Λατρεύω το αίολο ερωτικό κάλεσμα του τζίτζικα που καίγεται από επιθυμία ανεκπλήρωτη. Αδιαφορεί για την ενδεχόμενη ενόχληση που μπορεί να προκαλεί στα αυτιά των ανέραστων. Ρισκάρει τη ζωή του ψάχνοντας για το ταίρι του. Απελπισμένο αρσενικό τερέτισμα σκεπάζει τη χώρα μου κάθε καλοκαίρι προσπαθώντας να διατυμπανίσει πως αξίζει ακόμα και να πεθάνει κανείς για να συναντήσει τον Έρωτα.
« Σκάσε πια! » του φώναξα ένα καυτό Αυγουστιάτικο βράδυ καθώς δεν έλεγε να πάει για ύπνο. Πανικόβλητος άφησα την πευκόφυτη αυλή μου και μπήκα στη κουζίνα. Τράβηξα νευριασμένος τη πόρτα του ψυγείου λες και της ζητούσα το λόγο για τη συμπεριφορά εκείνης της νύχτας. Άρπαξα ένα καταπαγωμένο κουτάκι μπύρας και με βιαστικές κινήσεις απελπισμένου πίεσα το μικρό δαχτυλίδι και άνοιξα τη πόρτα για τη λύτρωση. Αχόρταγα άρχισα να καταπίνω μέχρι να τεθεί υπό έλεγχο η πυρκαγιά που ρήμαζε τη καρδιά μου. Αυτός ο αναίσθητος εμπρηστής των δέντρων όμως συνέχιζε κι εγώ δεν το έβαζα κάτω. Δεύτερη μπύρα, τρίτη, τέταρτη και πάει λέγοντας. Μούδιασα και η ακοή μου κουλουριάστηκε σε μια γωνιά τρομαγμένη. Απασχόλησα τα χέρια μου με τα μαχαιροπήρουνα που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι για να μη μπουν στο πειρασμό να αγκαλιάσουν το κενό. Ανάγκασα τα μάτια μου να καρφωθούν στον καπνό ενός τσιγάρου ακολουθώντας την πορεία του μέχρι να εξαφανιστεί. Κάθισα στη ψάθινη πολυθρόνα και εκεί συνειδητοποίησα πως το σώμα μου έκλαιγε. Δεν υπήρχε ούτε χιλιοστό στη σάρκα μου που να μην είναι δακρυσμένο και φαντάστηκα την αυλή μου να μετατρέπεται σε ωκεανό και να με καταπίνει.
« Μη φοβάσαι, ξέρεις κολύμπι! » μου ψιθύρισε ο τζίτζικας που είχε μόλις προσγειωθεί σε ένα από τα λουλούδια του τραπεζομάντηλου. Αυτόματα, όπλισα το χέρι μου με μια πευκοβελόνα και όρμησα επάνω του για να τον καρφώσω, να τον ακινητοποιήσω και να τον υποχρεώσω να πνιγεί μαζί μου. Τη τελευταία στιγμή σταμάτησα και την έσπασα στα δύο γιατί θυμήθηκα πως είμαι καλός άνθρωπος. Αυτός έβαλε τα γέλια, συνέχισε το τραγούδι του ανενόχλητος κι εγώ συνειδητοποίησα πως η μπύρα μου είχε ζεσταθεί.
« Δε γαμιέται! Μπορώ να δροσιστώ και με ζεστή μπύρα! » σκέφτηκα και αποτελείωσα το έκτο κουτάκι. Δεν έχω μετρήσει ποτέ πόσες μπύρες χρειάζονται για να πάψω να ακούω αυτό το αφόρητο « ζει, ζει, ζει ζει » του Ελύτη από το στόμα του καλοκαιριού. Κάποια στιγμή ξέρω πως το καταφέρνω πάντως. Και περνάω σε μια άλλη διάσταση όπου την ξανασυναντώ και στροβιλιζόμαστε σε ιδρωμένα σεντόνια και μου χαμογελά και με τυλίγει με τα μακριά μαλλιά της και με φυλακίζει στην αιωνιότητα. Είμαι ξανά ευτυχισμένος και την παρακαλώ να μείνει λίγο ακόμα αλλά μου εκμυστηρεύεται πως σκοπίμως έφυγε για να μη τη βαρεθώ. Μου υπόσχεται πως θα ξανάρθει σύντομα και εξαφανίζεται αφήνοντας με λουσμένο με το πρωινό αμείλικτο φως που διογκώνει την έλλειψη μου. Περνάω τη μέρα μου απασχολώντας τον εαυτό μου με υποχρεώσεις που του φορτώνω αλλά μόλις σουρουπώσει θα πιαστώ στα δίχτυα αυτού του ξεδιάντροπου δευτερόλεπτου που θα με μεταφέρει στο σκοτάδι. Αν είναι χειμώνας, καλώς. Όλα παγώνουν. Αν είναι Φθινόπωρο, αντέχω. Όλα πνίγονται στα πρωτοβρόχια. Η Άνοιξη όμως με δυσκολεύει γιατί έχει τα αρώματα που χρησιμοποιούσε εκείνη για να με σαγηνεύει. Ώσπου έρχεται το σαρωτικό ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ για να με αποτελειώσει. Νιώθω μαριονέτα στα χέρια ενός ανελέητου Θεού που παίζει κουκλοθέατρο ξαπλωμένος σε μια αιώρα υπό τη συνοδεία του τραγουδιού των ευνοημένων του τζιτζικιών. Με εκδικείται γιατί με άκουσε κάποια στιγμή να της λέω πως δεν πιστεύω σε Αυτόν. Και κήρυξε τον πόλεμο εναντίον μου. Έστειλε τα τσιράκια του να μου σπάσουν τα νεύρα με το ατελείωτο « ζει, ζει, ζει, ζει »
Είμαι έξαλλος! Κραυγάζω στο φεγγάρι που με κοιτά με πονηρό χαμόγελο, χαστουκίζω το τζιτζίκι από το τραπέζι μου και επιτέλους το βουλώνει.
« Ζζζ » τολμά ξανά να ξεστομίσει και δεν αποτελειώνει τη φράση του γιατί το λιώνω με την παλάμη μου και ουρλιάζω για να καταλάβει επιτέλους πως ο δικός μου στίχος είναι « ΔΕΝ ζει, ΔΕΝ ζει, ΔΕΝ ζει ! »