Τι είναι η ποίηση; Ένα ερώτημα αδιάλειπτα διατυπωμένο μέσα στους αιώνες, μια προσπάθεια να οριστεί μία έννοια που από τη φύση της είναι ασταθής και ευμετάβολη (Jakobson, 1998: 136). Γι’ αυτό κι οι ορισμοί της είναι ρευστοί και συχνά αντιφατικοί, υποκείμενοι σε ποικίλες συνιστώσες, λογοτεχνικές και εξωλογοτεχνικές: κοινωνικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές, αισθητικές (Καψωμένος, 2005:19). Κάθε ποιητής δίνει και το δικό του ορισμό για την ποίηση. Ο Shelley τη θεωρεί «έκφραση της φαντασίας», ο Παλαμάς «το υπέρτατο λουλούδι του Λόγου», ο Borges «έκφραση του ωραίου διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους», ο Edgar Allan Poe «σκέψεις που αναπνέουν και λέξεις που καίνε», ο Βρεττάκος «μια ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλο τον κόσμο», η Δημουλά «ένα ματσάκι από λέξεις», ο Αναγνωστάκης «ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη ζω» κ.α. Τι εκφράζει η ποίηση, όμως, είναι συνάρτηση και του κυρίαρχου λογοτεχνικού ρεύματος κάθε εποχής: στον κλασικισμό εξέφρασε υψηλές, εκλεπτυσμένες αξίες, στον ρομαντισμό δυνατά συναισθήματα, στον συμβολισμό τη ρευστότητα της ζωής, στον μοντερνισμό το πνεύμα της νεωτερικότητας, στον μεταμοντερνισμό τη διάλυση του σύγχρονου κόσμου.
Κανείς ωστόσο δεν αμφισβητεί ότι η ποίηση είναι γλώσσα, λέξεις, έκφραση, επικοινωνία. Στις γλωσσοκεντρικές λογοτεχνικές θεωρίες του 20ου αιώνα, από τον Φορμαλισμό ως τη Νέα Κριτική και από τον Δομισμό ως τον Αποδομισμό, αντιμετωπίζεται ως γλωσσική τέχνη, ως ένα είδος γλώσσας που αποκλίνει από την κοινή (Ήγκλετον, 1989: 26). Κατά τον Jakobson (1998:118), από τις δύο πιο σημαντικές λειτουργίες της, την αναφορική και τη συγκινησιακή, η δεύτερη θεωρείται πλησιέστερη στην ουσία της ποίησης. Ο Σεφέρης, ακολουθώντας τον Richards, χαρακτηρίζει την ποίηση ως την «υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας» (Σεφέρης, 2003: 144). Με τη φράση αυτή η ποίηση δεν εννοείται μόνο ως «αυθόρμητο ξεχείλισμα ισχυρών αισθημάτων», όπως την ορίζει ο Άγγλος ρομαντικός ποιητής Wordsworth, αλλά και ισχυρών διανοημάτων, σκέψεων και στοχασμών. Κατά τον Βαγενά (2004:29) «η σκέψη και το συναίσθημα αποτελούν αυτό που ονομάζουμε συγκίνηση, που είναι το ένα από τα δύο υλικά της ποίησης-το άλλο είναι η γλώσσα». Στον ορισμό του Richards έχει ιδιαίτερη σημασία ο υπερθετικός βαθμός, επειδή και η πεζογραφία μπορεί να είναι συγκινησιακή, η ποίηση όμως έχει την ιδιότητα αυτή στην ύψιστη μορφή της.
Η αμφισβήτηση μάλιστα στις αρχές του περασμένου αιώνα της αισθητιστικής θεωρίας για την αυτονομία της τέχνης και η αντίληψή της ποίησης ως μέσου επικοινωνίας, οδήγησε στη μετατόπιση της έμφασης από το συγγραφέα στο κείμενο και τις γλωσσικές δομές του και άνοιξε το δρόμο προς την αντιμετώπιση του ποιήματος ως λεκτικής κατασκευής που μεταδίδει, σύμφωνα με τον Culler (2003: 101), «μια πράξη του ποιητή, μια εμπειρία του αναγνώστη, ένα γεγονός στην ιστορία της λογοτεχνίας».
