Το μικρό μου σπίτι. Το σπίτι το μικρό. Και το μεγάλο «ΜΟΥ». Όλος ο κόσμος σε πέντε τετραγωνικά. Εκεί το σαλόνι, αριστερά η κουζίνα και η τουαλέτα, όπου γουστάρω το υπνοδωμάτιο. Όλα τα δωμάτια αλλάζουν διαρκώς θέσεις. Είναι πολύ λειτουργικό το σπίτι αυτό. Αυτό που είναι δυσλειτουργικό όμως είναι το άτιμο το κτητικό που δεν με αφήνει να ηρεμήσω. Αυτό το ΜΟΥ. Με τσιμπά την ώρα που κοιμάμαι και σηκώνομαι έντρομος να το υπερασπίσω. Τα βλέφαρα μου μοιάζουν με ανακλινόμενες θύρες θέσης στάθμευσης και εκεί παρκάρουν οι εικόνες που περνούν μπροστά τους πότε νωχελικά και πότε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Αν θεωρήσω πως κάποια από αυτές απειλεί την ιδιοκτησία ΜΟΥ, πετάγομαι αμέσως όρθιος και αρχίζω να ουρλιάζω σαν τρελός. «Πίσω καριόληδες και σας έφαγα! Είναι δικά ΜΟΥ αυτά τα πέντε τετραγωνικά.» Αντιμέτωποι με το μένος που φτύνω, οι περισσότεροι απομακρύνονται αμέσως. Βέβαια υπάρχουν και οι σκατοπερίεργοι που πηγαίνουν να θαυμάσουν τη παράσταση από το απέναντι πεζοδρόμιο. Στ’ αρχίδια μου όμως! Αυτό το γκριζωπό μάρμαρο που είναι το πάτωμα της έπαυλης μου, θα παραμείνει υπό την ιδιοκτησία μου πάση θυσία. Πάλεψα για να κατοχυρώσω τη θέση αυτή, στην εσοχή του εγκαταλειμμένου νεοκλασικού στην Αγίας Ειρήνης. Ποια Ειρήνη και ποιά Αγία;Εδώ έχουμε πόλεμο μωρό μου! Και τα πυρομαχικά είναι ο τρόμος και η προπαγάνδα! Κάθε τρεις και λίγο κάποιος με απειλεί πως θα με ξεκοιλιάσει γιατί πιστεύει πως κρύβω πεντακοσάευρα στα έντερα μου ή μου πετάει μια απαξιωτική παρόλα για να γίνω ένα με το μάρμαρο και να παγώσω γιατί ενοχλώ την αισθητική του. Εγώ όμως απτόητος. Κρύβομαι ανάμεσα στο Μ και το Υ. Είμαι ένα μηδενικό που αναβαθμίστηκε σε γράμμα. Όμικρον σαν λέξη. «Ω» σαν ήχος όμως. Και εκπλήσσομαι, φοβάμαι, θαυμάζω,πονάω! Όλα αυτά με έναν ήχο ρε φίλε. Μαγικό;Τι να τις κάνω τις λέξεις πια! Δεν μου χρησίμευσαν και πολύ όταν παρακαλούσα για δουλειά. Δεν βρέθηκε ποτέ λύση στη τράπεζα για το δάνειο μου. Ακόμα κι αυτή που με διάλεξε για πάντα, ερωτεύτηκε κάποιον άλλο και προσπαθεί τώρα να σώσει τα «πάντα». Δεν έμεινε τίποτε άλλο παρά αυτά τα πέντε τετραγωνικά. Κι αυτά θεωρούνται παράνομα. Προσβάλλουν τη Μπάρμπι που περνά καλοντυμένη για να πάει στο κουλτουριάρικο καφέ που βρίσκεται λίγο πιο πάνω. Η Μίνι κλείνει τη μύτη της όταν με προσπερνά για να μπει στο καπελάδικο που την περιμένει απέναντι. Ο Γκούφη στέκεται απορημένος και μου τεντώνει το χέρι για να ζητιανέψω. Εκείνη τη στιγμή περνά σαν βολίδα ο Ρόουντ Ράννερ με αστραφτερά ρόλερς και μας χωρίζει. Ο Μίκυ χουφτώνει τη Μίνι την ώρα που δοκιμάζει ένα καινούριο καπελάκι και από τη γωνία εμφανίζεται η Κοκκινοσκουφίτσα, χαμηλοβλεπούσα με τους εφτά νάνους για σωματοφύλακες. Ο κακός λύκος έχει γίνει λιώμα με βότκες και ξερνάει έξω από ένα σουβλατζίδικο.Βουτάω τη σκούπα μου αμέσως και αρχίζω να καθαρίζω την αυλή μου. Αυτό το στενό πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι μου, είναι η αυλή μου. Δεν θέλω γόπες παπαρούνες και τριαντάφυλλα δίπλα μου. Είμαι αλλεργικός στα λουλούδια. Ώρα να μαζεύεστε στα κλουβιά σας, μουρμουρίζω. Με ακούει ο Τουίτι και πετά νευριασμένος από πάνω μου αφήνοντας μου μια κουτσουλιά ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Αδειάστε μου τη γωνιά, επιμένω. Ώρα κι εγώ να ησυχάσω. Βάζω τη σκούπα μου για μαξιλάρι και κάθομαι πάνω στη κουβέρτα μου ακουμπώντας τη πλάτη στη σκουριασμένη