Η ζωή του μια λίμνη με βυσσινάδα γλυκιά σε ανέφελο ουρανό. Όλα εύκολα! Παιδική ηλικία ανέμελη, πτήση στην εφηβεία με ελάχιστες αναταράξεις, προσγείωση στην ενήλικη ζωή με απόλυτη επιτυχία. Λαμπρές σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια, συμπυκνωμένες σε πανάκριβο χαρτοφύλακα που κρατά κάθε πρωί με το στιβαρό χέρι του. Ένα ROLEX στον αριστερό καρπό αντί για τατουάζ ξεπροβάλλει από το μανίκι του πανάκριβου σακακιού του κάθε πρωί καθώς φτάνει στη δουλειά και καλεί τον ανελκυστήρα για το εικοστό τέταρτο πάτωμα. Μόλις τριάντα πέντε ετών, με ματιά κυνηγού και αυτοπεποίθηση λέοντα, πάντα έτοιμος να κατασπαράξει ανυποψίαστα θηράματα. Κάθε μέρα καινούριος στόχος, άφθονη ροή αδρεναλίνης και απόλυτη ηδονή όταν σουρουπώνει και το δειλινό μετακομίζει σε ένα ποτήρι ουίσκυ.
Δεν πτοείται από τη μελαγχολική διάθεση του Σεπτέμβρη και εισβάλλει με χαμόγελο στο υπερσύγχρονο ασανσέρ μοιράζοντας καλημέρες και πονηρά χαμόγελα με υπονοούμενα στις όμορφες συναδέλφους. Οι πόρτες κλείνουν και η ανοδική πορεία ξεκινά.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος τρομάζει τα φώτα που τρεμοπαίζουν και η ζωή παγώνει. Υπάρχει όμως φωτιά πάντα μέσα στον πάγο. Η λίμνη ταράζεται, εκτοξεύει κουκούτσια από το πάτο της και η βυσσινάδα γίνεται πορφυρό αίμα που πλημμυρίζει το πάτωμα, ανεβαίνει σιγά σιγά και εγκλωβίζεται στο χώρο χωρίς καμιά διέξοδο. Η στάθμη ανεβαίνει και πυροδοτεί τον τρόμο στα μάτια όλων που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ανέμελοι και κυρίαρχοι της ζωής τους.
Κραυγές απελπισίας αναμιγνύονται με δάκρυα και μια αιματοβαμμένη απορία γεννιέται για να ωριμάσει αυτοστιγμεί και να μαστιγώσει τα μυαλά τους. «Γιατί;» περνούν σαν σφαίρες τα πέντε γράμματα από τα χείλη του αλλά εξοστρακίζονται και καταλήγουν στη λίμνη. Η αναπνοή του επιταχύνεται και προσπαθεί να αντλήσει οξυγόνο από τα μάτια των άλλων. «Θέλω τη μαμά μου» γράφουν τα χέρια του όπου βρουν. Στο στήθος, στη κοιλιά, στα μάγουλα, εμφανίζονται τρυφερά ξεχασμένα αγγίγματα και τον κρατάνε όρθιο. «Να μη ξεχάσω τα γενέθλια της Άνναμπελ», «Αύριο έχω την ετήσια συνάντηση των συμφοιτητών από το κολλέγιο», «Πόσες φορές έχω κάνει έρωτα στη ζωή μου;», «Θέλω ένα ζεστό καπουτσίνο». Κάποιος ρίχνει βροχή από λέξεις στο κεφάλι του και δεν μπορεί να προστατευτεί. Κάποιος αποσυντονίζει τις λειτουργίες του με σατανικό τρόπο και δεν ορίζει πια τη σκέψη του.
Μου λύθηκαν τα κορδόνια, μονολογεί. Δεν μπορεί να κάνει ούτε βήμα. Ψάχνει στη τσέπη του σακακιού του και βρίσκει μια οδοντογλυφίδα. Την κλείνει στη παλάμη του κάθετα και τη σφίγγει για να νιώσει το τρύπημα της. Είναι ακόμα ζωντανός. Ανοίγει τα δάχτυλα και την κρατά σαν μπαγκέτα μαέστρου συμφωνικής ορχήστρας. Διευθύνει αόρατες νότες που υπερίπτανται των καταστάσεων αλλά σταδιακά όλα καλύπτονται από κόκκους σκόνης. Κάποιος στον ουρανό ραντίζει με άχνη ζάχαρη το κέικ που μόλις βγήκε από το φούρνο. Φαίνεται πως ξεχάστηκε παρακολουθώντας ταυτόχρονα μια σαπουνόπερα και θα τους πνίξει με τόνους ζάχαρη. Ένα ρεύμα αέρα παρασύρει τα γλυκά ψήγματα που βρίσκουν καταφύγιο στα ρουθούνια του. Δυσκολεύεται να ανασάνει. Προσπαθεί να βήξει και γονατίζει γλιστρώντας στα τοιχώματα του ασανσέρ. Ο δείκτης είναι κολλημένος στο έβδομο πάτωμα. Μέχρι εκεί κατάφερε να φτάσει.
