Φυλλομετρώντας το βιβλίο της ζωής
Διαβάζοντας την καινούργια ποιητική συλλογή της Χριστίνας Αργυροπούλου Ψηφίδες ζωής, αφιερωμένη στον ανιψιό της Γιάννη που έφυγε νωρίς, το πρώτο που συναισθάνεται ο αναγνώστης είναι πως «τα πάντα είναι ποίηση», αρκεί η διάπυρη ύλη των εμπειριών να βρει κάποια λυτρωτική διέξοδο («Τι είναι Ποίηση»):
Ορισμός τέλειος για την ποίηση δεν υπάρχει. Τα πάντα είναι ποίηση
και αυτή εγκαθίσταται ως ομιλούσα ψυχή
πάνω στην λευκή σελίδα. […]
Ποίηση είναι αυτό που βγαίνει από το κρυφό ηφαίστειο
της ψυχής και η λάβα της το ατίθασο ποίημα!
«Τι είναι Ποίηση», λοιπόν, και «Πώς γεννιέται ένα ποίημα» μάς δείχνει η ποιήτρια στο Μέρος Α΄ της συλλογής με τίτλο «Εκ βαθέων»: Ποίηση είναι όλες οι εμπειρίες της ζωής μας, τα μέρη που μας σημάδεψαν, τα πρόσωπα που αγαπήσαμε, οι αναγνώσεις μας, οι εικόνες από τις περιηγήσεις και τα ταξίδια μας, οι μνήμες από τα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια, από τους γονείς μας, αλλά και από τους αγαπημένους μας ποιητές, τα όνειρά μας ή ακόμα και οι εφιάλτες μας, όλα αποτελούν μικρές ψηφίδες στη μεγάλη τοιχογραφία της Ποίησης και «λάβα» στο καμίνι μιας ποιητικής ψυχής («Συνεικόνες»):
Κλείνω τα μάτια και βλέπω εικόνες, παλιές
και σύγχρονες. […]
Όλα εντός μου εικόνες φωνήεσσες πολύχρωμες και
συνεικόνες ζωής.
[…]
Ανοίγει και κλείνει σκηνικά η μνήμη και εγώ ως θεατής
Με την εσωτερική φωνή και όραση τις ξαναζώ, τις βλέπω
Να συνωθούνται πίσω απ’ τα βλέφαρά μου και με ταξιδεύουν.
Τα ποιήματα της συλλογής αποτελούν στιγμιότυπα ζωής, εμπειρίες καθημερινές, ανησυχίες ευρύτερες, «παράδοξα» και «αντιφάσεις» που κινούν τον συναισθηματικό κόσμο της ποιήτριας και πυροδοτούν την έμπνευσή της. Η ποίηση λειτουργεί, έτσι, λυτρωτικά, αποτελώντας ένα ασφαλές καταφύγιο «που δεν φθονεί» αλλά, αντίθετα, υπεραγαπά, κι ένα αντιστάθμισμα στη μοναξιά, τη θλίψη και την απουσία που βιώνει κάποιες φορές. Γι’ αυτό και τα ποιήματά της είναι αυτοαναφορικά και πρωτοπρόσωπα. Αποτελούν ένα στοχαστικό απολογισμό ζωής, σκέψεις προς και περί εαυτόν, διατυπωμένες με αξιοθαύμαστη γλαφυρότητα και αποθησαυρισμένο εκφραστικό πλούτο, που αντανακλά και το εύρος των λογοτεχνικών της αναγνώσεων και αναζητήσεων. Η συναισθηματική φόρτισή της είναι, πάντως, ελεγχόμενη κι ο λυρισμός του λόγου της διακριτικός και υπόκωφος. Τα ποιήματά της ξεχειλίζουν από αγάπη για τη ζωή, ευφρόσυνη διάθεση και αισιοδοξία. Σε κάποια από τα «εκ βαθέων» ποιήματά της διαφαίνεται, βέβαια, και η αγωνία της για τον χρόνο και την απώλεια. Γράφοντας, όμως, ξορκίζει τους φόβους της.
Στο Μέρος Β´ η ποιήτρια κινείται σε πιο εξωστρεφή πεδία, που έχουν να κάνουν με την εποχή μας, τις εθνικές αγωνίες, την πανδημία και άλλες σύγχρονες κρίσεις και παλιούς καημούς. Στα ποιήματα της ενότητας αυτής είναι ολοφάνερη η εναγώνια προσμονή της για ελπίδα, ειρήνη και δικαιοσύνη. Διάχυτος στην ενότητα αυτή είναι και ο φόβος από την πρόσφατη πανδημία με τις ανατροπές που επέφερε στη ζωή μας («Ύμνος για τη Μ. Παρασκευή τού 2020»):
Ήρθε μια άλλη Άνοιξη, πάει το Γλυκύ εκείνο έαρ.
Η φύση ειρωνεύεται με την Άνοιξή της, μα οι καρδιές
μας είναι άδειες.
[…]
Κύριε, τιμούμε σήμερα τα Πάθη σου και Σε
Ικετεύουμε να πατήσεις με την Ανάστασή σου τον ύπουλο
ξένο, τον ιό-θάνατο,
Ζωοδότα Κύριε!
Δεν λείπουν από την ενότητα αυτή και ποιήματα ιδιαίτερα συγκινητικά, αφιερωμένα σε αγαπημένους φίλους που έφυγαν, όπως το ποίημα «Πράματα Τζουμέρκων» (Μνήμη Αριστέας).
Γεμάτο λυρισμό και θλίψη είναι και το Μέρος Γ’, στο οποίο η ποιήτρια περιλαμβάνει ποιήματα, αναμνήσεις και σκέψεις που συγκλονίζουν την ψυχή της για τον πρόωρο χαμό του αγαπημένου ανιψιού της Γιάννη Αργυρόπουλου. Στο μέρος αυτό φιλοξενούνται και δικά του ποιήματα που δείχνουν τη νεανική του θέρμη, την ποιητική του ιδιοσυστασία, τη λεπταίσθητη ευαισθησία του και τη διεισδυτική ματιά του στη ζωή. Ιδιαίτερα αισθαντικό είναι το κύκνειο άσμα του με τίτλο «Καταιγίδα», στο οποίο αποτυπώνεται η τρικυμισμένη του ψυχή:
[…]
Είμαι πλέον έξω
Στον καιρό
Πάνω στο σώμα μου
πέφτουν ξαφνικά
ψιχάλες δυνατές
απότομες
Είμαι μες στην καταιγίδα
Σταματώ
Τι να κάνω τώρα;
Κοιτάω τον ουρανό.
Στις Ψηφίδες ζωής η ποίηση της Αργυροπούλου είναι εξομολογητική και στοχαστική, διάχυτη από αγάπη για τη ζωή, αλλά και διάσπαρτη με πολλά «γιατί» που ταλανίζουν την ψυχή της για όσα απρόοπτα κλόνισαν κάποιες βεβαιότητες. Με όπλα της τον ανεπιτήδευτο συγκινησιακό της λόγο, με ζωντανές εικόνες και κουβεντιαστό τόνο, με ύφος μεικτό, αφηγηματικό και λυρικό, η ποιήτρια συνθέτει ένα μωσαϊκό από αυθεντικές στιγμές της ζωής της, ανοίγοντας ταυτόχρονα κι ένα παράθυρο προς τον εσωτερικό της κόσμο, που τον χαρακτηρίζουν ειλικρινή, ευγενή και πλούσια συναισθήματα.