πόρτα του κτηρίου. Με εμποδίζει ένα ογκώδες λουκέτο που κρέμεται από μία χοντρή αλυσίδα και ξαπλώνω. Είμαι γενναίος Σπαρτιάτης, σκέφτομαι. Είμαι πολεμιστής. Είμαι και αγρίμι. Είμαι και μωρό. Μου έχουν περισσέψει δέκα δόντια από τα τριάντα δύο αλλά ακόμα μπορώ να δαγκώσω. Δαγκώνω κάθε μέρα τη πείνα μου για να την πονέσω τόσο πολύ που επιτέλους να το βάλει στα πόδια. Να με αφήσει ήσυχο. Αυτή όμως, κακιά ξεδοντιασμένη μάγισσα ψιθυρίζει συνεχώς πως πρέπει να φάω τις σάρκες μου για να κοιμηθώ. Αυτό είναι το τίμημα. Εγώ αρνούμαι και πετάγομαι αλαφιασμένος. Αρχίζω τους υπολογισμούς. Τριάντα δευτερόλεπτα μέχρι τον πρώτο κάδο. Εξήντα δευτερόλεπτα μέχρι να βρω κάποια υπολείμματα φαγητού και άλλα τριάντα μέχρι να επιστρέψω σπίτι. Αποκλείεται να είμαι τόσο άτυχος ώστε να χάσω και αυτό το καταφύγιο σε δύο λεπτά. Αυτό έγινε μία φορά όταν ο κλητήρας μου ανακοίνωσε πως είχα χάσει τα ενενήντα τετραγωνικά. Στατιστικά είναι απίθανο να ξανασυμβεί. Να τολμήσω άραγε ή να πεθάνω ήσυχα στη γωνιά μου;Τη λύση δίνει ο Λούκυ Λουκ που κουβαλά και σήμερα φαγητό πάνω στο άλογο του. Σταματά μπροστά μου, αφιππεύει και μου προσφέρει μία ζεστή μερίδα γιουβέτσι κοτόπουλο, ένα καρβέλι ψωμί και ένα μπουκάλι νερό. Μου ζητά να πάω μαζί του στον ξενώνα για τη νύχτα αλλά του εξηγώ πως δεν μπορώ να αφήσω το σπίτι μου. Το αγαπώ. Αγαπώ τα σημάδια του, τους ξεφλουδισμένους τοίχους δεξιά και αριστερά, την κουβέρτα που ζεσταίνει το κρύο μάρμαρο και μένα, το τρίξιμο της παλιάς σιδερένιας πόρτας όταν φυσάει μα πάνω απ’όλα δεν μπορώ να φύγω γιατί περιμένω επισκέψεις. Ο Λούκυ Λουκ χαμογελά τρυφερά και υπόσχεται να περάσει ξανά. Την ώρα που ανεβαίνει στο άλογο εμφανίζεται ο Σκρουτζ παρέα με τον Ντόναλντ, τη Νταίζη και τα τρία ανηψάκια του. Ο Χιούι σταματά μπροστά μου και βάζει τα κλάματα. Ο Ντιούι τον τραβά για να φύγουν και ο Λιούι βρίζει τον Σκρουτζ για τη τσιγκουνιά του. Ασυγκίνητος αυτός προχωρά αδιαφορώντας . Ο Χιούι ψάχνει στη τσέπη του για χαρτομάντιλα και βρίσκει ένα δολάριο. Σκουπίζει τη μύτη του και μου το αφήνει μουσκεμένο. Ευρώ ρε φίλε, του φωνάζω. Δεν γίναμε Αμερικανάκια ακόμα! Τράβα στο μπάρμπα Σαμ για κάνα χάμπουργκερ! Τσαντισμένος ο Χιούι, σφίγγει τα χείλη του και σε άπταιστα Ελληνικά μου πετάει ένα “F.U.C.K” Ανταπαντώ με μία old time classic κίνηση, υψώνοντας το μακρύτερο δάχτυλο του χεριού μου και ουρλιάζοντας “Up yours”. Μας πιάνουν τα γέλια ταυτόχρονα αλλά δεν μπορούμε να γίνουμε φίλοι. Αυτός μένει στο Χόλυγουντ κι εγώ βουτάω σε πισίνα χωρίς νερό. Μια λιμουζίνα σταματά πρίν το φανάρι και η Νταίζη που πουδραριζόταν τόση ώρα, τους καλεί να μπουν μέσα για να μην αργήσουν στο πάρτι. Μόνος στο σπίτι. Επιτέλους θα χαλαρώσω. Ξαπλώνω στη κουβέρτα μου και σκεπάζομαι με τη μισή. Αφήνω ένα μικρό άνοιγμα στο πάνω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στο σκουφί που φοράω και τη μύτη μου. Μόνο τα μάτια μου μπορούν να απολαμβάνουν τη θέα των λιγοστών περαστικών. Βλέπω μόνο πόδια και παπούτσια. Φαντάζομαι το υπόλοιπο σώμα ή λέω πως τέτοια ώρα κυκλοφορούν στους δρόμους μόνο άδεια παπούτσια. Και ενώ περιμένω να αποκοιμηθώ ο μικρός Κάσπερ, το στρουμπουλό αθώο φαντασματάκι των παιδικών μου χρόνων, τρυπώνει μέσα από τα ρουθούνια μου και αγκαλιάζει τη καρδιά μου. Σε περίμενα για να κοιμηθούμε, του λέω. Μη φοβάσαι, μου απαντά. Το σπίτι σου, το μικρό σου σπίτι, είναι πολύ μεγάλο όσο είναι ζεστό.