφέρει ένα μαργαριτάρι.
Galatea. Elisabetta Sirani
Ένα από τα πιο θαυμαστά σενάρια της απεικονίζει την Ιουδίθ, τη μεγαλοπρεπή ηρωίδα των Απόκρυφων Ευαγγελίων, καθώς σκοτώνει τον μεθυσμένο Ασσύριο ηγέτη Ολοφέρνη αποκεφαλίζοντάς τον με το σπαθί της. Στο έργο της Sirani η Ιουδίθ φοράει ένα ολοστόλιστο τουρμπάνι και βγάζει θριαμβευτικά από ένα σακί το μακάβριο τρόπαιό της, το κομμένο κεφάλι τραβώντας το από τα μαλλιά. Τρεις μορφές κοιτάζουν τη μοιραία πράξη που φωτίζεται άπλετα, ενώ η γεμάτη αυτοπεποίθηση Ιουδίθ κοιτάζει μπροστά της αποδίδοντας ατρόμητα δικαιοσύνη. Την ωμή πράξη υπογραμμίζει μια μικρή φέτα της σελήνης που, με τις αιχμές της γυρισμένες προς τα πάνω, μοιάζει να καθρεφτίζει τη δύναμη της Αστάρτης, θεάς του πολέμου και της σεξουαλικότητας.
Tο έργο “H Ιουδίθ με το κεφάλι του Ολοφέρνη” είναι ένα θέμα που γνώρισε πολλές παραλλαγές από πολλές και πολλούς ζωγράφους την εποχή της Αναγέννησης και του Μπαρόκ. Αυτό της Sirani επουδενί δεν έχει την αγριότητα της Artemisia Gentileschi, όμως εδώ βλέπουμε την Ιουδίθ να εκτελεί μόνη της το έργο, χωρίς τη βοήθεια της υπηρέτριάς της, η οποία απλώς παρίσταται. Η εποχή έχει προχωρήσει, η γυναίκα αργά και επίπονα επίσης.
Από τη Ρωμαϊκή ιστορία, το 1664, ζωγραφίζει το έργο «Η Πόρσια τραυματίζοντας τον μηρό της», μια δραματική αφήγηση όπου μια κόρη από καλή γενιά, θυγατέρα του Κάτωνα και σύζυγος του Βρούτου, πληγώνει τον μηρό της με ένα μαχαίρι. Η μία εκδοχή θέλει την πράξη να γίνεται για να αποδείξει στον άνδρα της ότι διαθέτει τόσο τσαγανό όσο ένας άνδρας. Στη δεύτερη εκδοχή η Πόρσια μαχαιρώνεται για να του αποδείξει ότι μπορεί να κρατήσει το στόμα της κλειστό ενόσω οι συνωμότες σχεδιάζουν τη δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα (κάποιες μορφές στο βάθος μαζεμένες συζητούν). Η ελεγειακή στάση απεικονίζει τη γυμνή σάρκα της ταραγμένης συζύγου. Η Sirani την ντύνει με βαθυκόκκινα και χρυσά ρούχα, που είναι εκτός εποχής αφού συνηθίζονται πολύ αργότερα, στην Αναγέννηση, και τονίζει τα πλούσια κοσμήματα, τα μανίκια που ανεμίζουν, τα κεντίδια, το θηκάρι με τους πολύτιμους λίθους και τα πλεγμένα με μαργαριτάρια μαλλιά. Όσο για το μαχαίρι, αυτό είναι μια μικροσκοπική λάμα κρυμμένη μέσα στη σφιγμένη γροθιά της Πόρσια. Το σενάριο κάνει έναν παραλληλισμό της σιωπηλής απελπισίας των γυναικών των οποίων οι ζωές εξαρτώνται από τις «σπουδαίες πράξεις» των ανδρών. Ο πίνακας ωστόσο έχει σαφώς και φεμινιστικές ερμηνείες ορμώμενες από τη δυναμική στάση και πράξη της Πόρσια.
Portia wounding her thigh. Elisabetta Sirani
Το φως παίζει με τη σκιά στο υπόβαθρο, η Sirani φημίζεται για τις φωτοσκιάσεις της. Αποφεύγει τα αυστηρά περιγράμματα και χρησιμοποιεί μολύβι για να αραιώσει και να μαλακώσει τις γωνιές, μια μέθοδο που χρησιμοποιεί ακόμα περισσότερο στη μορφή της Μαγδαληνής με το υψηλά στραμμένο βλέμμα. Η τεχνική της: αχνό φόντο που πετυχαίνει με μικρές αλλεπάλληλες πινελιές τις οποίες περνάει από πάνω με κάποιο πανί για να τις απλώσει.
Angel of the Annunciation
Πρόσφατα ανακαλύφθηκε ένας ακόμα πίνακας της Elisabetta Sirani. Πρόκειται για τον πίνακα με τίτλο Angel of the Annunciation (O Ευαγγελισμός), ο οποίος πρέπει να συνόδευε μια εικόνα της Παρθένου και χωρίστηκε από τους ιδιοκτήτες για λόγους κληρονομικούς ή κάτι παρόμοιο.
