Στο έρημο σπίτι την πόρτα ψάχνεις ν’ ανοίξεις.
Την είσοδο όμως αλλάξαν και απορημένος κλειδιά αναζητάς.
Μες στο σκοτάδι τη χαμηλή πολυθρόνα γυρεύεις. Εκείνη που δίπλα στο τζάκι ακουμπούσες το γέρικο σώμα.
Τα παλιά έπιπλα αγγίζεις. Άγνωστα όλα.
Το πορτοφολάκι σου ψάχνεις, το ασημένιο ρολόι, τις φθαρμένες παντόφλες, την ξεθυμασμένη κολώνια.
Όλα τα πήραν. Και το καλό σου κουστούμι; Εκείνο το φοράς. Το ένδυμα ήταν για τις επίσημες περιστάσεις. Ντυμένος μ’ αυτό ήρθες στο σπίτι.
Μα έλειπαν όλοι και το σπίτι ξένο έμοιαζε πια. Πού να σταθείς δεν βρήκες, το κρύο κορμί σου σ’ ένα γνώριμο μέρος να ζεστάνεις.
Την πόρτα άνοιξες, έξω παρηγόρια να έβρεις.
Κι εκεί τίποτε δεν έμοιαζε ίδιο.
Την καρυδιά που ξαπόσταινες τα καλοκαίρια δεν βρήκες. Η νεσπολιά σου και αυτή ξεριζώθηκε .
Πόσο άδειο και έρμο το σπίτι.
Εξαιρετικό το ποίημα της ποιήτριας Άντζελας Γεωργοτά. Εικόνες πένθιμες και ρευστά συναισθήματα εγκλωβισμένα στον υπαρξιακό της κόσμο, αναζητούν μία διέξοδο, μία λύτρωση απ’ τ’ ασφυκτικά δεσμά του χωροχρόνου.
Εξαιρετικό το ποίημα της ποιήτριας Άντζελας Γεωργοτά. Εικόνες πένθιμες και ρευστά συναισθήματα εγκλωβισμένα στον υπαρξιακό της κόσμο, αναζητούν μία διέξοδο, μία λύτρωση απ’ τ’ ασφυκτικά δεσμά του χωροχρόνου.