Γύρισε το βαρύ κλειδί στην κλειδαριά, έτσι απλά, όπως έκανε κάθε μέρα όταν κλείδωνε για να πάει στις δουλειές της, να φέρει νερό από την πηγή στη βάση του χωριού, κατηφορίζοντας τον κακοτράχαλο δρόμο, να πάει στο αμπέλι, που χρειαζόταν πότε σκάλισμα, πότε γιαλοπέτρισμα, πότε κορφολόγημα, να πάει στο περιβολάκι της να μαζέψει κανένα ζαρζαβατικό, κανένα κρεμμύδι, κανένα χόρτο για πίτα, να πάει στο κοτέτσι, να μαλώσει με τις κότες της – έτσι για να λέει καμιά κουβέντα, μια κι είχε απομείνει μοναχή της-, να μαζέψει από τη φωλιά κανένα αυγό…
Τώρα κλείδωνε πάλι αλλά ο ήχος του κλειδιού που γύριζε της φάνηκε οριστικός, πένθιμος. Τη στιγμή που τραβούσε το βαρύ σιδερικό από την τρύπα του, ένα κομμάτι σοβάς -τόσος δα- έπεσε από την ένωση του τοίχου με τη σκεπή της κρεββατας. Ένα χέρι της άρπαξε το στομάχι κι ένα άλλο της έσφιξε την καρδιά. Της φάνηκε σαν σκληρό προμήνυμα μιας αναπόφευκτης κατάρρευσης, που δεν θα μπορούσε με τίποτε να τη σταματήσει. Είδε με τη φαντασία της το σπίτι της να γκρεμίζεται σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα.. Το σπίτι της… Σ’ αυτό μπήκε νύφη. Σ’ αυτό γέννησε οχτώ παιδιά. Σ’ αυτό έχασε τα πέντε – τα δυο μέσα σε μια βδομάδα από τη μεγάλη γρίπη. Απ’ αυτό ξεπροβόδισε την κόρη της νύφη -δεκαέξι χρονών παιδούλα- και σ’ αυτό γλέντησε ο γιος της γαμπρός μέσα στον πόλεμο…
Βέβαια, το σπίτι είχε αρχίσει να καταρρέει αδιόρατα πολύ πιο πριν. Ποιος να το συντηρήσει, άλλωστε; Ο άντρας της μονίμως φευγάτος στην Αθήνα -δήθεν να δουλέψει- δε βαριέσαι, δεν έκανε προκοπή ο άνθρωπος. Όσο άξια ήταν αυτή, τόσο ανίκανος εκείνος. Αυτή στα χωράφια, στα ξύλα στο αμπέλι, στα ζώα, εκείνος άφαντος. Ο γιος της έκανε τη δική του φαμίλια. Έφτιαξε δικό του σπιτικό και μετά τον ρούφηξε κι αυτόν η Αθήνα. Ο άλλος, χαμένος σε κάποια σοβιετική δημοκρατία, άει να δεις και να καταλάβεις πώς πορεύεται. Μόνιμος καημός αν θα τον ξαναδεί ποτέ.
Πάσχιζε μ’ όλη της τη δύναμη να κρατήσει ορθό το γέρικο σπιτικό αλλά γερνούσε και ρυτίδιαζε κι εκείνο, μαζί με την κυρά του. Πότε μια πλάκα από τη σκεπή άφηνε λίγες σταγόνες της βροχής να πέφτουν στον ξύλινο σκελετό της στέγης, πότε ένα μικρό κομματάκι από το σοβά ξεκολλούσε κι άφηνε στον τοίχο την τρυπούλα του, πότε μια σανίδα από το πάτωμα άνοιγε από τον καιρό, και άφηνε χώρο να της πέφτουν πράγματα στο κατώι και πότε κάποιο ξύλινο κάγκελο από την κρεββάτα άρχιζε να κουνιέται και φώναζε για κάποιο καρφί που θα έπρεπε να το στηρίξει.
