Την μέρα εκείνη απ’ τους πολλούς
τον καθρέφτη αυτόν της φέρανε
Ούτε ίχνος σκόνης πάνω του
λαμπρός
μαζί
κι εκείνη μέσα του.
Με ευδαιμονία σιγοτραγουδούσε
ανοίγοντας καλάθια με φρούτα
που την συνέχαιραν
κατακόκκινα, με γλύκα χειμωνιάτικου
απόβραδου σε ήρεμη ακροθαλασσιά,
παιδιά θαρρείς που τρέχανε τρελαμένα απ’ το παιχνίδι
σε δροσερούς οπωρώνες.
Όμως γιατί
φρούτο θεσπέσιο πίκρα
στα χείλη της αφήνει;
Ειν’ άραγε που
τόσο θυμώνει με εκείνονε τον
άλλον
τον ερμητικά κλεισμένο,
τον νωθρό,
τον άφαντο, του τρόμου εαυτό, θηρίο κουλουριασμένο
σε φωλιά στενή;
Ειν’ άραγε που
ποτέ δεν είναι αρκετό, άπληστο ον με στόμα πεινασμένο;
Ή μήπως που ο χρόνος γίνεται όλο πιο αυστηρός,
ξερακιανή δασκάλα που κρατάει το μέτρο;
Είναι που
αυτή ήμουνα πάντα
κι όμως αόρατη για σένα,
εαυτέ
μέσα στα πρόσωπα των άλλων, ορμάει φωνάζοντας αυτός.
Αυτός ο εαυτός.
Είναι που ξέρω
ότι δεν
είμαι μόνο αυτός.
Βλέπω καλά, πολλοί οι καθρέφτες
στο σπίτι εδώ.
Βαρύ,
παλιό μετάξι που, αν και
προσεκτικά τυλιγμένο,
μες σε λεπτό χαρτί,
ανοίγω, σκίζομαι,
εδώ στη σκοτεινιά μου.
Μα τότε ναι, αιφνίδια εκείνη αποφασίζει,
αξίζει να κρατήσω
τον καθρέφτη αυτό.
Είτε σκοτάδι είτε
φως
πάντα εσύ, μεταξωτέ μου εαυτέ, θα σκίζεσαι στα δυο.
Ειν’ το μετάξι γιορτινό,
απόψε ντύσου με αυτό!
Σε τούτο τον καθρέφτη!