Η ποίηση ως τέχνη της γλώσσας αποσκοπεί κατά τον Σεφέρη (Βαγενάς, 1979: 19, 21-26) όχι μόνο στο να πείθει όπως η ρητορική, αλλά και να συγκινεί. Γι’ αυτό και ο ποιητής συλλέγει μία μία τις λέξεις του από το περιβόλι της γλώσσας και αγωνίζεται διηνεκώς με τη σύνθεσή τους ώστε να προκαλούν μια συγκινησιακή εντύπωση και μια συγκεκριμένη διάθεση στον αναγνώστη (Compagnon, 2003: 47-50).
Όπως λέει ο Mayakovsky στο ποίημα «Συνομιλία μ’ έναν φοροεισπράκτορα περί ποιήσεως»:
Η ποίηση – είν’ ένα ταξίδι
σ’ άγνωστη χώρα.
Η ποίηση – είναι ταυτόσημη
με την παραγωγή ραδίου.
Για μια και μόνο λέξη
λιώνεις χιλιάδες τόνους
γλωσσικό μετάλλευμα.
Η λογοτεχνική γλώσσα είναι συνήθως πιο συνεκτική, πυκνή και σύνθετη, σε σχέση με την πρόζα. Ακόμα κι όταν η ποιητική γλώσσα είναι απλή και αναφορική, δεν είναι χρηστική. Πώς μπορεί όμως ο αναγνώστης να διακρίνει αν μία φράση αποκομμένη από τα συμφραζόμενα της είναι λογοτεχνία; Τι είναι αυτό που κάνει μία πρόταση στίχο, ποίημα; Ο Culler (2003: 23-36), για να απαντήσει σε αυτό, φέρνει ως παράδειγμα τη φράση:
Ανακατέψτε καλά κι αφήστε να φουσκώσει για πέντε λεπτά
Το πρώτο που σκεφτόμαστε είναι να αναζητήσουμε δυνατές ερμηνείες της μέσα σε οικείες χρήσεις της γλώσσας (Culler, 2003: 29), να εντοπίσουμε δηλαδή πού την συναντούμε. Αν δεν το ξέρουμε, σκεφτόμαστε πως το πιθανότερο είναι ότι υπηρετεί κάποιο πρακτικό σκοπό. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα φαίνεται να προέρχεται από κάποια συνταγή μαγειρικής. Αν την δούμε όμως στη μορφή στίχων (Ανακατέψτε καλά / κι αφήστε να φουσκώσει / για πέντε λεπτά), ή αν έχει τον τίτλο «Συνταγή ψυχραιμίας», τότε ενεργοποιείται η φαντασία μας και σκεφτόμαστε ότι ίσως προέρχεται από κάποιο μοντέρνο ή μεταμοντέρνο ποίημα. Και τότε αρχίζει το ταξίδι της ερμηνείας και αναρωτιόμαστε πώς λειτουργεί η συγκεκριμένη γλώσσα και τι είναι αυτό τελικά που της προσδίδει λογοτεχνικότητα. Το βέβαιο είναι πως αν αποτελεί οδηγία από συνταγή μαγειρικής, δεν προβληματιζόμαστε. Μας ξενίζει μόνο όταν καταλάβουμε ότι πρόκειται για ποίηση.
Βέβαια, όπως αναφέρει σε συνέντευξή του ο Eagleton (Εφημ. Η Αυγή, Αναγνώσεις, 28-12-08), «στην ποίηση, ο ήχος, ο τόνος, το βάρος, η ένταση, ο βηματισμός, η υφή των λέξεων είναι συστατικά στοιχεία του περιεχομένου της. Ως ένα βαθμό, αυτό είναι αλήθεια και για την καθημερινή μας ζωή: δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς τόνο, γιατί και η ίδια η απουσία τόνου συνήθως μαρτυρεί μια συγκινησιακή στάση εκ μέρους του ομιλητή». Πάντως, για να μετατρέψει την αναφορική λειτουργία της γλώσσας σε συγκινησιακή, ο ποιητής χρησιμοποιεί κυρίως ποικίλα σχήματα λόγου με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνουν πνοή εκεί που δεν υπάρχει ή να σημαίνουν κάτι άλλο από το σύνηθες. Αποτέλεσμα αυτού είναι το μήνυμα που στέλνει ο ποιητής να μη γίνεται αντιληπτό ή εύληπτο αμέσως στον αποδέκτη, σε αντίθεση με την κοινή γλώσσα. Βέβαια και η κοινή γλώσσα τα ίδια γλωσσικά υλικά χρησιμοποιεί, όπως η ποιητική. Στην ποίηση όμως, κατά τον Jakobson (1998: 61 κ.ε), η λογοτεχνικότητα προκύπτει από την αναδιάταξη των ίδιων γλωσσικών στοιχείων και τη διαφορετική τους οργάνωση.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα:
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει
(Δ. Σολωμού, «Ελεύθεροι πολιορκημένοι», Σχεδίασμα Β΄, απ. 1)
Η στροφή συντίθεται από κοινότατες λέξεις: τάφος, κάμπος, σιωπή, σπειρί, μάτια, πείνα, κλαίει κ.α. και μερικές ιδιωματικές «λαλεί, μνέει».
