Αιολικά, μελικά ποιήματα για σε θα τραγουδήσω, πολύστηθη, Εφέσια θεά.
Θα γίνω το μοιρολόι της κόρης
που τραγούδησε στο πιο ψηλό παλάτι της Πόλης
και τα καράβια πέτρωσαν πάνω στ` αφρισμένα κύματα
καθώς έβρεχαν τη Γη της φωτιάς.
Τη Γη του χρυσαφένιου ήλιου
που φώτισε τις θολωτές κάμαρες στο λόφο της Ευπύργου Τροίας
εκείνο το πρωί,
μήπως, εις μάτην , δουν ζωντανή την κλίνη τους οι Τρωάδες
για τελευταία φορά.
Θα πλέξω ιάμβους ιωνικούς , να θρηνήσω θέλω
για μια πόλη, θεά την λέγαν, Σμύρνη.
Και για τις πόλεις που αραδιαστά ομόρφαιναν
τις ακροθαλασσιές της Μικρασίας,
τους καρπερούς κάμπους της Θράκης
και τα εινοσίφυλλα βουνά της Ρωμυλίας.
Του Πόντου τα δροσερά υψίπεδα
και της Καππαδοκίας τους σμιλεμένους βράχους.
Ακτινοβόλες κόρες,
διαδήματα και περιδέραια στο λαιμό της Ωραίας Ελένης.
Με στολίδια πολλά θα το κεντήσω
ανθρωπινά μαλάματα.
Λιθανάγλυφους ρόδακες,αγιασμένα δισκοπότηρα,
ρόπτρα
και δίφυλλες, αργυρές εξώθυρες που ηχούν μελωδίες απόκοσμες.
Και μυρουδιές
που ανταριάζουν τις μνήμες με τη σκόνη που σκέπασε πονετικά
τα χρόνια που πέρασαν
και κανείς δεν πρόλαβε ν`αποχαιρετίσει.
Κι ύστερα με φωτιά θα τ’ αναστήσω το τραγούδι μου.
Φωτιά και καπνό,
μήπως για λίγο κρύψω μες στο βαρύ σκοτάδι του
τα πνιγμένα άπνοα σώματα
Τις ραγισμένες ψυχές
που είδαν τριχιές θηλιές στα δέντρα, να λικνίζονται ανυπόμονα για έναν οβολό
και τις ανθρώπινες πορείες θανάτου, στρατιές αγγέλων μαρτύρων.
Να σκεπάσω θέλω ευλαβικά
τα μάτια που φοβήθηκαν να δουν το αύριο της μοίρας
που πετροβολούσε νεκρά χελιδόνια.
Μου είπαν ότι άκουσες, ότι είδες.
Ήσουν εκεί.
Όταν το αγκομαχητό της μαβιάς θάλασσας κατάπινε σφαγών οιμωγές και οδυρμών βοές.
Όταν τα άπληστα φώτα των καραβιών δε χόρταιναν ανθρώπινα μέλη.
Όταν τα σώματα έστεκαν, αγάλματα βαριά,
περιμένοντας τη φυγή στο σκοτάδι για να κλυδωνιστούν μαρτυρικά
σε ένα σκαρί αδύναμο να σηκώσει τέτοια Θεού βούληση.
Εκεί ήσουν
Αισία, υψίκομος, λαμπρή στο ναό σου
που στέκεται τώρα θαυμαστός
κρισσάροντας στου ήλιου το φως
νάματα σοφίας.
Άκουσε θεά το τραγούδι μου.
Γίνε ο ψυχοπομπός των σωμάτων που δε θάφτηκαν.
Γίνε η ίαση των ψυχών που έζησαν με τις μνήμες της φωτιάς,
αυτής που σιγοκαίει ακόμα με παράπονο
στις δοξασμένες εκκλησιές
και στα γλυκόλαλα καμπαναριά.
Στα διώροφα αγκαλιασμένα σπίτια
και στις περήφανες καμάρες των δρόμων
ψιθυρίζοντας πικραμένα άλλων καιρών σπαράγματα.
Άκουσε θεά το τραγούδι μου,
Μνημοσύνης δέηση