You are currently viewing Αγάθη Γεωργιάδου: Ρήσος Χαρίσης,  Θάλασσα εσωτερικού χώρου,  Κίχλη 2020

Αγάθη Γεωργιάδου: Ρήσος Χαρίσης, Θάλασσα εσωτερικού χώρου, Κίχλη 2020

Ήδη από το πολύ καλαίσθητο εξώφυλλο, φιλοτεχνημένο από τον ίδιο ποιητή (είναι γνωστή, άλλωστε, η επίδοσή του στη φωτογραφία), προοικονομείται το ρευστό τοπίο των συναισθημάτων που διέπουν την ψυχική ενδοχώρα του μέσα από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανθρώπινες σχέσεις. Η ποιητική συλλογή του Ρήσου Χαρίση αποτελεί μια θαρραλέα ενδοσκόπηση, μια καταβύθιση στους εσωτερικούς στοχασμούς του, στις ανεξερεύνητες θάλασσες του υποσυνείδητου που τις «υγραίνουν» τα πολλαπλά κύματα της πραγματικότητας και τα δάκρυα της καθημερινής ασχήμιας. Μέσα σε κλίμα στοχαστικής μοναξιάς, ο ποιητής προσπαθεί να κρατήσει ακύμαντη τη θάλασσα εσωτερικού χώρου, ώστε να μην παρασύρεται από τις εξωτερικές αναταράξεις. Δεν τα καταφέρνει, ωστόσο, αφού οι πολιτικοί κλυδωνισμοί, οι διαψεύσεις, οι ματαιώσεις, τα κάλπικα λόγια και τα παραμύθια των μπαλκονιών, οι αποτυχημένες στρατηγικές είναι λίγα μόνο από όσα διασαλεύουν την εσώτερη του γαλήνη.

Ιδίως, τον Χαρίση απασχολούν η φουρτουνιασμένη ιστορική διαδρομή του τόπου μας,  η συρρίκνωση των θαλασσών μας (κυριολεκτική και μεταφορική), οι λυγμοί και οι οδύνες που ξεβράστηκαν στα όμορφα ακρογιάλια μας, οι απαγορευμένες ζώνες, τα ξεχασμένα ελληνικά ονόματα:

 Καππαδοκία, Βιθυνία, Παφλαγονία, Λυκαονία, Πισιδία

Κιλικία, Παμφυλία, Καρία, Λυδία, Ιωνία, Κομμαγηνή…

 Θλίβεται βαθιά για τις αυταπάτες των χαμένων πατρίδων και τις ιδέες που πέτρωσαν και, σαν οδαλίσκες, περιφέρονται από συνέδριο σε συνέδριο:

 Κωνσταντινούπολη

Ξεπλένω πενήντα έξι χειμώνες σε ζεστό νερό.

Έγχορδα όνειρα κοιμούνται στην κούνια του μωρού.

Δεν έχει νύχια η νύκτα, μονάχα δάκτυλα γαμψά

και σκόρπιες ψευδαισθήσεις.

Μαζεύεις στάχτες της γης κι αποτεφρώνει σιγασμούς

στο άπειρο συνηρημένου χρόνου.

Στις διχάλες της πελαγοδρομούν

η αντιπολίτευση της σκέψης

και η συγκυβέρνηση των αισθημάτων.

 

Αλήθεια είναι το ψέμα, η ανιστόρητη μυθοπλασία,

οι καρποί της ιστορίας σε μασχάλες πετρωμένων δέντρων,

η καταπράσινη θάλασσα στα χείλη του ρεαλισμού.

 

Προτού φορέσει ο καιρός γυαλιά πρεσβυωπίας,

παντρεύεται η φωτιά με το νερό

κι εγώ κρεμώ ανάποδα στον τοίχο

τις Πατρίδες.

