Πρέπει να μιλήσω εγώ γιατί η δική του φωνή κλείδωσε ερμητικά τις χορδές της και πέταξε το κλειδί στη λήθη. Παραχώρησε τη θέση της στην όραση του. Στα μάτια του μπορεί κανείς να διαβάσει τη φωτιά που κατάκαψε το γέλιο που κυριαρχούσε στη ζωή του. Κάθεται πάντα σιωπηλός στον προσφυγικό καταυλισμό και ακολουθεί υποτακτικά τις εντολές των συμπατριωτών του και του διερμηνέα των κοινωνικών υπηρεσιών. Ταξίδεψα μαζί του ακολουθώντας τα πληγιασμένα του πόδια. Πέρασε βουνά και πεδιάδες με σκυφτό κεφάλι σαν ένοχος που διεκδικούσε αναστολή της θανατικής του ποινής. Στοιβάχτηκε σαν εμπόρευμα σε αλιευτικό που βιαζόταν να ξεβράσει τη πραμάτεια του και άντεξε τον τρόμο των ανθρώπων που δεν ήξεραν κολύμπι. Ένα δίχτυ σωτηρίας τον ανέσυρε ξαφνικά από τα παγωμένα νερά του Αιγαίου ακριβώς τη στιγμή που η θέληση του για ζωή είχε στερέψει.
Με κρατά πάντα σφιχτά στη χούφτα του σαν θησαυρό και με ελευθερώνει μόνο το βράδυ για να με κρύψει κάτω από το μαξιλάρι του. Πλησιάζει τα χείλη του ευλαβικά στην τραχιά επιδερμίδα μου και μου αφήνει μια καληνύχτα με ένα απαλό φιλί. Δεν θέλει να με αγγίζουν ξένα βλέμματα γιατί στα παιδικά του μάτια είμαι το σύνολο των αναμνήσεων του από το Χαλέπι. Είμαι ένα συμπαγές μικρό κομμάτι που άρπαξε βιαστικά εκείνη τη νύχτα της κόλασης μέσα από τα χαλάσματα. Είμαι όμως και η προέκταση του χεριού της μάνας του, την ώρα που τον έσπρωχνε ουρλιάζοντας να τρέξει, να σωθεί. Είμαι η καλημέρα του πατέρα του έξω από το μαγαζί τους, τα γέλια και τα πειράγματα των φίλων του στα σουκ.
Στον πυρήνα της ύπαρξης μου κρύβω όλα αυτά που έχασε μέσα σε ένα λεπτό. Ο χρόνος για τον Αρίφ συμπυκνώθηκε σε εξήντα δευτερόλεπτα και σταμάτησε εκεί. Δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Θα μείνει πάντα έξι ετών μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Ένα πυρακτωμένο βλέμμα θα σιγοκαίει όλες τις χαρές που θα προσπαθήσουν να εισβάλλουν στη ζωή του. Κουβαλά στην καρδιά του συσπάσεις τρόμου και η μνήμη έχει διαγράψει τη λέξη «χαρά» από το τεφτέρι της. Έχει συγκρατήσει μόνο ουρλιαχτά, κλάματα, θάνατο. Μοιάζουμε πολύ τώρα πια. Είμαστε και οι δύο πετρωμένοι! Απλά καταγράφουμε στιγμές χωρίς να έχουμε τη δυνατότητα να αισθανθούμε. Εγώ σέρνω αιώνες ζωής στο άρμα μου με σημάδια από τον Μέγα Αλέξανδρο, το Βυζάντιο, τους Οθωμανούς, τους Ρωμαίους, τους Γάλλους και….
Επέζησα εκατομμύρια χρόνια στον ίδιο τόπο ακούγοντας τις αλλαγές των εποχών. Εμποτίστηκα με την σοφία και την αβελτηρία που άφησαν στο πέρασμα τους οι άνθρωποι πάνω μου. Με κλώτσησαν, με περιεργάστηκαν, με χρησιμοποίησαν όπως τους βόλευε αλλά δεν μπόρεσαν να με εξαφανίσουν. Δέχτηκα τη θωπεία του καυτού ήλιου και το ράπισμα της βροχής, αλλά άντεξα. Πάνω μου σωριάστηκε η τελευταία ανάσα αμέτρητων ψυχών και με πότισε με το αίμα της. Άκουσα όρκους αιώνιας αγάπης από ερωτευμένους και στρατηλάτες να καταστρώνουν τα σχέδια τους.