Ας δούμε το ποίημα στην «ορθόδοξη» συντακτική του σειρά:
«Στον κάμπο βασιλεύει άκρα σιωπή τοῦ τάφου·
Πουλί λαλεί, παίρνει σπειρί, κ᾿ η μάνα το ζηλεύει.
Η πείνα εμαύρισε τα μάτια · η μάνα μνέει στα μάτια ·
Ο καλός ο Σουλιώτης στέκει παράμερα και κλαίει»
Το ποίημα αμέσως χάνει την ομορφιά του, αυτό που το κάνει ξεχωριστό. Σα να είναι πια μια δημοσιογραφική αναφορά για τη μάχη στο Μεσολόγγι. Τι χάθηκε; Το μέτρο, ο ρυθμός, η μουσικότητα, η μαγεία, η ποιητικότητα, η συγκινησιακή εντύπωση και η πρωτότυπη οργάνωση των λέξεων. Αν παρατηρήσουμε μάλιστα και άλλες σολωμικές παρεμβάσεις, όπως την παρήχηση του λ, την επανάληψη λέξεων, τις μεταφορικές εικόνες, τις αντιθέσεις και το υπερβατό σχήμα στον πρώτο στίχο, όπου η έμφαση δίνεται στο επίθετο «άκρα», στην απόλυτη, νεκρική σιγή του τοπίου, θα νιώσουμε τη δυναμική της ποιητικής γλώσσας καθώς και την επίπονη προσπάθεια του ποιητή να τη δαμάσει, να την ανατρέψει, να την αναδείξει. Ενδεικτικό παράδειγμα αυτού του αγώνα μπορεί να επισημάνει κανείς στις παραλλαγές του 2ου στίχου που μας σώζονται στη σολωμική παράδοση (Σολωμός, 2006: 203):
εκάθισε, εκιλάηδησε γλυκόφωνο πουλάκιν.
Η μαύρη μάνα το φθονεί πως ήβρ’ ένα σπειράκι.
Επίσης:
Ήρθε, εκιλάηδησε γλυκά πουλί που ταξιδεύει,
Ήβρε σπειρί κι επήρε το, κι η μάνα το ζηλεύει
Οι στίχοι ηχούν ως ερασιτεχνικές δοκιμές επηρεασμένες από τη δημοτική ποίηση και την κρητική λογοτεχνία. Πόσο πιο πυκνό, περιεκτικό, εύηχο, χορευτικό και συγκινητικό είναι το αποτέλεσμα της τελικής επεξεργασίας του στίχου, «Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει», ιδίως όταν το διαβάζει κανείς σε αντίστιξη με τον πρώτο αργόσυρτο, σοβαρό, σιωπηλό, μεγαλοπρεπή στίχο: «Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·». Η ποιητική γλώσσα με τη συνεχή επεξεργασία αποκτά συνοχή και συνεκτικότητα, με την έννοια ότι τα νοήματα στηρίζονται στην αλληλουχία των λέξεων και των στίχων και συνυφαίνουν την ερμηνεία. Αντίθετα στον πεζό λόγο και στην κοινή γλώσσα, τα συμφραζόμενα δεν είναι καθοριστικά για το νόημα, αφού ο λόγος έχει σαφή επικοινωνιακή πρόθεση.
