ΔΗΜΙΟΣ
Αυτή η άνοιξη δεν ήρθε για καλό.
Ήρθε για να πάρει, όχι για να δώσει.
Ξεγελάει τους άμυαλους και τους νεκρούς.
Παριστάνει το καλοκαίρι προκλητικά,
ενώ είναι μεταμφιεσμένη βαρυχειμωνιά.
Ένα καρφί στο κέντρο του στήθους είναι,
που χαμογελά ανέμελα.
Κόβει ώριμα λουλούδια
απ` το λιβάδι της απόγνωσης.
Σας το λέω ∙ δεν ήρθε για καλό.
Αυτή τη φορά ήρθε για να δρέψει
παπαρούνες κι ασφόδελους ∙
να πάρει εκδίκηση
για τη δολοφονία των ονείρων,
εξαπολύοντας φαρμακωμένα
σε εφιάλτες βέλη.
Άνοιξη, αμαζόνα αγέρωχη,
σύμβολο αναγέννησης
–παγίδα θανάτου.
Μια ατέλειωτη,
επαναλαμβανόμενη ημέρα.
Πέφτουμε στον κρατήρα του ηφαιστείου
χωρίς να φτάνουμε στον πυθμένα του.
Κι αυτός ο ήλιος, όμοιος δόντι του χάρου.
Άνοιξη απολλώνια,
ανελέητη κι ανάρμοστη._
Σκέφτομαι και δε σου γράφω
Πιάνουν οι σκέψεις μου
τόσο χώρο στο μυαλό μου,
που κάθομαι και κοιτάω με βλέμμα απλανές
τον απέναντι τοίχο.
Αισθάνομαι τόση κούραση…
Από που βγήκαν τόσες σκέψεις…
Προς τα που πέταξαν…
Λέξεις, φράσεις, βιβλία ολόκληρα…
Δε θυμάμαι ούτε κι εγώ
την αφόρμηση,
από πού ξεκίνησαν.
Σε λίγο δε θα θυμάμαι
ούτε που κατέληξαν.
Α, ναι!
Στον απέναντι τοίχο…
(π_π)