Τα πρώτα Χριστούγεννα –ως κάτι ξεχωριστό- τα θυμάμαι στο χωριό μου, το Σουλόπουλο Ιωαννίνων, στη Δυτική ‘Ήπειρο. Στην πραγματικότητα, ήταν ο γενέθλιος τόπος της μάνας μου, μια και είχε παντρευτεί στο απέναντι χωριό, στο Ράικο. Τα δυο χωριά τα χώριζε και τα έσμιγε ο μεγαλόπρεπος Καλαμάς
Είχαμε καταφύγει στο φιλόξενο σπιτάκι της γιαγιάς μας, μάνας της μάνας μας. Τι σπιτάκι δηλαδή. Ένα μεγάλο πετρόχτιστο δωμάτιο, με ξύλινο, ευτυχώς, πάτωμα και ξύλινη –επίσης ευτυχώς- στέγη. Ο προορισμός του ήταν για μαγειρειό. Αλλά , μετά το κάψιμο του κυρίως σπιτιού από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς το καλοκαίρι του 43, το μαγειρειό έγινε σπίτι.
Στον έναν τοίχο, τον βορινό , βρισκόταν το τζάκι, απέναντι ακριβώς από την πόρτα. Κατά μήκος των τοίχων ήταν ακουμπισμένα μερικά μπαούλα και κασέλες, όπου φύλαγε η γιαγιά λίγες κουβέρτες και φλοκάτες, όσες γλύτωσαν από το κάψιμο του σπιτιού. Εκεί έβαλε και η μάνα μου τα προικιά της όταν ξαναγύρισε στο πατρικό. Τα ρούχα κρέμονταν από καρφιά στους τοίχους και τα κουζινικά ήταν ακουμπισμένα δίπλα στο τζάκι. Σε μια γωνιά, τυλιγμένες σε ρολό, στέκονταν όρθιες ψάθες, πλεγμένες από καλάμια της λίμνης. Το βράδυ τις απλώναμε στο πάτωμα από τη μια μεριά του τζακιού. Ρίχναμε από πάνω τα στρωσίδια και πέφταμε για ύπνο. Η μάνα μου από τη μεριά του τοίχου, δίπλα της ο μικρός μας αδελφός και η αδελφή μου κι εγώ. Από την άλλη πλευρά του τζακιού ήταν ένα μονό σιδερένιο κρεβάτι, όπου κοιμόταν η γιαγιά.
Είχαμε καταφύγει εκεί όταν ο πατέρας μου, μέσα στη δίνη του εμφυλίου, όχι ακριβώς κυνηγημένος αλλά με συγγενείς κυνηγημένους και μη θέλοντας μα υπογράψει δήλωση, εγκατέλειψε το χωριό του, το Ράικο, και έφυγε για Αθήνα Τότε, η μάνα μας μάζεψε το μικρό νοικοκυριό της και ξαναγύρισε στη μητρική φωλιά, με τρία μικρά παιδιά, το αγοράκι ακόμα μωρό.
Σαν σκηνές από ταινία που κόπηκαν σε κάποιο μοντάζ, μου φαίνονται όλα αυτά τα πήγαινε-έλα. Με πολύ καθαρά περιγράμματα, έντονα τυπωμένα στη μνήμη μου, και με μεγάλα χάσματα ανάμεσά τους. Και όλες αυτές οι σκηνές είναι ανακατωμένες. Δεν θυμάμαι ποιες είναι πριν και ποιες είναι μετά.
Έτσι κι αυτά τα Χριστούγεννα –μάλλον του 49- βλέπω καθαρά τη μάνα μου να ζυμώνει ψωμί. Τα χέρια της ανεβοκατεβαίνουν ακούραστα μέσα στη ζύμη. Τη χτυπούν. Τη γυρίζουν, τη ραντίζουν με νερό, πάλι και πάλι και πάλι. Τέλος, τη ρίχνουν στο αλευρωμένο ταψί. Βάζουν το ταψί δίπλα στο τζάκι, που είναι αναμμένο, και το σκεπάζουν με κουβέρτες. Σε ένα πιάτο έχει μεγάλο σβώλο ζυμάρι.
-Άντε να παίξετε, ακούω τη φωνή της, κι όταν είναι έτοιμα θα σας φωνάξω!
Τόσο καθαρά όλα αυτά. Σαν σε ταινία. Και μετά άλλη σκηνή: το μωρό ξαπλωμένο στη σαρμανίτσα του κι εμείς δίπλα στο ταψί, θαυμάζουμε το ζυμάρι που έχει φουσκώσει μέχρι επάνω. Η μάνα μου με μια πιρούνα τσιμπάει γύρω-γύρω την περιφέρεια , σχηματίζοντας μια όμορφη δαντέλα. Μετά πλάθει με το σβώλο του ζυμαριού ένα κορδόνι και μ’ αυτό ζωγραφίζει επάνω στο ταψί, εξηγώντας μας τις ζωγραφιές της.
