Μία ποιητικὴ συλλογὴ ποὺ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἄρχισα νὰ τὴν διαβάζω δὲν μπόρεσα νὰ τὴν ἀφήσω ἀπὸ τὰ χέρια μου. Μετὰ βεβαίως τὴν διάβασα ξανὰ καὶ ξανά.
Ξέρω (εἶχα μεταφράσει πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ποιήματα τῆς ἀμερικανίδας συγγραφέως Emili Dickinson μὲ ὁμοιοκαταληξία καὶ μέτρο) πόσο δεσμευτικὰ εἶναι γιὰ τὸ νόημα καὶ τὸ συναίσθημα τῆς ποίησης καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο κάποτε καταφύγαμε στὸν ἐλεύθερο στίχο.
Ἡ σημερινὴ ποίηση εἶναι μιὰ ποιητικὴ τέχνη χωρὶς τεχνική, ποὺ ρυθμίζεται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἐμπνοὴ τοῦ καλλιτέχνη. Ἡ ποίηση αὐτὴ μπορεῖ χωρὶς τοὺς τεχνικοὺς περιορισμοὺς νὰ κινηθεῖ ἐλεύθερα μέσα στὴν πιὸ πλατιὰ ἐκφραστικὴ γκάμα.
Εἶναι προφανὲς πὼς τὰ ποιήματα τῆς συλλογῆς «Θέριστρον» διαψεύδουν καὶ καταπατοῦν ὅλα τὰ προλεχθέντα. Σονέτα, τὰ περισσότερα, μὲ τοὺς ἰδιαίτερα αὐστηροὺς κανόνες τοῦ εἴδους καὶ ποιήματα σὲ σολωμικό δεκαπεντασύλλαβο μὲ εὑρηματικότητες καὶ σπάνιες ὁμοιοκαταληξίες, ὅπως: πανταχοῦ–ἀχοῦ, λαγὸς–στυγός, ἀλλά και ὁμοιοκαταληξίες ἑλληνικῶν μὲ ξένες λέξεις, ὅπως: square–ἔαρ, ἄναξ–xanax, κούτα–perduta καὶ στὴ συνέχεια ἀριθμῶν μὲ λέξεις, ὅπως: 1906–φέξει, καὶ ἀκόμη ἀρκτικῶν μὲ οὐσιαστικά, ὅπως:ΔΝΤ–κιβωτοῦ ἦλθαν νὰ μὲ ξαφνιάσουν καὶ νὰ μὲ ἐντυπωσιάσουν. Καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ βέβαια εἶναι ὅτι παρὰ τοὺς αὐστηροὺς περιορισμοὺς ὁ ποιητὴς κατορθώνει νὰ μᾶς πεῖ αὐτὰ ποὺ θέλει κι ἐμεῖς οἱ ἀναγνῶστες νὰ μείνουμε ἔκπληκτοι ἀπὸ αὐτὸ τὸ κατόρθωμα.
Τὸ βιβλίο ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερις ἑνότητες. Σε ὅλες αὐτὲς ἡ ἁρμονικὴ γλῶσσα, ὁ καλοδουλεμένος στίχος, ἡ κρυστάλλινη διαύγεια τῶν εἰκόνων εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς ποίησής του, ποὺ τὴν διαπερνᾶ μιὰ βαθιὰ θρησκευτικότητα, μιὰ συμμετοχὴ στὰ κοινωνικὰ προβλήματα καὶ μιὰ ἰδιαίτερη προσήλωση στὴ φύση.
Στὴ δεύτερη ἑνότητα μὲ moto: «Ἀλλὰ οὖν τὸ κατὰ δύναμιν/οὐκ ἀπόβλητον πάντως» κομίζει χόες στοὺς τάφους τῶν ποιητῶν Γιάννη Κοντοῦ καὶ Σάββα Παύλου, τοῦ τραγουδιστῆ Δημήτρη Μητροπάνου καὶ τοῦ φοιτητῆ Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Στὰ τρία ποιήματα γιὰ τὸν Γιάννη Κοντὸ ξεκινᾶ μὲ τὴ μοναδικὴ φρἀση: «Ποιός νίκησε τὸν θάνατο μὲ στίχους» κι ὕστερα ζωντανεύει τὸν ἀγαπημένο ποιητή καὶ τὸν περιφέρει στὰ ξενυχτάδικα μ’ ἕνα χαρακτηριστικὸ, συνήθως κόκκινο, κασκὸλ νὰ τοῦ τυλίγει πάντα τὸν λαιμό. Μὲς ἀπ’ τοὺς στίχους ξεπηδάει ἡ μοναδικὴ εὐαισθησία τοῦ Γιάννη Κοντοῦ γιὰ τοὺς πρόσφυγες καὶ καταλήγει: Πῶς γίναμε ἀνεμοσκορπίσματα τοῦ αἰῶνα / τοῦ πλάνου αἰῶνα ποὺ μᾶς δέρνει / πρόσφυγες σ’ ἕναν κόσμο ἄλλο νὰ μᾶς φέρνει / τὸ μαῦρο κῦμα νὰ μᾶς παρασέρνει / Πρόσφυγες πεινασμένοι, διψασμένοι.