Την περίμενε ο γαμπρός της με δυο γαϊδουριά φορτωμένα με τα πράγματα της, τους γιούκους με τις κόκκινες φλοκάτες, τις βελέντζες της νεροτριβής, τα ρούχα της, και ένα δυο από τα καλά της γυαλικά. Δίπλα ήταν σελωμένα και δυο άλογα, μια κοκκινωπή φοραδίτσα μ’ ένα άσπρο αστέρι στο κούτελο, κι ένας καράς, ψηλόλιγνος και λυγερός.
Η γριά –γριά; Όχι και γριά, γύρω στα εξήντα- εξήντα πέντε πρέπει να ‘ταν- κατέβηκε αργά την όμορφη πέτρινη σκάλα. Μπροστά της στεκόταν η κόρη της, οι δυο εγγονές της ο μικρός εγγονός της κι ένας δυο γειτόνοι, για το κατευόδιο. Τους άλλους συγγενείς τους είχε αποχαιρετήσει χτες το μεσημέρι, μετά την εκκλησία. Τους έκανε το τραπέζι. έσφαξε δυο κότες και τις μαγείρεψε κοκκινιστές με ρύζι στην κατσαρόλα. Έκανε και δυο πίτες, μια κρεατόπιτα με αρνί που της είχε φέρει ο γαμπρός της από τα Γιάννενα και μια χορτόπιτα, με χορταρικά από το μποστάνι της. Είχε φέρει και το τελευταίο κρασί από την περσινή σοδειά. Φέτος δεν θα ήταν εδώ στον τρύγο.
Κατέβηκε λοιπόν αργά αργά τα σκαλιά, αγκάλιασε την κόρη της, της έδωσε το κλειδί και της είπε σοβαρά «Να μου προσέχεις το σπίτι. Τ’ ακούς;» «Έννοια σου, μάνα», αποκρίθηκε πρόθυμη εκείνη.
Χαιρέτησε και τους άλλους με φιλιά κι αγκαλιές, ανέβηκε στη φοράδα, ανέβηκε κι ο γαμπρός της στον καρά, και ξεκίνησαν για τη Ζίτσα, με τα δυο φορτωμένα γαϊδούρια να ακολουθούν αδιαμαρτύρητα. Προχωρούσαν το φιδιογυριστό δρόμο, πέρασαν από το Θεογέφυρο, άκουσαν τον Καλαμά να χοκλακίζει τα νερά του ανάμεσα στις θεόρατες κοτρώνες, και κάποια ώρα έφτασαν στην όμορφη κωμόπολη, πρωτεύουσα και κέντρο της επαρχίας τους. Το λεωφορείο για τα Γιάννενα θα έφευγε σε λίγες ώρες. Ξεφόρτωσαν τα ζώα και τα παρέδωσαν για φύλαξη στο χάνι Αύριο θα τα έπαιρνε ο γαμπρός για να γυρίσει στο χωριό γιατί θα τη συνόδευε στα Γιάννενα για να πάρει το αεροπλάνο -της ΤΑΕ, με τον κόκκινο πήγασο ζωγραφισμένο στα πλευρά – για την Αθήνα. Εκεί θα την περίμεναν σύζυγος και γιος. Όλα αυτά τα έκανε σαν αυτόματο.
Ούτε κατάλαβε, ούτε θυμόταν πως έφτασε στην πρωτεύουσα. Ούτε θυμόταν το γιο της που την αγκάλιασε και τη φίλησε, τον γέρο της, που άρχισε να της βολεύει τους γιούκους στο ταξί που θα την έφερνε στο νέο της σπιτικό…
Το σπίτι, βέβαια, το ήξερε. Εκείνη είχε φροντίσει να αγοράσει ο γέρος της το οικόπεδο πριν τον πόλεμο, και να χτίσει ένα μεγάλο πέτρινο δωμάτιο. Σε μια μεριά του οικοπέδου έφτιαξε ένα μικρό αποχωρητήριο. Έξω από το δωμάτιο μια βρύση, για να πλένεται κανείς το πρωί, για να κάνει τη λάτρα του μαγειρέματος και για να καθαρίζει το χώρο. Διάφορα τζάντζαλα- μάτζαλα παραταγμένα γύρω-γύρω στους τοίχους, φανέρωναν τη θλιβερή απουσία του γυναικείου χεριού.
