Ό,τι χρειάζομαι βρίσκεται μέσα σε μια σύριγγα. Με κάνει να αντέχω τις ελλείψεις μου και για λίγο νιώθω βασιλιάς. Φοράω ακάνθινο στεφάνι με διαμάντια και υπερίπταμαι φτύνοντας το κόσμο που φτιάξατε για μένα.
Δεν σας γουστάρω! Ξαπλώνω σε ένα σύννεφο και ονειρεύομαι μια αγκαλιά που δεν θα ζητά ανταλλάγματα. Μέχρι να τη βρω θα εμποτίζω τις φλέβες μου με παραισθήσεις και θα ζω στο περιθώριο της σελίδας. Από εκεί θα σπρώχνω με όλες μου τις δυνάμεις τους αυστηρούς κανόνες που με κοιτούν απαξιωτικά.
Χθες το βράδυ έπαιξα ποδόσφαιρο με κοκκινομάλλες κατσαρίδες και κολύμπησα με πέντε ποντίκια σε μια πετρελαιοκηλίδα. Ξεβράστηκα σε μια παραλία με καρφιά και πάνω μου έπεφταν πούπουλα από αλουμίνιο. Σηκώθηκα αμέσως και άρχισα να επιμηκύνομαι μέχρι που το κεφάλι μου ακούμπησε το Σείριο. Του ζήτησα να με αγκαλιάσει αλλά μου είπε πως δεν έχει χέρια. Τυλίχτηκα αμέσως και έγινα ένα τεράστιο κόκκινο αβγό που κατρακύλησε πάλι στη γη. Με μια δυνατή έκρηξη απαλλάχτηκα από το περίβλημα μου και ξαναβγήκα στο σκοτάδι.
Ένας γύπας δάγκωσε τον ώμο μου με το ράμφος του και ένα μικρό ελεφαντάκι χοροπηδούσε χαρούμενα σε ένα τραμπολίνο. Ανέβηκα κι εγώ. Ένα τρενάκι σφύριζε δαιμονισμένα κάνοντας κύκλους γύρω από μένα και για μια στιγμή είδα τη μάνα μου να μου φωνάζει να ανέβω. Δεν νιώθω τα πόδια μου, ούρλιαξα, και άρχισα να περπατάω με τα χέρια. Ζήτησα από μια μύγα να μου δανείσει τα δικά της αλλά τα χρειαζόταν για να γράφει. Άρχισα να γελάω κραυγαλέα όταν ένα χταπόδι τρύπωσε στο στόμα μου και άρχισε να μου βγάζει τα δόντια. Εξαφανίστηκε στο βάθος του λάρυγγα μου και δεν το ξαναείδα. Ξέρω, όμως, πως ήταν εκεί γιατί πρήστηκε η κοιλιά μου και φούσκωσα και πέταξα ελεύθερος πάνω από το σπίτι μου. Είδα τον πατέρα μου να τσακώνεται για το χωράφι με τον γείτονα και τη μάνα μου να προσπαθεί να τους χωρίσει. Ήθελα μία καρφίτσα να τη βάλω πάνω τους να σκάσουν και όλα να σιγήσουν, αλλά τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Μια καμήλα με έσπρωξε για να περάσει και μου έδωσε ένα γλυκό φιλί. Κάναμε έρωτα στον αέρα και με χαστούκισε γιατί της είπα πως την αγαπώ. Τα διαμάντια στο στεφάνι μου έγιναν δάκρυα που κύλησαν στο χώμα και πλημμύρισαν την αυλή της γιαγιάς μου. Έβγαλα από τον ξυλόφουρνο ζεστό ψωμί και έτριψα το σώμα μου με τα ψίχουλα. Μύρισα καψαλισμένη σάρκα και έκανα μια βουτιά στο συντριβάνι της γειτονιάς μου. Έσπασα όμως τα χέρια μου και σύρθηκα σαν φίδι πάνω στο στρώμα μου. Από εκείνη τη στιγμή μένω ακίνητος και περιμένω υπομονετικά να φυτρώσουν ξανά πόδια, χέρια και δόντια. Αρχίζω να πονάω στο στέρνο και ακούω μια σειρήνα να πλησιάζει. Πάνω μου σκύβουν ένας γορίλας ντυμένος καπετάνιος, μία κάμπια με ζαρτιέρες και ένας λαγός με φράκο. Με ρίχνουν σε μία βάρκα και με ξαπλώνουν πάνω σε ένα κουπί. 20 μοίρες πορεία δεξιά, πρόσω ολοταχώς φωνάζει ο γορίλας. Η κάμπια αρχίζει να γδύνεται και ο λαγός παίζει φυσαρμόνικα. Η βάρκα τρέχει γρήγορα στις άδειες λεωφόρους αδημονώντας να διασώσει τον περίπλου της ζωής, μυρμήγκια στήνουν οδοφράγματα. Χαμογελώ σαρκαστικά κλείνοντας τα μάτια καθώς ακούω την κάμπια να ανακοινώνει γυμνή πως είμαι περίπου νεκρός.