Είμαι μια βελονιά στο στρίφωμα της Ιστορίας. Πατέρας μου ο Χρόνος ράφτης και μητέρα μου η Ζωή, επιδέξια υφάντρα της ανάσας εκατομμυρίων εμψύχων και αψύχων όντων αυτού του κόσμου.
« Υπάρχω μέσα από σένα » άκουγα να της ψιθυρίζει, στους ερωτικούς εναγκαλισμούς τους και εκείνη αναστέναζε ναζιάρικα καθώς του απαντούσε « Χωρίς εσένα δεν θα είχα λόγο ύπαρξης».
Σκυμμένος ο Χρόνος στο εργαστήρι του, έκοβε σε διαφορετικά μήκη και μετρούσε τα πολύχρωμα νήματα της Ζωής που άλλη δουλειά δεν είχε παρά να δημιουργεί για χάρη του. Μόνο γι’αυτόν, αν και ήξερε πως εκείνος θα αποφάσιζε για τη διάρκεια ύπαρξης κάθε προσπάθειας της να γίνει αθάνατη. Γνώριζε πως για κάθε δημιούργημα της θα ερχόταν κάποια στιγμή που θα τον άκουγε να ακονίζει τις λάμες του ψαλιδιού του για να κόψει τον ομφάλιο λώρο που τη συνέδεε με τα δισεκατομμύρια παιδιά της.
Ένα από αυτά τα παιδιά υπήρξα κι εγώ.Καρπός του Έρωτα τους, βρέθηκα να ζω στους πρόποδες της Ακρόπολης και να παίζω ως μωρό κουδουνίζοντας την πήλινη πλαταγή μου, αργότερα να ντύνω και να στολίζω τις πλαγγόνες μου και γύρω στα έξι μου χρόνια έχω αναμνήσεις από το μαντήλι που μου έδεναν στα μάτια οι φίλοι μου για να παίξουμε χαλκή μυία. Θυμάμαι επίσης τον ήχο «μπιζ» όταν η επιλογή μας ήταν ο κολλαβισμός. Και φυσικά δεν έχω ξεχάσει το αγαπημένο μου παιχνίδι, την αποδιδρασκίνδα. Ίσως μου άρεσε περισσότερο γιατί τους ξετρύπωνα όλους πολύ γρήγορα και χωρίς να χάσω. Ήμουν ένα ευτυχισμένο και υγιές παιδί όπως τόσα άλλα. Δυστυχώς όμως δεν κατάφερα να επιβιώσω πέραν του ενδεκάτου έτους για λόγους που ποτέ δεν έμαθα. Η τελευταία πίτα με μέλι που είχε φτιαχτεί ειδικά για τα γενέθλια μου, είχε δέκα κεριά επάνω και είναι βέβαιο πως τα έσβησα με τη μία αλλά οι ευχές των αγαπημένων μου προσώπων για μένα, δεν έφτασαν ποτέ στους θεούς. Αντί να συνεχίσω να μεγαλώνω χαρούμενα, ασθένησα βαρύτατα ξαφνικά και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει ποιά μπορεί να ήταν η ύβρις που απαιτούσε την ανυπαρξία ενός παιδιού της ηλικίας μου και όχι μόνο. « Σύνδρομο του Θουκυδίδη» ονόμασαν τη μάστιγα που εξαπλώθηκε στη πολιορκημένη από τους Σπαρτιάτες πόλη μου και γόος μονάχα ήταν ο κυρίαρχος ήχος εντός των τειχών. Δεν άντεξα. Ξάπλωσα για πάντα σε έναν ομαδικό τάφο του Κεραμεικού και κοιμήθηκα εκεί 2.500 χρόνια έχοντας για συντροφιά τις απορίες μου. Ώσπου κάποιος άκουσε το απελπισμένο « γιατί » που αιωρούνταν στο νεκροταφείο και έσκαψε για να με βρει. Αφουγκραζόμουν την αγωνία του αλλά δεν επιτρέπεται στους νεκρούς να δίνουν οδηγίες. Ήρθαν κι άλλοι να βοηθήσουν και τελικά κατάφεραν να με ανασύρουν και να ζεστάνουν τα κόκαλα μου με τον υπέρλαμπρο Αττικό ήλιο. Εκείνη τη μαγική στιγμή βαπτίστηκα ξανά και μου δόθηκε η σπάνια ευκαιρία μιας δεύτερης αέναης ζωής. Είμαι ξανά ένα κορίτσι έντεκα ετών με στεφανάκι στα μαζεμένα μου μαλλιά και έντονο καθάριο βλέμμα για να ατενίζω την πρόοδο σας γεμάτη περηφάνια. Ναι, είμαι περήφανη και γαλήνια Ελληνίδα πια γιατί άκουσα πως σήμερα μπορούν όλα τα παιδιά του κόσμου να σωθούν από απειλές όπως ο τυφοειδής πυρετός. Έχω ένα αμυδρό μειδίαμα ικανοποίησης και πίστη πως κάποια στιγμή θα αγαπήσετε αλλήλους και θα ανακαλύψετε το φάρμακο για το χειρότερο δεινό όλων, τον πόλεμο. Συγχωρείστε τη φλυαρία μου αλλά έμεινα βουβή από το 430 π.Χ , όταν ο παππούς Ιπποκράτης πάλευε να βρει τα μέσα που διαθέτετε εσείς σήμερα για να με σώσει. Γι’ αυτό να έρχεστε συχνά να τα λέμε στο καινούριο μου σπίτι. Είστε πάντα ευπρόσδεκτοι. Είμαι μια βελονιά που ξεστράτισε από το στρίφωμα της Ιστορίας καικατοικώ στο Μουσείο.
Το όνομα μου είναι ΜΥΡΤΙΣ!