Στο μεγάλο οικόπεδο η εικόνα της έσφιξε την καρδιά. Από το παράθυρο έβλεπε το σκονισμένο χωματόδρομο και το απέναντι σπίτι. Από την πόρτα του δωματίου, που άνοιγε προς τα μέσα, έβλεπε την ψηλή, κακοσοβατισμένη μάντρα. Ούτε ένα δεντράκι, ούτε μια πρασινάδα…
Έδιωξε με μια κίνηση του χεριού την εικόνα της κρεββάτας της. Έβαζε την καρέκλα κι άπλωνε το μάτι ως πέρα, στις μαλακές πλαγιές των βουνών, που κατηφόριζαν ως τις όχθες των ποταμών ή κόβονταν σε θεόρατα φαράγγια, κι αφήναν στο μάτι μια πιο σκοτεινή λουρίδα σκιάς, πάνω στην εναλλαγή των πρασίνων, από το ανοιχτόχρωμο του πλατανιού, το γκριζωπό της ιτιάς το σκούρο του πουρναριού… Την πονάγαν αυτές οι εικόνες…
Κι έτσι άρχισε μια θλιβερή ρουτίνα. Σηκωνόταν το πρωί, ετοίμαζε τον άντρα της για τις δουλειές του ποδαριού με τις οποίες πόρευε τη ζωή του, σκούπιζε, καθάριζε, έπλενε, μαγείρευε, πήγαινε για ψώνια στα μικρομάγαζα της γειτονιάς, στο μπακαλικάκι, σ’ ένα μανάβικο στο ψιλικατζίδικο. Τι τα θες… Όλα, με τα λεφτά στο χέρι. Όχι πως χρειαζόταν περισσότερα ή δεν της έφταναν για τη λιτή ζωή που έκαναν κι αυτή κι ο γέρος της, αλλά, να, όλα με τα λεφτά στο χέρι… Όλα έπρεπε να τα λογαριάζει και να τα υπολογίζει με το χρήμα.
Τις Κυριακές ερχόταν ο γιος της με τη φαμίλια του. Της έφερναν και φαγητά και φρούτα και ψάρια. Δεν είχε παράπονο αλλά – και πάλι αλλά – δεν τους γνώριζε πια. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει. Ένιωθε πως τους φαινόταν παράξενη αυτή η γιαγιά με τη μαύρη μαντήλα και τα συννεφιασμένο πρόσωπο. Και τι να τους έλεγε; Είχαν κι αυτοί τα δικά τους, προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα.
Και περνούσαν οι μήνες, και δίπλωσε ο χρόνος κι έφτασε ο τρίτος. Στο τέλος δεν άντεξε. «Θα πάω στο χωριό να δω το σπίτι», δήλωσε αποφασιστικά. Ο γιος της έβγαλε το αεροπορικό εισιτήριο, την πήγαν στο αεροδρόμιο και έφτασε στα Γιάννενα. Την περίμενε ο γαμπρός της. Τον είδε λίγο μαγκωμένο.
«Πώς είστε;» «Καλά…» «Η θυγατέρα μου;» «Καλά κι αυτή.»
Το βράδυ έμειναν σε ξενοδοχείο και το πρωί πήραν το λεωφορείο για τη Ζίτσα. Στο χάνι βόλεψαν τα λίγα μπαγκάζια της στον καρά και στην κόκκινη φοραδίτσα, καβάλησαν κι οι ίδιοι, και πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Της φαινόταν πως ξαναγεννιόταν. Οι πλαγιές των λόφων, με το πράσινο χορτάρι να το φυσάει το αεράκι, της φαινόταν το ωραιότερο βελούδο του κόσμου. Τα δέντρα, οι θάμνοι, οι νεροσυρμές μιλούσαν μέσα στην ψύχη της με μυστικές αρχαίες φωνές και της ψιθύριζαν στ’ αυτί ήχους μοναδικούς. Ο Καλαμάς βούιζε θυμωμένος τα νερά του στην απότομη κοίτη του λες και τη μάλωνε γιατί είχε φύγει. Η καρδιά της σπαρταρούσε κι ένοιωθε ότι έσμιγε ξανά με τον δικό της κόσμο.
