«Ὁ κλῆρος τοῦ ἀνεκπλήρωτου», είναι η δέκατη ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου. Ένας «αθόρυβος» ποιητής, όπως τον παρουσιάζει στην ομώνυμη στήλη του περιοδικού «Εμβόλιμον» ο Κ.Θ. Ριζάκης με ανέκδοτα ποιήματα συνοδεία κριτικών σημειωμάτων για το έργο του. Δεν θα μπορούσε να περιγράψει κανείς καλύτερα την ησυχαστική σχεδόν ασκητική παρουσία του Ν. Μυλόπουλου στο σύγχρονο λογοτεχνικό γίγνεσθαι.
(ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΥ)
[…]
Ραγισμένες οἱ φτεροῦγες τοῦ χθές στόν άσάλευτο χρόνο
Μά τώρα προσπερνώντας τό ἄγνωστο αὔριο
Συγκλίνουμε με βῆμα ἀνάλαφρο στήν κοινή ἐντροπία
Ἀποτυπώνοντας τό ἀνεκπλήρωτο.
«Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ αφήνεις έξω από την πόρτα μας ένα μικρό γιασεμί… Ώσπου νύχτωνε και τ’ άστρα φώτιζαν σιγά σιγά το ακατανόητο του κόσμου…»συνάδει ο Τ. Λειβαδίτης εκφράζοντας το χοϊκό, το μη πληρούμενο της ανθρώπινης φύσης με το άρωμα του μικρού γιασεμιού -μιας μικρής ελπιδοφόρας προοπτικής- κάτω από το αστροφέγγισμα που φωτίζει χωρίς βιασύνη το ακατανόητο του κόσμου. Στην παρούσα καλαίσθητη ποιητική συλλογή, που επιμελήθηκαν «Οι εκδόσεις των φίλων», ως κλήρος της ανθρώπινης ζωής εμφατικά τονίζεται το ανεκπλήρωτο με ευστοχία, καθώς ισορροπεί η έλλογη απαισιοδοξία στους κόλπους πάντα μιας πιθανότητας ή πολλών να πληρωθεί το κενό της από το άγνωστο αύριο. Ο ποιητής και η τέχνη του έχουν την δύναμη να ξαναγράψουν τον κόσμο και την καθημερινότητά του, μακριά από τα πολυσχιδή σχέδια επί χάρτου της νεωτερικής ζωής μας.
Ἦταν περίπατος στό ἄβατο διαδικασία ἁμαρτωλή
Ἡ προσπάθεια νά σταθοῦμε λίγο ψηλότερα
Τρύπια φορώντας κατακραυγή στό μισοσκόταδο
Αἰχμάλωτοι τοῦ λιθόστρωτου καί τοῦ χρόνου
Ἴχνη διεκπεραίωσης σέ στάση ἀναπνοῆς
Λίγο πρίν γεράσει κι αὐτή ἡ μέρα.
Στεφανωμένοι μέ αὔρα ἀπρόβλεπτης ἐνδυνάμωσης
Μέ τή σιωπή να δικαιώνει ὅ,τι ἀπέμεινε
Ξαναμοιράζουμε φύλλα καί κάλυκες.
( ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΟ ΑΒΑΤΟ)
Η νοηματική πυκνότητα εκφράζει την ψυχική κατάσταση μια συγκεκριμένη στιγμή. Στην πολυσημία των λέξεων διαφαίνεται η εσωτερικότητα που μέσα στον τάραχο της καθημερινότητας της εξουθενωτικής ενασχόλησης με την επιβίωση με τη μορφή της σιωπής δίνει όραμα ελπίζει, επιμένει, ενδυναμώνει , υπόσχεται.
Η αποφυγή της σαφήνειας , η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός κλίματος ρευστού, συγκεχυμένου, ασαφούς συνυπάρχει με μια διάθεση ρεμβασμού, μελαγχολίας, ονειροπόλησης δηλωτικά της έντονης πνευματικότητας. Η καταβύθιση στη χρονική πραγματικότητα τροφοδοτεί ό,τι δεν είναι υπαρκτό, μα η λήθη των ενοχών αφήνει μιαν απολαυστική ευωδία. Η ποιητική ψυχή εκζητά με ανυπομονησία, χωρίς την αρωγή του νου, και καθαίρεται ευτυχώς ακούγοντας ( ως «μονοφωνική βροχή»), την ελπίδα. Βρίσκει το λυτρωτικό καταφύγιο της ξαναπλασμένης μνήμης («κυανές των γεγονότων αναπλάσεις») και δη της παιδικής («βραχογραφίες παιδικές»).
Απρόσμενοι συνδυασμοί λέξεων κι εντυπωσιακές εικόνες, όνειρο, παράλογο και λογικό, συμμαχούν για να συμφιλιώνεται η προσδοκία με την πραγματικότητα. Η φαντασία με τα υπερρεαλιστικά στοιχεία της υπακούει κατά το δυνατόν στη λογοτεχνική οργάνωση δημιουργώντας ένα όλον ποιητικό με δεσπόζοντα το ρόλο των συνειρμών.