-Εδώ είναι το μαντρί. Να και το κακάβι για το άρμεγμα. Να κι η γκλίτσα του τσοπάνη. Να και το πρόβατα, να και τα κυπριά!
-Μάνα, φτιάξε και το φεγγάρι.
-Να και το φεγγάρι. Και δυο αστέρια. Άντε , γέμισε τώρα.
Και η μάνα σήκωσε τη γάστρα, έβγαλε τα χοντρά κάρβουνα από τα τζάκι, έστρωσε τα ψιλά κι ένα μέρος της χόβολης, κι ακούμπησε επάνω το ταψί. Το σκέπασε με τη γάστρα κι έριξε επάνω της τα χοντρά κάρβουνα και τη χόβολη που είχε τραβήξει. Και συνέχισε τις χριστουγεννιάτικες δουλειές της.
Σε λίγο μας έσπασε τη μύτη η μυρωδιά του ζυμαριού που ψηνόταν και γινόταν ψωμί. Ήταν κανονικό ψωμί. Σαν το καθημερινό. Αλλά και δεν ήταν. Ήταν χριστουγεννιάτικο, γιατί είχε όλα αυτά τα στολίδια επάνω του και είχε και το παραμύθι της μάνας, που τα συνόδευε σαν μελωδία.
Τα επόμενα Χριστούγεννα της μνήμης ήταν το ’51. Είχαμε έρθει όλοι στην Αθήνα, εκείνο το φθινόπωρο. Ο πατέρας μου είχε νοικιάσει ένα μικρό σπιτάκι, δυο δωματιάκια όλο κι όλο. Χωρίς κουζίνα, και χωρίς ήλιο. Έβλεπαν σε μια αυλή, που περιβαλλόταν από άλλα παρόμοια δωματιάκια. Με κοινόχρηστη βρύση και κοινόχρηστη τουαλέτα.
Στο ένα δωματιάκι, σε έναν πάγκο ήταν ακουμπισμένη η γκαζιέρα, που μαγειρεύαμε και τα κουζινικά. Κι ένα τραπέζι με έξι καρέκλες. Στο άλλο ήταν στημένο ένα διπλό κρεβάτι – ημίδιπλο στην πραγματικότητα- και ο γιούκος με τα στρωσίδια -φλοκάτες, βελέντζες καραμελωτές- που είχε φέρει η μάνα μου από το χωριό. Το βράδυ στρωματσάδα εμείς τα παιδιά.
Εγώ πήγαινα πια στο σχολείο. Την προπαραμονή των Χριστουγέννων δεν κάναμε μάθημα. Είπαμε μερικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, η δασκάλα μάς διάβασε μερικά ποιήματα, ψάλλαμε και τα κάλαντα και φύγαμε για τα σπίτια μας. Μπαίνοντας στο δικό μου, ένιωσα ξανά τη μαγεία της γιορτής. Σε μια γωνιά του τραπεζιού, υψωνόταν στολισμένο με γυαλιστερά στολίδια το κλαρί ενός έλατου. . . Δεν ήταν ολόκληρο έλατο, -πού να χωρούσε στο μικρό μας δωμάτιο, και έγερνε προς τα μπρος. Ήταν, όμως ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η μάνα μου -μάνα από σπάνιο υλικό—θέλησε να φωτίσει το φτωχικό μας και τα κατάφερε. Το ταπεινό κλαρί, φάνταζε σαν το έλατο της ‘’Τάιμς Σκουέρ’’ στα παιδικά μου μάτια.
Πέρασαν πολλά Χριστούγεννα από τότε. Με οικογενειακά τραπέζια, με ταξίδια, με εκλογικευμένους στολισμούς, με επιλογές ,κατευθυνόμενες από τη μόδα, τα καταναλωτικά ήθη, τη βελτίωση των υλικών όρων της ζωής για τους περισσοτέρους. Τα δέντρα φωτίζονταν με χιλιάδες λαμπάκια, και τα σπίτια στολίζονταν με αγιοβασίληδες, με καραβάκια, με αστέρια.
Μεγάλη, πια μάνα κι εγώ, έβαλα το αγοράκι μου στο αυτοκίνητο και, παραμονή Χριστουγέννων, ξεκινήσαμε να θαυμάσουμε στολισμούς. Βολτάραμε στους δρόμους, δείχνοντας ο ένας στην άλλη μπαλκόνια, παράθυρα, αυλές. Οι δρόμοι έμοιαζαν μαγικοί. Τα ματάκια του έλαμπαν, καθώς μέσα τους αντιφέγγιζαν τα φώτα της γιορτινής νύχτας, η χαρά του ξεχείλιζε. Έλιωνα από ευτυχία για την ευτυχία του
-Μαμά, γιατί είσαι χαρούμενη;
-Είμαι ευτυχισμένη όταν είσαι ευτυχισμένος!
-Αλήθεια; Η φωνή του ακούστηκε γεμάτη περίσκεψη.