Κάποια στιγμή ανηφόρισαν προς το χωριό. Σταμάτησαν στην αυλή του γαμπρού, η κόρη της έπεσε στην αγκαλιά της –
«Καλώς ήρθες μάνα! Έλα να ξαποστάσεις…» « Όχι, θα πάω στο σπίτι μου.»
Και ξεκίνησε.
Δεν παραξενεύτηκε που δεν της έδωσαν το κλειδί; Δεν αναρωτήθηκε γιατί δεν πήγαν μαζί της; Όχι. Ξεκίνησε μόνη της.
Έφτασε μπροστά στη μεγάλη αυλόπορτα, την άνοιξε με το μάνταλο. Της φάνηκε παράξενο που το δρομάκι ήταν πολυπατημένο. Ανέβηκε την σκάλα κι άνοιξε την πόρτα παραξενεμένη, που δεν υπήρχε κλειδί πάνω.
Κι άξαφνα σκοτείνιασε ο νους της. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο ως επάνω με σανό. Με σανό ντανιασμένο σε κυβικές ντάνες, βαλμένες τη μια πάνω στην άλλη, ως επάνω στο ταβάνι. Έμεινε άλαλη. Κρατήθηκε από χερούλι της πόρτας για να μην πέσει… Ούτε κατάλαβε πόση ώρα έμεινε εκεί, ακίνητη, στυλωμένη μπροστά στο κιτρινωπό χορτάρι. Το μυαλό της, η καρδιά της, όλος ο εαυτός της άδειασαν από σκέψεις, από λόγια, από συναισθήματα. Δεν ένιωθε τίποτα. Ούτε θυμό, ούτε πίκρα, ούτε αγανάκτηση. Ένιωθε άδεια.
Τράβηξε σαν αυτόματο την πόρτα και κατέβηκε τις σκάλες. Δεν πήγε να δει το περιβόλι της, που ήταν δίπλα. Δεν περπάτησε τα λίγα μέτρα να πάει ως το αμπελάκι της. Δεν πήγε καν στην εκκλησία, ν’ ανάψει ένα κερί για τις ψυχές των παιδιών της που τα κόκκαλα τους ήταν ριγμένα στο οστεοφυλάκιο της.
Γύρισε αργά στο σπίτι της κόρης της.
«Ξέρεις, μάνα, δεν είχαμε πού να το βάλουμε το σανό…» ψέλλισε εκείνη με στεγνωμένα χείλη και κατεβασμένα μάτια.
Γύρισε στο γαμπρό της: «Αύριο φεύγουμε για τα Γιάννενα. Να μου βγάλεις εισιτήριο.» Και πήγε σερνάμενη στο κρεβάτι που της είχαν ετοιμάσει…
Έφυγε για την Αθήνα κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω της. Δεν ξαναρώτησε για το σπίτι. Δεν ξαναπήγε στο χωριό. Έζησε στην Αθήνα τη μίζερη ζωή των ξεριζωμένων που τους έκλεψαν την ψυχή.
Λίγο πριν ξεψυχήσει είπε στο γιο της: «Τα κόκαλα μου, να τα πάτε στο χωριό.»
Το σπίτι σιγά σιγά ρήμαξε… Η κόρη κι ο γαμπρός γέρασαν κι εκείνοι. Δεν είχαν πια ζώα, ούτε χρειάζονταν σανό. Ούτε μπορούσαν να φροντίσουν το σπίτι της γριάς αρχόντισσας. Έπεσε η στέγη του, έγειραν οι τοίχοι του, φύτρωσαν χορτάρια και τσουκνίδες ανάμεσα στα χαλάσματα. Απόμειναν μόνο οι μικρές , κομψές καμάρες που στήριζαν την κρεββάτα, δείγμα της παλιάς ομορφιάς του.
Βιογραφικο σημείωμα
Γεννήθηκα το 1943 στο Συλόπουλο Ιωαννίνων. Ήρθα παιδί στην Αθήνα, μαζί με την πατρική μου οικογένεια. Σπούδασα Κλασσική Φιλολογια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκα στις Εκδόσεις της Αγροτικής Τράπεζας. Έχω πολλά ανέκδοτα διηγήματα.