You are currently viewing Αγάθη Γεωργιάδου: Γιώργος Δελιόπουλος, Επισκέπτης άγγελος, εκδ. Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, 2015

Αγάθη Γεωργιάδου: Γιώργος Δελιόπουλος, Επισκέπτης άγγελος, εκδ. Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, 2015

 Με αφορμή τους σεφερικούς αγγέλους…

 

Διαβάζοντας ξανά την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη για τις ανάγκες ενός Συμποσίου, η συχνότητα της χρήσης της λέξης «άγγελος» στα ποιήματά του ανακάλεσε στη σκέψη μου την ποιητική συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου Επισκέπτης Άγγελος (Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, 2015). Την είχα διαβάσει όταν εκδόθηκε το 2015 και με είχε εντυπωσιάσει ο ήπιος τόνος του ποιητή, ο αβίαστος λόγος του και η αμεσότητα της γραφής του.

Ποιος είναι, όμως, ο «Άγγελος» στην ποίηση του Δελιόπουλου και ποιους επισκέπτεται; Στο ομώνυμο, πάντως, ποίημα που ανοίγει τη συλλογή έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Αποφασίζει να κατέβει από τον ουρανό στην Αγορά (πρώτη ενότητα της συλλογής) με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, φορώντας «καθαρά φτερά», αν και γνωρίζει πως εκεί θα του φορτώνουν χρόνια και θα του κόβουν τα φτερά. Μάταια θα νοσταλγεί τα σύννεφα, αλλά δεν θα μπορεί να φύγει. Κι έτσι, επίγειος πια, θα παρακολουθεί τη ζωή μέσα στην τύρβη των ανθρώπων.

Στην πρώτη ενότητα της συλλογής κυριαρχούν δύο ρηματικά πρόσωπα, το α΄ ενικό και πληθυντικό και το β΄ πρόσωπο, μια επίμονη αναφορά σε ένα «εσύ». Ως μέρος του «εμείς», το ποιητικό υποκείμενο αγωνίζεται να περιφρουρήσει μαζί με άλλους πράγματα που δεν «ήταν σίγουρα δικά τους», λίγα φθαρτά και ασήμαντα αγαθά. Μια εναγώνια αναζήτηση ευτυχίας και αγάπης, ένα «δάνειο χαράς», που καταλήγει, όμως, σε απογοήτευση, αφού «Κάπου αλλού, όχι εδώ, / μιλούν για την αγάπη / μιλούν και αγκαλιάζονται / φιλιούνται ερωτεύονται / κάπου αλλού, όχι εδώ» («Κάπου αλλού»). Έτσι, τα φτερά του Αγγέλου λαβώνονται από «έναν κόσμο που πεθαίνει» («Προδομένος Μάης»). Με καρυωτακική ματιά στη ζωή και με τα χρόνια να τον βαραίνουν, ο «Επισκέπτης Άγγελος» ψάχνει το «πέτρινο κλειδί της χάρτινης εξώπορτας», αλλά δεν το βρίσκει. Καλυμμένος από τη «σκόνη του αύριο» δεν βλέπει παρά «εφιάλτες με φαντάσματα» («Η σκόνη του αύριο»).

Ποιος είναι, λοιπόν, τελικά ο Επισκέπτης Άγγελος; Μήπως είναι ο άφθαρτος, αγνός εαυτός μας που, έκπτωτος και έκθετος στην αγορά των ανθρώπων, φθείρεται από τα χρόνια και τις σχέσεις, μα βρίσκει κάποια στιγμή κάποιον που λέει την Αλήθεια χωρίς περιστροφές, που του αποκαλύπτει πως «ποτέ δεν ήμασταν/ εκείνο που πιστέψαμε/ ότι ο κόσμος πλάστηκε αλλιώς/ και οι σοφοί μας έμαθαν στο λάθος» («Αναξίμανδρος»); Μια συνειδητοποίηση πικρή και όμως αποκαλυπτική, γιατί ανοίγει μια θύρα ενδότερη προς τον μοναχικό εαυτό μας. Και τότε ο Λόγος (δεύτερη ενότητα) αποκτά προτεραιότητα και ο επισκέπτης Άγγελος προσπαθεί να μάθει τη γλώσσα των ανθρώπων, έστω και με πόνο («Η γλώσσα των ανθρώπων»). Έτσι γεννιέται η ποίηση και ο αγώνας με τις λέξεις. Μόνο που «τα ποιήματα δε φτιάχνονται με λέξεις / ζυμώνονται στο αίμα της ψυχής / όμως ποιο αίμα και για ποια ψυχή / να λέμε τώρα» («Ποιητική»), άρα ο ποιητής θα πρέπει να διατηρήσει την καθαρότητά του και με τις λέξεις του να κρατήσει αλώβητα και λευκά τα φτερά του, για να μη μαυρίσουν («Λόγια στο τζάκι»). Χρέος του ποιητή, τότε, είναι να λέει την αλήθεια, έστω κι αν «οι στίχοι του ξυράφια μάς πονούν/ ανοίγουν τις κλειστές πληγές» («Ένοχοι στίχοι»).

Πάντως, η ποιητική ιδιότητα μπορεί να ανοίγει κάποιες πληγές, θεραπεύει όμως άλλες, αφού μπορεί να λειτουργήσει και ως Καθρέφτης (τρίτη ενότητα) αυτογνωσίας, αποβάλλοντας τις μάσκες και αποκαλύπτοντας πως «Τελικά, δεν ήμασταν ποτέ / εκείνοι που νομίζαμε» («Ραγισμένοι καθρέφτες»). Ίσως επειδή μεγαλώνοντας όλοι συνειδητοποιούμε πως δεν υπάρχουν παραμύθια, αφού «πέτρωσαν», και πως δεν υπάρχει «μ ί α θάλασσα/ υπάρχει μόνο το εδώ ή το εκεί» («Παιδική θάλασσα») και όλα έχουν ημερομηνία λήξης.

Ο επισκέπτης Άγγελος έμαθε πολλά στη γη, γνώρισε τους άλλους από την καλή και την ανάποδη και ένιωσε πότε ως αντικείμενο του πόθου και ποτέ ως ον γερασμένο και μοναχικό, πληγωμένο κι απογοητευμένο.

Όπως οι άγγελοι του Σεφέρη μπορεί να είναι όντα αγγελικά αλλά και μαύρα, έτσι και τα ποιήματα του Δελιόπουλου, ως γόνιμος απολογισμός ζωής, δεν έχουν μόνο φως αλλά και σκοτάδι. Συνυφαίνουν την πικρή μοναξιά του ποιητή με μια στοχαστική διάθεση κι ένα ήρεμο λεκτικό τόνο, που δείχνει πως τίποτα δεν μας «επισκέπτεται» ματαίως. Όλα μπορούν να γίνουν άνθη ποιητικά.

                                  

                          

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.