« Άμα την εμφάνιση », ξεστόμισε ο σοφός με ύφος δέκα καρδιναλίων στο βλέμμα και τόνο φωνής βαθύ όσο και η ημιμάθεια του. Συνέχισε διανθίζοντας τη λεκτική βλακεία του με εκφράσεις που προφανώς κάπου είχε ακούσει χωρίς να προλάβει να εγγράψει στον εγκέφαλο του το σωστό τονισμό. Ευτυχώς περιορίστηκε στον προφορικό λόγο τη στιγμή που εκμεταλλεύτηκε τα πανάρχαια όπλα μου. Τώρα πια τα έχω στοιβάξει σε αραχνιασμένες σελίδες στις λιγοστές βιβλιοθήκες της πατρίδας μου και τα εμφανίζω μόνο σε λίγους που ενδιαφέρονται να μάθουν την ιστορία μου. Ένα από αυτά τα όπλα ήταν η δοτική πτώση, την οποία αποφάσισαν να περιορίσουν σε κάποια μετακόμιση από τη μία εποχή σε μία άλλη, πιο σύγχρονη. Εν ονόματι της απλοποίησης, άρχισαν να απλώνουν τα χέρια τους πάνω μου όχι για να με θωπεύσουν αλλά για να αφαιρέσουν τα κοσμήματα που χρησιμοποιούσα για να στολίζω τις λέξεις μου. Δεν με ρώτησαν ποτέ όμως αν λυπήθηκα γι’ αυτό. Μου αφαίρεσαν την περισπωμένη και τώρα δεν έχω πια ένα δαντελένιο κυματάκι Αιγαίου να ξαπλώνω και να λιάζομαι. Ούτε να στέκομαι στη σκιά της όταν το θερμόμετρο ανεβαίνει ψηλά. Μου έκλεψαν επίσης τα δύο τσαρούχια που είχα, ψιλή και δασεία τα ονόματα τους, για να ρίχνω καμιά κλωτσιά στις ριπές του ανέμου που ξεστόμιζαν. Μου αφαίρεσαν και το μικρό μου μπαστούνι, την υπογεγραμμένη, γιατί έπρεπε είπαν να σταθώ στα δικά μου πόδια, χωρίς βοήθεια. Και τρέχω τώρα, αλαφιασμένη, φωνάζοντας τους να σταματήσουν να ασελγούν πάνω σ’ αυτό το κορμί που επιζεί χιλιάδες χρόνια αλλά μονίμως πέφτω πάνω σε αγκύλες παραταγμένες με σκοπό να ανακόψουν την πορεία διαμαρτυρίας μου. Δεν το βάζω κάτω όμως. Παίρνω φόρα και με το δεξί πόδι λακτίζω την αγκύλη, την ισοπεδώνω και προχωρώ για την επόμενη. Τρέχοντας με αγωνία να περισώσω τα υπάρχοντα μου, κάποια στιγμή κουράζομαι και ευτυχώς συναντώ μία παρένθεση. Την σπρώχνω ελαφρά για να γονατίσει και εκείνη γίνεται αμέσως μία αιώρα που μέσα της προσωρινά ξαπλώνω και βρίσκω καταφύγιο. Ξαποσταίνω για λίγο και με ξυπνούν οι φωνές των παιδιών μου που καυγαδίζουν ζουζουνίζοντας πάνω από το κεφάλι μου. Αυτό που μιξοκλαίει είναι το ύψιλον που παραγκωνίστηκε από το βήτα σε λέξεις όπως το αβγό. Τσακώνεται μαζί του και προσπαθεί να του ανοίξει τα χέρια αλλά αυτό πεισματικά αρνείται να μετατραπεί σε όρθιο ωμέγα. Ακολουθεί το γιώτα που εκδιώχθηκε από το ήτα μέσα σε ένα κτήριο. Ουρλιάζει και το ωμέγα που δεν χρησιμοποιείται όπως στο παρελθόν στη γενική πτώση. Οι δύο λαξευτοί γλουτοί του αντικαταστάθηκαν από το καμαρωτό πλέον ήτα που κοσμεί αυθάδικα τις απαιτήσεις της σύγχρονης κλίσης. Πιο πέρα στέκονται τα διδυμάκια γάμα και φωνάζουν πως κάποιοι προσπαθούν να τους επιβάλλουν μια αποκρουστική ηχητική παραλλαγή που θα περιέχει και ένα εμβόλιμο κάπα σε λέξεις όπως συγγραφέας ενώ αυτά προτιμούν να τα συνοδεύει το σήμα της νίκης που διαλαλεί το μικρό