 Ο ποιητής δεν μπορεί παρά να χλευάζει την καπήλευση των οραμάτων, «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, το ξέπλυμα των πιο αγνών συναισθημάτων στην αρμυρή θάλασσα της μυθοπλασίας. Αντικρίζει κατάματα, με καθαρό βλέμμα, χωρίς προσχήματα και μάσκες, όλες τις πλεκτάνες, τον φανατισμό, τα μίση, τις διώξεις και τους πολέμους που ναρκοθέτησαν την ιστορία. Με ευαισθησία και περισσή ποιητική τόλμη, παρά τη θαλασσοταραχή που του κλυδωνίζει τα σωθικά του, ο  ποιητής καταγράφει στους στίχους του την απογοήτευσή του για την εμπορευματοποιημένη και λιμνάζουσα πραγματικότητά μας, τις μαριονέτες της πολιτικής, τους κληρωτούς «ηγέτες» με τις «Πολιτικές συντελεσμένου μέλλοντα», που κινούν τα νήματα  ερήμην της ζωής μας, τους ρακοσυλλέκτες των ψεύτικων υποσχέσεων, τους νεόπτωχους πατριώτες, τους ξέμπαρκους μετανάστες, τη φτιασιδωμένη Χρεοκοπία, τις ναυαγισμένες ιδεολογίες, τις χειραγωγήσεις και τις παραισθήσεις που πουλάνε τα πανταχού παρόντα αρπακτικά «σκιάχτρα».

Στη συλλογή παρελαύνουν μέσα από τον φωτογραφικό ποιητικό φακό εικόνες από ανθρώπους άστεγους, ξεσπιτωμένους, λυπημένους μετανάστες που σέρνουν τα φτωχά όνειρά τους στις τρικυμισμένες θάλασσες των κίβδηλων διαβεβαιώσεων, ανθρώπους φανατικούς των θρησκειών που εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε έναν «ταχυδακτυλουργό Θεό που ξέρει να χορεύει».

 Με ζωντανό και πολύχυμο λόγο που βασίζεται στη χρήση πολλών δυναμικών λέξεων αλιευμένων από όλη την ποιητική μας παράδοση, με πλούσια μεταφορική γλώσσα και ύφος συχνά αιχμηρό, με απροσδόκητους λεκτικούς συνδυασμούς που παραπέμπουν σε γνωρίσματα (συνήθως αρνητικά) της εποχής μας, ο Χαρίσης πετυχαίνει να αποτυπώσει όλη τη σύγχρονη θλίψη αλλά και τους παμπάλαιους καημούς της πατρίδας μας. Η αποτύπωση της πραγματικότητας αγκαλιάζει, παράλληλα, και το διαιώνιο πρόβλημα, το οντολογικό, με έναν τρόπο που εκφράζει όλη την απελπισία του για την εγκατάλειψη του ανθρώπου στην τύχη του:

 Στον λευκό οίκο του Θεού

Ποιος είπε πως ο οίκος του Θεού είναι λευκός;

Ποιος είπε πως εκεί μέσα κάνει ποδήλατο ο Θεός;

[…]

Ποιος θεός αποδημεί στον λήθαργό μας;

Ποιος θεός αποδομεί το παρελθόν του;

Ποιος συνεχίζει να σφυρίζει απ’ τον τάφο;

[…]

 

Κυματοθραύστης στων αιώνων τις πλεξούδες,

νυχτοφύλακας σε κατʼ οίκον περιορισμό,

απεγνωσμένα μοιρολάτρης, ενίοτε φυσιολάτρης,

Του βουλευτή ονειρεύεται την ασυλία,

 

Μετανάστης πρώτης γενιάς,

              δεύτερης αγκαλιάς,

τρίτης ισημερίας.

 

Στις συνιστώσες κοσμοκρατορίες

ξαπλώνει πάντα με αρβύλες.

 Σε όλα σχεδόν τα ποιήματα κυριαρχεί η θάλασσα σε όλες τις όψεις της, με τη θηλυκή αλλά και την αρρενωπή ταυτόχρονα μορφή της, πληθωρική και ταραγμένη, σύμβολο της απεραντοσύνης του χώρου και του χρόνου, της ρευστότητας των ανθρώπινων καταστάσεων, των ψυχικών κλυδωνισμών που προκαλεί ο έξω κόσμος, αλλά και αφέντρα και παρηγορήτρα του ανθρώπου, ον αείζωον ιαματικό, εξιλεωτικό, ζωογόνο:

 Αδιάβατος θάλασσα

Θαλασσίστρα, Καπεταγιώτισσα, Διασώζουσα,

Ασπροφορούσα, Δροσοσταλίτισσα, Ιαματική,

Κολυμπήθρα ζωής.

 Έτσι, η «Θάλασσα εσωτερικού χώρου» μετατρέπεται σε σύμβολο του πάσχοντος Ανθρώπου.

                                                                       

   

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.