Η γλώσσα της ποίησης, κατά τον Coleridge, μπορεί να προσφέρει τη γοητεία του νεωτερισμού σε πράγματα καθημερινά, να αφυπνίσει το νου και να δώσει νέα λάμψη στο γνωστό και το οικείο. Αποκτά τη δυναμική της κυνηγώντας συνεχώς το παράδοξο. Ακόμα κι αν ο ποιητής προτιμά την απλή και ξεκάθαρη γλώσσα, επιδιώκει το στοιχείο της έκπληξης (Brooks, 1949: 3), γιατί, όπως γράφει ο Άγγλος ποιητής Wordsworth στον Πρόλογο του έργου του «Λυρικές μπαλάντες», ο στόχος του είναι να επιλέξει καταστάσεις της καθημερινότητας, αλλά να μεταφέρει στους αναγνώστες μέσω της ποίησής του μια ασυνήθιστη πτυχή τους (Brooks,1949:7).
Ένα ποίημα μπορεί να χρησιμοποιεί τα πιο ευτελή καθημερινά υλικά για να αποτυπώσει ένα συνηθισμένο περιστατικό, όπως λ.χ. το στιγμιαίο κοίταγμα στον καθρέφτη ενός υπάλληλου ραφείου που διορθώνει τη γραβάτα του, καθώς περιμένει να πληρωθεί για μια παράδοση, έτσι όπως αποτυπώνεται στο ποίημα του Καβάφη «Ο καθρέπτης στην είσοδο». Ο ποιητής προκαλεί την έκπληξη ανατρέποντας τους ρόλους, μετατρέποντας δηλαδή σε ποιητικό υποκείμενο όχι το εικονιζόμενο παιδί αλλά τον καθρέφτη που ευεργετείται για λίγα δευτερόλεπτα από την τέλεια ομορφιά του αγοριού:
Μα ο παλαιός καθρέπτης που είχε δει και δει,
κατά την ύπαρξίν του την πολυετή,
χιλιάδες πράγματα και πρόσωπα·
μα ο παλαιός καθρέπτης τώρα χαίρονταν,
κ’ επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του
την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά.
(Κ.Π. Καβάφης, «Ο καθρέπτης στην είσοδο»)
Η οπτική γωνία του ποιητή, ο ρυθμός του ποιήματος, η ανατροπή της ορθόδοξης σύνταξης του λόγου, η επανάληψη και ιδίως η τολμηρή προσωποποίηση του καθρέφτη είναι τα στοιχεία που το κάνουν ποίηση και το διαφοροποιούν από ένα πεζό κείμενο. Πρόσωπα, πράγματα, ακόμα και οι χώροι όπου κινείται κανείς καθημερινά για χρόνια, στην ποίηση αποκτούν συμβολικό χαρακτήρα και ζουν χάρη στο δημιουργό. Στο ποίημα του Καβάφη «Στον ίδιο χώρο» το οικείο, καθημερινό περιβάλλον αποκτά συγκινησιακή υπόσταση όχι γιατί σφράγισε τη ζωή του ποιητή αλλά γιατί ο ίδιος ο ποιητής το δημιούργησε με την ποιητική του τέχνη:
Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κ’ αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.
(Κ. Π. Καβάφης, «Στον ίδιο χώρο»)
Εκτός από τις μεγάλες θεματικές ανατροπές, η γλώσσα της ποίησης μπορεί να αποτυπώσει τα πιο λεπτά συναισθήματα και να αποδώσει μέγιστη συγκίνηση ακόμα και με ανεπαίσθητες λεκτικές παρεμβάσεις, όπως απρόοπτους συνδυασμούς λέξεων, αναλογίες, προσωποποιήσεις, επαναλήψεις κ.ά. (Έλιοτ, 1982: 36-37). Ιδίως με την επανάληψη, ο λόγος αποκτά ρυθμό, συναισθηματική βαρύτητα:
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
(Κ. Π. Καβάφης, «Απ’ τες εννιά»)
Ο Richards έδινε κυρίως έμφαση στο σχήμα της μεταφοράς, γιατί προσδίδει παραστατική δύναμη στον ποιητικό λόγο και τον κάνει να «χορεύει» κατά τη φράση του Valéry, που δανείζεται και ο Σεφέρης, σε αντίθεση με την πρόζα που «βαδίζει» (Βαγενάς, 1979: 19-21). Διαβάζοντας τους παρακάτω στίχους, αισθάνεται κανείς έντονα τη χορευτική κίνηση του ποιητικού λόγου:
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.