Ἐξαϋλώνουμε στιγμές δημιουργώντας χρόνο
[…]
Τό ἄγγιγμα τῆς μνήμης πού ματώνει
[…]
«Είμαστε η μνήμη που έχουμε και η ευθύνη που παίρνουμε. Χωρίς μνήμη δεν υπάρχουμε και χωρίς ευθύνη ίσως να μην μας αξίζει να υπάρχουμε» σημειώνει συγκατανεύοντας στην ποιητική σκέψη του Ν.Μυλόπουλου, σε έναν φανταστικό ποιητικό διάλογο, ο Jorge Luis Borges.
[…]
Καλεσμένοι στό δεῖπνο τῶν ἀναμνήσεων
[…]
Βάζοντας λουρί στή λογική κι ἐλευθερώνοντας συναισθήματα
(ΑΦΥΛΑΚΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ)
Τα συναισθήματα άλλοτε δαμάζουν και άλλοτε απελευθερώνουν το νου, παραπληρωματικά δε η μνήμη οδηγεί στην υψηλότερη σφαίρα των ιδεών με την αίσθηση ότι, όποιος φτάσει σε αυτή τη σφαίρα, θεωρεί πλέον την πραγματικότητα ως ένα ταπεινό τόπο μελαγχολίας, έναν τόπο προορισμένο για ανεκπλήρωτα.
Ἐντύπωμα ἀφήνοντας βαθύ ἡ κάθε μιά στό πέρασμά της.
Υπαινικτική και υποβλητική η χρήση της γλώσσας σε συνδυασμό με μια διαισθητική σύλληψη των πραγμάτων και μιαν αφθονία εικόνων και μεταφορών, εντείνουν την πυκνότητα αποζητώντας από τον αναγνώστη μια πολύ προσεκτική μελέτη κάθε ποιήματος. Ο Ν. Μυλόπουλος διαλέγει με προσοχή τις λέξεις που έχουν τη δική του αφή, το δικό του βάρος, τις ψάχνει ολοένα πιο βαθιά μέσα του. Γυρεύει, και καθώς γυρεύει αισθάνεται πως ο κόσμος όπου ζει του προσφέρει ένα πλήθος φωνές. Ποια είναι δική του; Μιλάει στο α’ πληθυντικό, εμείς και ο ποιητής είμαστε μαζί να νιώθουμε, να έχουμε μαζί την εμπειρία των καημών και των ονείρων των ανθρώπων, ως άνθρωποι που είμαστε. Οι σπόροι της ποιητικής σύνθεσής του είναι πραγματικά μέσα του, έχουν ρίζες βαθιές, δεν είναι φυλλώματα που γέρνουν στον πολύβουο περιβάλλοντα άνεμο.
Ειδική μνεία αξίζει στην πολυτονική γραφή γιατί συντελεί ώστε κάθε λέξη νοηματικά, ηχητικά, οπτικά και σημασιολογικά να συγκρατήσει αυτούσιο τον αληθινό της πλούτο.
H ποίηση και οι υπόλοιπες τέχνες σώζουν την ζωή. Mε τον Ν. Μυλόπουλο εμείς έχουμε την ευκαιρία να ζήσουμε την εμπειρία των διαφόρων καταστάσεων της ύπαρξης μέσω των συναισθημάτων της, καθώς με αυτήν σπάμε τα δεσμά και γινόμαστε ελεύθεροι από τον αυτοματισμό της άδειας καθημερινότητας της εποχής μας. Αυτός θαρρώ είναι ο κλήρος μας. Ανεκπλήρωτος; Ίσως ! Μα με τα υλικά της ποιητικής τέχνης δημιουργούνται οι καλύτερες προϋποθέσεις για μια ανεκτή πραγματικότητα διότι: «H Τέχνη δεν είναι φυγή από τη ζωή. Είναι το ακριβώς αντίθετο. Η Τέχνη είναι η πιο καίρια έκφραση της ζωής. Καλλιτέχνης δεν είναι αυτός που κραδαίνει έναν μηχανικό τεχνητό παράδεισο μπροστά στο κοινό. Ο Καλλιτέχνης επιβεβαιώνεται και λειτουργεί θεραπευτικά, μέσα από την αναζήτηση της πληρότητας της δικής του ζωής» μας θυμίζει από το βάθος του λογοτεχνικού ορίζοντα ο James Joyce.
O N. Mυλόπουλος εμπνέεται από μιαν εσωτερική αναγκαιότητα να εκφράσει με τους στίχους του την καθαρή κι ευθύγραμμη αγωνία έχοντας μια δυνατή και βαθειά συνείδηση του καιρού που ζούμε. Η οπτική και συγκινησιακή πείρα έχει φορτισθεί με μνήμες που με την ξεχωριστή υπόστασή τους εκμαιεύουν μιαν πλημμυρίδα συναισθημάτων που την κρίσιμη στιγμή στέκονται αρωγοί για την κατανόηση του πεπερασμένου κοσμικού περίγυρου. Η αυτοπειθαρχία, η εγκράτεια, η ακοίμητη επιστασία του λόγου αποτελούν τα στοιχεία για να αναδειχθεί η αλήθεια. Χρειάζεται να νιώθουμε για να ζήσουμε αληθινά, χρειάζεται η εμπειρία των άδειων συναντήσεων για να αναδειχθεί η ακούσια ή εκούσια κοινωνική διαδρομή. Αυτή η οδός τον συνδέει με τους άλλους, αυτή δίνει σάρκα στον καημό του, στον πόνο του, στη χαρά του. Είναι ο δικός του κλήρος: το ρόπτρο της ποίησης.