Ώσπου με άρπαξε το χέρι του και με κράτησε σφιχτά ανάμεσα στα δάχτυλα του. Είμαι όλος ο κόσμος τώρα για τον Αρίφ. Είμαι το σπίτι του, η οικογένεια που έχασε, οι φίλοι που δεν θα ξαναδεί, οι μυρωδιές που θάφτηκαν στα ερείπια. Με κοιτάζει με απορημένο βλέμμα και εγώ αδυνατώ να του εξηγήσω το λόγο που οι άνθρωποι δεν έμαθαν και δεν θα μάθουν ποτέ από τα λάθη τους. Περιμένει ίσως από μένα να τον αγκαλιάσω, να του χαϊδέψω το κεφάλι, να του διηγηθώ ένα παραμύθι. Η μοναδική μου δυνατότητα όμως είναι η υπομονή. Μόνο αυτό μπορώ να του διδάξω και νομίζω πως όσο με κοιτά, ένας δίαυλος επικοινωνίας ανοίγει τις πύλες του για να μας διευκολύνει. Νιώθω τις σκέψεις του να περπατούν πάνω μου αλλά διαδέχονται τόσο γρήγορα η μία την άλλη που δυσκολεύομαι να κατανοήσω και να τιθασεύσω το χάος των συνειρμών του.
Αρχίζω να αναρωτιέμαι γιατί προσπαθώ να τον καταλάβω, αλλά η απάντηση με αναστατώνει τόσο πολύ που κινδυνεύω να εκραγώ και να μετασχηματιστώ σε κάτι που δεν θα μπορεί να αναγνωρίσει πια. Είναι η πρώτη φορά που ενδιαφέρομαι για τα πράγματα που αντιπροσωπεύω. Ίσως γιατί ποτέ κανείς δεν εναπόθεσε πάνω μου όλη του την ύπαρξη μετουσιώνοντας με σε κάτι ιερό γι’αυτόν. Με ακουμπά πάνω στη καρδιά του και με σφίγγει σαν να οξυγονώνεται από τους πόρους μου. Με κοιτά με τις ώρες και με ποτίζει με την αλμύρα των δακρύων του. Κι εγώ μέρα με τη μέρα, λεπτό το λεπτό, αρχίζω να πάλλομαι εσωτερικά και να ….ΝΙΩΘΩ!
Συνειδητοποιώ πως στα μάτια του Αρίφ καθρεφτίζεται ο τρόμος του πολέμου και η απόγνωση της ορφάνιας. Έχει αποφασίσει να τα εξαφανίσει καταπίνοντας τη φωνή του. Το δηλητήριο της φρίκης, όμως, πάντα βρίσκει τον τρόπο να σκοτώσει. Το κορμί του σπαράσσεται από δονήσεις, τα χέρια του τρέμουν, η ανάσα του κόβεται με τον παραμικρό θόρυβο, η καρδιά του χτυπά σαν να είναι η τελευταία φορά. Και δεν μπορεί να εκφράσει τίποτα. Γιατί νιώθει πια ένα τίποτα. Έχει παραδοθεί στην ανυπαρξία άνευ όρων.
Πρέπει να μιλήσω! Πρέπει να βρω τον τρόπο να απαλύνω τον πόνο του γιατί δεν θα αντέξει. Παρακαλώ τα κύτταρα μου να συνεργαστούν για να του δείξουν πως καταλαβαίνω. Ικετεύω το σύμπαν να μου επιτρέψει να μαλακώσω για ένα δευτερόλεπτο και να τον κλείσω στην αγκαλιά μου για να νιώσει ασφαλής. Ίσως όμως να είναι τυχερός τώρα που έγινε κι αυτός…ΠΕΤΡΑ!
Εγώ όμως δεν θα υπάρξω ποτέ ξανά όπως ήμουν. Νιώθω μια υγρασία στην επιφάνεια μου και του ορκίζομαι πως δακρύζω για να ξεπλύνω τη δυστυχία από τα καρβουνάκια που έχει για μάτια.
Πιστεύω σε Ένα Θεό;