(Γ. Σεφέρης, «Ο Βασιλιάς της Ασίνης»)
Η χορευτική κίνηση δεν είναι αποτέλεσμα ομοιοκαταληξίας, όπως σε άλλα παραδοσιακά ποιήματα, αλλά των συνηχήσεων και του ρυθμού που συνεχώς ανεβοκατεβαίνει με την εναλλαγή τροχαίων και ιάμβων και με την απροσδόκητη απόληξη του στίχου, που ανατρέπει την παραδοσιακή διακύμανση του συντακτικού ρυθμού αποδίδοντας την έμφαση στην τελευταία λέξη (Βαγενάς, 2004:42-43). Αυτό είναι, άλλωστε, που κάνει και το ποίημα μοντέρνο.
Αλλά και οι προσωποποιήσεις είναι σημαντικές στην ποίηση, γιατί δημιουργούν δραματική ένταση. Με ποιον άλλο τρόπο θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα η λάμψη του ήλιου, όπως αντανακλάται σε μια επιφάνεια, παρά με τον παρακάτω στίχο:
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
(Γ. Σεφέρης, «Ο Βασιλιάς της Ασίνης»)
Αν δούμε μάλιστα πώς αποδίδεται η λάμψη του φωτός σε διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα, θα αισθανθούμε πόσο ευέλικτος είναι τελικά ο ποιητικός λόγος.
Στο δημοτικό τραγούδι:
Πώς λάμπει ο ήλιος ‘ς τα βουνά, ‘ς τους κάμπους το φεγγάρι («της Λιάκαινας»)
Στη ρομαντική ποίηση:
ὁ ἥλιος κυκλοδίωκτος, / ὡς ἀράχνη, μ᾿ ἐδίπλωνε (Κάλβος «Εις θανατον»)
Στον συμβολισμό:
Ο ήλιος ο ρεμβαστής στον πλάνο τους καθρέφτη / πέφτει (Μελαχρινός, άτιτλο)
Στον υπερρεαλισμό:
κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο (Γκάτσος, «Αμοργός»)
Στον μεταμοντερνισμό:
Πόσο κίτρινος είναι ο ήλιος/που μας κοροϊδεύει (Βαρβέρης, «Ενοχή»)
Είναι φανερό ότι γλώσσα και ποίηση είναι όροι αλληλένδετοι. Η ποιότητα της ποίησης εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη γλώσσα. Και αντίστοιχα, η ποίηση μπορεί να διευρύνει τη γλώσσα, να διαιωνίσει ή να αποκαταστήσει την ομορφιά της, να τη βοηθήσει να αναπτυχθεί, να γίνει τόσο λεπτή και ακριβόλογη, ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της σύγχρονης ζωής (Έλιοτ, 1982: 16). Η ποιητική γλώσσα είναι έκφραση άμεση ή έμμεση στοχασμών και συναισθημάτων που διατυπώνονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, με διαφορετικά αισθητικά κριτήρια, με ποικίλα γλωσσικά μέσα και επιλογές σε λέξεις, σύνταξη, τόνο, σχήματα λόγου, ανάλογα με το στόχο του ποιητή (να προβληματίσει, να στιγματίσει, να εντυπωσιάσει, να διδάξει…).. Όπως λέει ο Βαγενάς (1979:36), «η γλώσσα της ποίησης είναι ένα από τα σημαντικότερα μέσα για μια τέτοια καταβύθιση, γιατί οι λέξεις έχουν κρυσταλλώματα, που έχουν δημιουργηθεί από τα αισθήματα, τις συγκινήσεις και τις σκέψεις αναρίθμητων ανθρώπων και γενεών». Αν πάρουμε, για παράδειγμα, ένα στίχο του Παλαμά και προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε κάθε φορά αλλού την έμφαση με διαφορετική κάθε φορά εκφραστική χροιά, όπως έκανε ο Ρώσος σκηνοθέτης Στανισλάβσκι με τους μαθητές του, θα διαπιστώσουμε πως οι σημασίες που μπορεί να αποκτήσει ο στίχος είναι ανάλογες με τις υφολογικές αποχρώσεις του:
Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ’ στη Χώρα.