Ἕνα ριζίτικο σὲ αὐστηρὸ δεκαπεντασύλλαβο καὶ σὲ δημοτικὴ γλῶσσα ὅπως εἶναι τὰ ριζίτικα τραγούδια ποὺ ἔχουν πάντοτε στοιχεὶα πόνου. Στὰ 47 χρόνια τῆς σύντομης ζωῆς του ὁ ποιητὴς Ἠλίας Λάγιος ἐρωτοτροποῦσε μὲ τὸν θάνατο: ἔφυγα κι ἐπερπάτωνα στὴν ἄγρια λεωφόρο / δακρύζοντας θλιφτὰ-θλιφτὰ καὶ παραπονεμένα, τελειώνει ὁ ποιητής.
Τὴν τρίτη ενότητα τοῦ βιβλίου του διατρέχει το ὅραμα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου. Ὁ ποιητὴς ἐδῶ μιλάει γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὸν ἀποκαλεῖ στρατιώτη νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του. Εἶναι ὁ πιὸ αἱματηρὸς ἀγώνας. Ὁ Ἰωάννης βοηθάει τὸν στρατιώτη ν’ ἀνασηκωθεῖ: Ὁ ἀέρας κίτρινος, μπαρούτι, γύρω βέλη // Ὁ Ἰωάννης τότε φθάνει ἀπὸ τὰ ἕλη / «Ὁ Στάφυλος, Ἡ Μέθη καὶ ὁ Βότρυς» ψάλλουν τὰ μάτια του. Ὀρθώνεται ὁ στρατιώτης.
Ὁ πνευματικὸς καρπὸς, τὸ θέριστρον δηλαδή, ἔρχεται μέσα ἀπὸ ἕναν ὀδυνηρὸ ἀγώνα. Στὸ ποίημα «Δευτερόλεπτο» μᾶς μιλάει γιὰ τὸν γέροντα Παΐσιο. Ἡ ἁγιότητα εἶναι ἕνας καρπὸς ποὺ ἔχει ἔρθει μετὰ ἀπὸ μία ἐπίπονη διαδικασία ὅπως τὸ νερὸ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὴν βροχὴ καὶ περνάει ἀπὸ διάφορα στρώματα γιὰ νὰ βγεῖ κρυστάλλινο:Ὅταν θὰ κλείσει τοῦ πλατάνου ἡ πληγὴ στὴν ρίζα θ’ ἀναβλύσει μιὰ πηγή. / Ὅλοι θὰ χαίρεσθε τὸ καθαρὸ νερὸ, / μὰ μὴν ξεχνᾶτε τὸ δάκρυ τὸ ἁλμυρό.
Στὸ ποίημα «Δέσμιον» ἀναφέρεται στοὺς κανόνες τοῦ σονέτου ποὺ συνήθως περιορίζουν τὸ συναίσθημα καὶ επικαλεῖται τὸν ρυθμὸ νὰ μὴν τὸν προδώσει καὶ συμβεῖ καὶ σ’ αὐτὸν τὸ ἴδιο, πράγμα βέβαια ποὺ ὅπως ἀνέφερα καὶ παραπάνω καθόλου δὲν συμβαίνει.
Ἀπὸ τὴν τρίτη ἑνότητα θ’ ἀναφερθῶ στὰ ποιήματα «Πρωινὸ μετρὸ Ι» καὶ «Πρωινὸ μετρὸ ΙΙ». Στὸ «Πρωινὸ μετρὸ Ι» ξεκινᾶ μὲ τὴν τολμηρή παρομοίωση τοῦ τρένου ποὺ τὸ ὀνομάζει γιγάντιο ἀρουραῖο.
Ὁ ἐπιβάτης, ἐν προκειμένω ὁ ποιητής, χαζεύει ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο τὰ δέντρα, τὰ πηγάδια και τὶς δροσερὲς αὐλές. Συγχρόνως ὅμως αἰσθάνεται νὰ τὸν συγκλονίζει κάτω ἀπὸ τὶς ράγες ἕνας κόσμος ἄλλος. Πήλινα τείχη, πετρωμένα μονοπάτια καὶ πολλοὶ νεκροί: Μὰ στ’ἄλλο πλάι νοιώθω τὰ παιδικὰ τὰ μάτια // νὰ σβήνουν σὰν κεράκια καὶ σὰν παληὲς οὐλές ./ Πήλινα, πετρωμένα τ’ ἀρχαῖα τὰ μονοπάτια./ Στὸ χῶμα τοῦ θανάτου, τ’ οὐρανοῦ κομμάτια.
Στὸ «Πρωινὸ μετρὸ ΙΙ» δὲν διστάζει ν’ ἀνασύρει ἕναν νεκρό, νὰ τὸν χρίσει συνεπιβάτη του καὶ μαζὶ ν’ ἀναλογιστοῦν πόσο ὄμορφη εἶναι ἡ πατρίδα τους μὰ καὶ πόσο χαμένη: Νεκρέ, κάνε τὸν ζωντανό, μὲ τοὺς συνεπιβάτες / στὸ ἀστραφτερὸ τὸ φέρετρο, στὴν σιδερένια κούτα —/ Oh mia patria si bella e perduta.
Γενικὰ ἡ ποίηση τοῦ Δημήτρη Κοσμόπουλου μπορεῖ να χαρακτηρισθεῖ μεγαλόπνοη. Ἔχει μιὰ σπάνια γνησιότητα ποὺ φθάνει σὲ ἀκραῖο αἰσθητικὸ ἐπίτευγμα.