Για να σωθούν της γνώσης τα ναυάγια
τόσα βιβλία κατέληξαν αδιάβροχα,
λέμβος η φιλαναγνωσία του βυθού.
Για των ιδεών την καταφυγή
ράφια από φύκια έπλεξαν
ακούραστες γοργόνες.
Επαναστάτριες οι λέξεις
μπρατσάκια φορούν και κολυμπώντας
μ’ αγκαλιάζουν
σφιχτά, υγρά, επίμονα.
Μα τόσες σελίδες ν’ ανθίζουν στον βυθό;
Κι εγώ ν’ ανταποκρίνομαι τρυφερά
φράσεις δυνατές ν’ αναζητώ
ασπίδες ατσαλιού για να με κρύψουν
και διαστήματα – φυτώρια ανάσας.
Όμως με τόσα ναυαγοσωστικά
ανέβηκε κι η θάλασσα
βαδίζω σε υποβρύχιο περιβόλι
που παγιδεύει τον ορίζοντα
σκιές γεννημένες από σεμνό φως
καλύπτουν τη δική μου.
Τώρα πια το γνωρίζω καλά
το νερό είναι η αφετηρία μου.
Η δική σας;