νι με τα υψωμένα στον ουρανό δαχτυλάκια του. Με κουράζουν οι διαμάχες τους και κλείνω τα αυτιά μου με δύο όμικρον ολοστρόγγυλους ήλιους για να σκεφτώ με ποιο τρόπο θα μπορούσα να τα καθησυχάσω. Έχω είκοσι τέσσερα παιδιά που καθημερινά περιφέρονται ως τουρίστες στην Ελληνική επικράτεια και κακοποιούνται βάναυσα. Δεν βρίσκουν τρυφερά στόματα να τα υποδεχθούν με την αγάπη που τους αξίζει και κανείς δεν νοιάζεται αν θα καταλήξουν σε ένα παγκάκι, μόνα να κρυώνουν ασύνδετα και άνευ σημασίας. Προσπαθούν τα καημένα να επιβιώσουν στα χείλη κάποιων που δεν ξεχνούν τη μουσικότητα των λέξεων που έχτιζαν αιώνες τώρα αλλά οι καιροί είναι βιαστικοί και όλα πρέπει να κινούνται με αστραπιαία ταχύτητα. Δεν περισσεύουν δευτερόλεπτα για ανίχνευση πολύπλοκων λέξεων και εκφράσεων διότι έχουμε σημαντικότερα πράγματα να κάνουμε. Έχουμε να κολυμπήσουμε στη χαβούζα της εύκολα μεταδιδόμενης πληροφορίας αλλά όχι της γαλήνιας λίμνης της γνώσης. Δεν έχουμε πια την υπομονή που απαιτείται όταν σκύβει κανείς πάνω από τη μαγεία ενός βιβλίου για να απολαύσει το χορό που συνθέτουν οι λέξεις του. Στρέψαμε τις ανάγκες μας στον υλικό κόσμο και φτωχύναμε. Περιορίσαμε τα όνειρα μας σε τριακόσιες λέξεις και αυτά ασφυκτιούν στα κεφάλια των παιδιών μας που δεν μπορούν να τα εκφράσουν. Η φαντασία τους φυλακίστηκε σε ένα κελί, παρέα με τα σημεία στίξης που καταργήθηκαν. Τα ακούω να μιλούν και περίλυπη αντιλαμβάνομαι πως η κληρονομιά που τους άφησα δεν θα πολλαπλασιαστεί. Όχι επειδή δεν το θέλουν τα παιδιά. Εκείνα πάντα έχουν περιέργεια να μάθουν. Αλλά γιατί εμείς βολευτήκαμε με τα λιγότερα. Κάναμε εκπτώσεις και σε λίγο μπορεί να καταργήσουμε και όλες τις πτώσεις, μαζί και τη γραφή. Δεν χρειαζόμαστε πια γλωσσικούς κανόνες και δύσκολες λέξεις να μας ταλαιπωρούν με τα νοήματα τους. Εγώ αρκέστηκα πια στη χρήση ενός μαχαιριού που λέγεται τόνος και στέκεται απειλητικά πάνω από τη συλλαβή που θέλω να τονίσω. Κι αυτό το μικρό λεπίδι όμως έχει μπερδευτεί. Δεν ξέρει καμιά φορά πού πρέπει να στοχεύσει με αποτέλεσμα να αναγκάζονται κάποιοι να διαβάζουν δύο και τρεις φορές μία φράση για να κατανοήσουν τί θέλει να πει. Ανησυχώ είναι η αλήθεια! Δεν μπορώ να πανικοβάλλω τα παιδιά μου όμως. Θα τους εξηγήσω πως είναι όλη μου η ζωή, πως το καθένα έχει μια ξεχωριστή θέση στη καρδιά μου και πως θέλω να συνεχίσουν να κοσμούν τα τετράδια των μικρών μαθητών που τα υιοθετούν σε μία προσπάθεια να τα περισώσουν. Θα τα προτρέψω να ψιθυρίσουν στα αυτιά όλων πως κανένα δεν είναι πια αχρείαστο και πως θέλουν ξανά να μας βοηθήσουν να πλουτίσουμε. Θα επιμείνω «γεγωνυῖα τῇ φωνῇ» πως πρέπει να βρουν ένα τρόπο να εξηγήσουν το ρόλο που έπαιζαν τα παρωχημένα ΣΗΜΕΙΑ Σ(ΤΙΞΗΣ ) για να τραβήξουμε όλοι μαζί πάλι την ανηφόρα που θα μας βγάλει στο ξέφωτο.
«ἅμα τῇ εμφανίσει» λοιπόν, γιατί αυτό είναι το σωστό είτε σας αρέσει είτε όχι.