Η σύγχρονη ιστορικός τέχνης Adelina Mοdesti αναφερόμενη όχι μόνο στην Elisabetta Sirani και στην οικογένειά της, αλλά και σε όλο το σκηνικό στο εικαστικό πεδίο της Μπολόνια, αποφαίνεται ότι ήταν ένας από τους ακμαιότερους τομείς της οικονομίας της πόλης την εποχή εκείνη. Συχνά ενδιάμεσοι μεσολαβούσαν για την παραγγελία κάποιου έργου και, στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά τον Άγγελο του Ευαγγελισμού, η παραγγελία πρέπει να προοριζόταν για να συντροφεύσει κάποιον παλιότερο πίνακα της Παρθένου Μαρίας από τη Sirani, προκειμένου να επεκτείνει το εικονογραφικό πεδίο του πελάτη. Αυτοί οι μικρότεροι πίνακες ανήκαν σε ιδιωτικές συλλογές και αποτελούν μια κατηγορία που εκπροσωπεί το μισό περίπου των έργων της ζωγράφου. Το 1663, όταν η φιλοτέχνησε τον Άγγελο, η τεχνική της έχει γίνει πιο γλυκιά, τα χρώματα μαλακώνουν, τα έργα μικραίνουν και, όπως έχει διδάξει ο Correggio (c. 1489-1534), το φως και η χρωστική ουσία ξεθωριάζει, γίνεται απαλότερη· παρατηρούμε ότι τα φτερά του Αγγέλου μόλις που διακρίνονται. Η μορφή του, η πεμπτουσία της λεπτότητας, στέκεται πάνω σε ένα αχνό καφετί φόντο, μια τονικότητα που αντηχεί ελαφρώς πιο έντονα στο ρούχο που έχει το χρώμα του μπρούντζου και στις ανταύγειες των μαλλιών. Στο πρόσωπο οι φωτοσκιάσεις μεγάλες και εμφατικές. Με ανασηκωμένο τον δείκτη και μισάνοιχτο το στόμα, το φτερωτό αυτό πλάσμα είναι μάλλον ο Αρχάγγελος Γαβριήλ που πλησιάζει την Παρθένο Μαρία, όπως υποδηλώνει ο μίσχος του κρίνου που κρατά στο αριστερό του χέρι.
Στην αυτοπροσωπογραφία της τέλος η καλλιτέχνις, δαφνοστεφανωμένη, μας κοιτάζει κατάματα, με ορθάνοιχτα μάτια. Τα ρούχα της πολυτελή, μπροστά της ο καμβάς και πίσω ένα ανδρικό γλυπτό, ο Ερμής ίσως, βιβλία και ένα μελανοδοχείο. Στο αμυδρό χαμόγελο, στο σχεδόν παιδικό βλέμμα, διακρίνουμε μια κάποια μελαγχολία. Υπάρχει η αίσθηση ότι κάτι μας ζητάει. Η καθημερινότητα της Elisabetta Sirani είναι δουλειά και πάλι δουλειά· δεν υπάρχει χώρος για τίποτα άλλο.
Autorretrato
Ο πρόωρος θάνατός της από άλλους αποδίδεται σε δηλητηρίαση, άλλους σε ερωτικό μαρασμό και άλλους πάλι σε υπερκόπωση. Κάποιες θεωρίες μάλιστα μιλούν για περιτονίτιδα που επέφερε τον θάνατο, αφού δεν έδωσαν σημασία στα συμπτώματα. Σε αυτή την τελευταία θεωρία κάποιοι ιστορικοί τέχνης ρίχνουν βαριά μομφή στον πατέρα της Giovanni Sirani ο οποίος, μη θέλοντας να χάσει την «χήνα που κλωσούσε χρυσά αυγά», περιόριζε την κόρη του στο εργαστήριο κρατώντας την μακριά από κάθε τι άλλο, αποθαρρύνοντας και απομακρύνοντας φίλους και εραστές. Ένας πατέρας που, ενώ αρχικά απέφευγε να βάλει στο «σινάφι» την εξαιρετικά προικισμένη κόρη του, όταν είδε τελικά τις ικανότητες και την αποδοχή που είχε από εξέχουσες προσωπικότητες όχι μόνο της Μπολόνια αλλά όλης της Ευρώπης, την «έζεψε» κανονικά στο μαγκανοπήγαδο της παραγωγής αριστουργημάτων. Ένας πατέρας ο οποίος, αφού η κατηγορία του κατά της υπηρέτριας της κόρης του πως την δηλητηρίασε, κατέπεσε, παραμένει ο βασικός ύποπτος για τον θάνατο της θυγατέρας του από υπερκόπωση, αμέλεια, μαρασμό, κάποιο απ’ αυτά ή όλα αυτά μαζί.
Εδώ έχουμε την περίπτωση μιας γυναίκας που, αν και ήταν ανεξάρτητη, αυτόνομη, υπερταλαντούχα, μια «Pittrice Eroina”, μια «ηρωική ζωγράφος», όπως την χαρακτηρίζει ο βιογράφος της Carlo Cesare Malvasia, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη μοίρα που είχε προδιαγράψει γι’ αυτήν ο πατέρας, οι οικογενειακές υποχρεώσεις μιας κοινωνίας που τους όρους τους θέτουν οι άνδρες. Πρόκειται για μια Πόρσια που, πληγώνεται θανάσιμα αυτοβούλως, προκειμένου να της επιτραπεί η πάση θυσία είσοδος στο ανδρικό παιχνίδι.
Η δύναμη και η αποδοχή της Elisabetta Sirani στη Μπολόνια μέσα στη δεκαετία 1655-1665 ήταν κομβική για το πέρασμα από τον Κλασικισμό – τον οποίο εκπροσωπούσε ο Guido Reni (1575-1642) – προς μια τεχνική περισσότερο Μπαρόκ, περισσότερο ανανεωτική και σαφώς περισσότερο μοντέρνα.
*στη χαρακτηριστική εικόνα ο πίνακας της Eizabetta Sirani, Virtues.