(«Η φλογέρα του βασιλιά»)
Η επικοινωνιακή διάδραση αναγνώστη και ποιητή, με την έννοια της ανίχνευσης της καλλιτεχνικής του αγωνίας και της προσπάθειάς του να μετουσιώσει σε στίχους μια εμπειρία, καλλιεργούν τη δημιουργική σκέψη μας, τη σκέψη που επινοεί, αναζητά απαντήσεις, υπερβαίνει τη μία και «σωστή» ερμηνεία και αναζητά το νόημα που κρύβεται πίσω από τις λέξεις. Η ποίηση, άλλωστε, αγαπά το απροσδόκητο, το παράξενο, το διαφορετικό. «Ποίηση είναι τα πουλιά / που κολυμπάν σαν ψάρια στον αέρα» γράφει ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, τονίζοντας την αποκλίνουσα γλώσσα της ποίησης («Ορατότης», Στη Γλώσσα της Υφαντικής, 2019:675). Διαβάζοντάς την, μυούμαστε σ’ ένα κόσμο αγεωμέτρητο, ο οποίος, όμως, παραφράζοντας τον Ελύτη (2002: 292-293), μπορεί να «ανοίξει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων, στο στήθος των βαθιών ονείρων» μας και να μας χαρίσει συγκίνηση και μια γεύση της αιωνιότητας.
Βιβλιογραφία
Abrams, M.H. (2001). Ο καθρέφτης και το φως, μτφρ. Άρης Μπερλής, Κριτική, Αθήνα.
………………………(2005). Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων. Θεωρία, Ιστορία, Κριτική Λογοτεχνίας, μτφρ. Γ. Δεληβοριά-Σ. Χατζηιωαννίδου. Αθήνα: Πατάκης.
Βαγενάς, Ν. (1979). Ο ποιητής κι ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Αθήνα: Κέδρος.
……………(2004). Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία. Αθήαν: Στιγμή.
Brooks, C. (1949). The Well Wrought Urn. Studies in the Structure of Poetry. Λονδίνο: Copyrighted Material.
Compagnon, A. (2003). Ο Δαίμων της θεωρίας. Λογοτεχνία και κοινή λογική, μτφρ. Α. Λαμπρόπουλος, επιμ. Ά. Τζούμα. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Culler, J. (2003). Λογοτεχνική θεωρία, Μια συνοπτική εισαγωγή, μτφρ. Κ. Διαμαντάκου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Delcroix, M.- Hallyn, F. (1997). Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας, επιμέλεια-μετάφραση Ι.Ν. Βασιλαράκης. Αθήνα: Gutenberg.
Έλιοτ, Τ.Σ. (1982). Επτά δοκίμια για την ποίηση, μτφρ. Μαρία Λαϊνά. Αθήνα: Γράμματα.
Ελύτης, Ο. (2002). Ποίηση, Αθήνα: Ίκαρος.
Ήγκλετον, Τ. (1989). Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας, Εισαγωγή και επιμέλεια μετάφραση Δ. Τζιόβας. Αθήνα: Οδυσσέας.
Jakobson, R. (1998). Δοκίμια για τη γλώσσα της λογοτεχνίας, Εισαγωγή, μετάφραση Α. Μπερλής, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».
Καψωμένος, Γ. Ε. (2005). Ποιητική. Θεωρία και μέθοδοι ανάλυσης των ποιητικών κειμένων, Αθήνα: Πατάκης.
Λαϊνά, Μ. (2007). Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Μαγιακόφσκι, Βλ., μτφρ. Άρη Αλεξάνδρου, επιμ. Ελένη Κεχαγιόγλου. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μπαλάσκας, Κ. (1990). Ταξίδι με το κείμενο. Προτάσεις για την ανάγνωση της λογοτεχνίας. Αθήνα: Επικαιρότητα.
Μπαμπινιώτης, Γ. (1991). Γλωσσολογία και Λογοτεχνία, Αθήνα.
Richards, I.A. (1924). Principles of Literary Criticism, Λονδίνο: K. Paul, Trench, Trubner & co., ltd.
Σεφέρης, Γ. (2003). Δοκιμές, Α΄, Αθήνα: Ίκαρος.
Σολωμός, Δ. (2006). Ποιήματα και Πεζά. Αθήνα: Γράμματα.
Χαραλαμπίδης, Κ. (2019). Ποιήματα 1961-2017. Αθήνα: Ίκαρος.
Καίριο!
Ενημερωτικό και απολαυστικό!