Επικίνδυνη συνήθεια να διαβάζεις περπατώντας
Μια υψηλή λογοτεχνική διάκριση για ένα βιβλίο λειτουργεί σίγουρα ως ευοίωνη προσήμανση, αλλά πολύ περισσότερο η αναγνωστική υποδοχή οφείλει να συνοδευτεί από έναν νηφάλιο σκεπτικισμό και από μια προσεκτικά ζυγισμένη εκτίμηση. Από τις πρώτες γραμμές του μυθιστορήματος «Ο Γαλατάς» (Βραβείο Booker 2018) διαφαίνεται η περίτεχνη σύζευξη υφολογικής απαιτητικότητας και φλέγοντος νοηματικού υποβάθρου, κάμπτοντας κάθε συγκρατημένη ή επιφυλακτική αντιμετώπιση. Η συγγραφέας Άννα Μπερνς (Μπέλφαστ, 1962) επιλέγει μια κοπιαστική και δύσκολη αφηγηματική οδό για να αναφερθεί έμμεσα στα πολύπτυχα κρούσματα βίας που συντελούνταν στη γενέτειρά της, γεγονός που εξαίρει την επίμοχθη και συνεπή προσπάθεια της μεταφράστριας Μαρίας Αγγελίδου.
Ένα τοπικό σημείο αναφοράς με μακροχρόνια ιστορία μίσους, βίας και τρομοκρατίας, με διαιωνισμένη ιδεολογική σύγχυση και συνεχείς πολιτικές αναφλέξεις, τίθεται στο λογοτεχνικό επίκεντρο. Ακόμη κι αν η θολότητα του τοπίου επιτείνεται με τη διατήρηση της ανωνυμίας του τόπου και του ανθρώπινου δυναμικού, η συγγραφέας στήνει ένα απειλητικό και ζοφερό σκηνικό μέσα από το οποίο αναδύεται μια αυθύπαρκτη και πειστική ιστορία. Διαγράφεται σε όλη του την οξύτητα η πολυεπίπεδη παρενόχληση που υφίσταται από τον “Γαλατά” η 18χρονη αφηγήτρια και ο εφιαλτικός κλοιός στον οποίο εισέρχεται, ενώ καθοριστικής σημασίας χαρακτηρίζεται η σκανδαλώδης προσπάθεια υπονόμευσης της ανάγκης της για διατήρηση της κανονικότητας (ή αναζήτησής της) κάτω από το βαρύ τραύμα και το σκοτάδι της εμφυλιοπολεμικής κοινωνίας.
Η μεθοδευμένη υπονόμευση των ενεργειών της αφηγήτριας θεριεύει από την αστήρικτη φημολογία και οικοδομείται παράλληλα πάνω στους δύο αυτούς άξονες: την πολιτική (αθέλητη) εμπλοκή της κοπέλας και την ιδιοσυγκρασία της. Βιώνοντας τη γιγάντια ισχύ της φράσης «κάθε σου επιλογή ήταν μια πολιτική δήλωση, όπου κι αν πήγαινες, ό,τι κι αν έκανες, ακόμη κι αν δεν το ήθελες», η ενηλικίωσή της συνοδεύτηκε από αναίτιες συκοφαντίες που ορθώθηκαν η μία μετά την άλλη. Πήρε φωτιά το σκάνδαλο της ανύπαρκτης σχέσης της με τον «Γαλατά» που δεν ήταν γαλατάς, αλλά παντρεμένος εθνικιστής και ηγέτης της τοπικής παραστρατιωτικής οργάνωσης, το τέλος του οποίου προδιαγράφεται από την πρώτη φράση του κειμένου: «Η μέρα που ο Τάδε ΜακΤάδε μού ’χωσε το μπιστόλι στο στήθος και με είπε παλιοκόριτσο και φοβέρισε ότι θα μου την ανάψει ήταν η ίδια μέρα που σκοτώθηκε ο γαλατάς».
Στο δεύτερο σκέλος της στοχοποίησης εντάσσεται η επιθυμία της ηρωίδας για πνευματική αυτονομία, γεγονός που εκλαμβάνεται ως ασυγχώρητη ιδιορρυθμία από το κλειστό και απολυταρχικό πλαίσιο της περιοχής. Το να διαβάζει κανείς μυθιστορήματα του δέκατου ένατου αιώνα περπατώντας, εκτός του ότι κινούσε υποψίες αναστοχαστικών νοητικών διεργασιών («παίρνε παλιά βιβλία, διάβαζε παλιά βιβλία, προσπάθησε σοβαρά να βρεις λύση και σωτηρία στις αρχαίες περγαμηνές»), προσέκρουε στον βαθιά ριζωμένο και υποχρεωτικό τρόπο σκέψης της κοινότητας («επίτηδες δεν ήθελα να ξέρω, γι’ αυτό διάβαζα περπατώντας: για να μην ξέρω. Για να μην τα μαθαίνω όλα, να μην είμαι διαρκώς σε επαγρύπνηση. Αυτός ήταν ο σκοπός μου και για να τον πετύχω επαγρυπνούσα»). Δημιουργώντας αλλεπάλληλες ρήξεις με τον ομοιογενή τύπο της κοινότητας στην οποία ζει, η 18χρονη μαθαίνει γαλλικά, απολαμβάνει το ηλιοβασίλεμα, δεν μονιμοποιεί τη σχέση της και επιδίδεται στην κάλυψη μεγάλων χιλιομετρικών αποστάσεων τρέχοντας, ενισχύοντας την κοινωνική περιθωριοποίησή της.
Σε αυτό το κλειστοφοβικό πλαίσιο παραλογισμού, όπου οι ετερότητες αντιμετωπίζονται ως σαλεμένοι, προβληματικοί και απροσάρμοστοι χαρακτήρες, εξαλείφεται κάθε επίφαση ελεύθερης βούλησης και ταυτόχρονα ευδοκιμούν οι εικασίες, οι υποψίες και οι ανακρίβειες που δύσκολα μπορεί να αντιπαλέψει κανείς. Η Άννα Μπερνς παραδίδει ένα δραματικό μυθιστόρημα που ακουμπά και στα δύο σκέλη αυτής της επίγνωσης, αναλαμβάνοντας μια λογοτεχνική καταγγελτική δέσμευση. Η βαρύνουσα επίδραση των νοσηρών ιδεοληψιών, οι οποίες ευθύνονται για τους δυσμενείς κοινωνικούς επικαθορισμούς, θα μπορούσε να σηματοδοτηθεί από την ακόλουθη διαπίστωση: «Ακόμα και στα έσχατα όρια του παραλογισμού και της αντίφασης, οι άνθρωποι χτίζουν απίστευτες ιστορίες με τη φαντασία τους. Και ύστερα τις πιστεύουν. Και χτίζουν απάνω τους κι άλλες». Το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης εξεικονίζεται με έναν απαιτητικό αφηγηματικό τρόπο που επιζητεί τη συνεχή αναγνωστική προσήλωση, ενώ προς το τέλος του κειμένου δείχνει να εγκαταλείπεται, ακολουθώντας την ψυχική αποφόρτιση της αφηγήτριας και αποκτώντας κάποτε χροιά χιουμοριστική.
Η Αθηνά Ντίνου είναι φιλόλογος. Ζει και εργάζεται στην Θράκη.