«Πρέπει να κατέβω». Κουλουριάζεται στη γωνία και αγκαλιάζει το κεφάλι του για να συγκεντρωθεί. «Σκέψου πώς θα κατέβεις πιο χαμηλά. Πώς θα φτάσεις στο μηδέν. Σκέψου….Μηδέν!» Ξαφνικά ένα μηδενικό γίνεται πολύτιμο και εξουσιάζει τη ζωή. Όλοι οι αριθμοί υποκλίνονται και αποχωρούν με δέος. Συνωστίζονται και πιέζουν τη πόρτα. Διεισδύουν στη σχισμή και σπρώχνουν αργά σαν να διακορεύουν ένα παρθενικό υμένα. Η αντίσταση της κάμπτεται και ανοίγει τις πύλες της για να επιτρέψει στην ελπίδα να του πιάσει το χέρι. Νιώθει να τον τραβούν για να σηκωθεί αλλά εκείνος είναι καθηλωμένος. Του ουρλιάζουν να βιαστεί και τον σέρνουν στο πάτωμα χωρίς οίκτο. « Ήταν ωραία στη νεροτσουλήθρα πέρσι στις διακοπές». Γύρω του αιωρούνται παντός είδους μικρά σωματίδια που μοιάζουν με λέπια από το σώμα τεράστιου ψαριού. Νιώθει σαν τον Εσταυρωμένο την ώρα της αποκαθήλωσης καθώς τον μεταφέρουν στις σκάλες μισολιπόθυμο. Υπάρχει μία πομπή που ευλαβικά οδεύει προς τα κάτω. Τα σκαλοπάτια μετατρέπονται σε χρωματιστό χαλί που ποδοπατούν μανιασμένα πόδια. Δεν υπολογίζουν τίποτα και κανένα στο πέρασμα τους. Ποδοπατούν αχόρταγα ιστορίες ανθρώπων αδιαφορώντας για τη διατήρηση της ύπαρξης τους. Υπολείπονται εβδομήντα πέντε σκαλοπάτια μέχρι την έξοδο και ένα τέρας βρυχάται για να υπενθυμίσει σε όλους την ύπαρξη του. Η ζέστη είναι αφόρητη και αισθάνεται να βυθίζεται σε μια μπανιέρα με ούρα. Όλα έχουν μια κιτρινωπή απόχρωση που τρεμοσβήνει καθώς το τέρας παίρνει βαθιές ανάσες. Έχουν χαθεί το χθες, το αύριο, το σήμερα και το μόνο που ακόμα παλεύει να δει το φως είναι η θέληση. Η άρνηση πως όλα μπορεί να τελειώσουν εδώ. Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα. Τα πάντα λικνίζονται και το τέρας τρίζει τα δόντια του. Ετοιμάζεται να δαγκώσει τους τοίχους, να κάνει μια χαψιά τα επιτεύγματα αυτού του πολιτισμού. Με σαδιστική διάθεση παρατείνει την αγωνία ώσπου να βαρεθεί και να ανοίξει διάπλατα το στόμα. Εκείνος βρίσκεται ακόμα κρεμασμένος από τις μασχάλες σε δύο άγνωστες πλάτες που προχωρούν μόνες, χωρίς πρόσωπο. «Θυμάμαι το ταγκό που χορέψαμε στην Piazza San Marco το περσινό Καρναβάλι». Αυτό είναι όλο. Ένα Καρναβάλι που τελειώνει και όλα πρέπει να καούν για να υπάρξει ένα φρέσκο ξεκίνημα. Καταλαβαίνει πως η διαδρομή έχει τελειώσει καθώς τον εγκαταλείπουν σε ένα λιβάδι κατάσπαρτο από κομμάτια σάρκας, σίδερα, γυαλιά ανακατεμένα με ήχους σειρήνων, ουρλιαχτά τρόμου και μια πηχτή ομίχλη. «Γιατί με άφησαν μέσα σε μια κατσαρόλα με πουρέ;» Προσπαθεί να ανασηκωθεί μέσα από αυτό τον πολτό που απειλεί να τον καταπιεί και ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα του νομίζοντας πως έτσι θα μπορέσει να αντικρύσει μια καινούρια ζωή. Μισοανοίγει τα χείλη αλλά δεν έχει μάθει ακόμα να μιλά τη γλώσσα του χάους. «Πρέπει να πάω σουπερμάρκετ».
Αδυνατεί να κατανοήσει πως όλα άλλαξαν σε μια στιγμή, επιμένει να γαντζώνεται στα γνώριμα μονοπάτια και το μόνο που συνειδητοποιεί είναι πως ποτέ ξανά δεν θα είναι ολόκληρος. Θα μείνει σ’ αυτή τη γη που ορφάνεψε από αγάπη και σταμάτησε να γεννά λαμπρές ιδέες. Θα προχωρά με σκυφτό κεφάλι και θα αφοδεύει πνευματικές ακαθαρσίες. «Ίσως προλαβαίνω να……»
Το τέρας με ένα τελευταίο βρυχηθμό χαστουκίζει την αλαζονεία του εικοστού αιώνα δίνοντας έτσι ένα μάθημα ανυπαρξίας. Σιωπή……….