Ποίηση χωρίς τέλος
Το νέο συγγραφικό βήμα του Νίκου Βεργέτη αναφλογίζει πολλές από τις κύριες νοηματικές γραμμές του λογοτεχνικού του ντεμπούτου «Χόλι μάουντεν» (Κέλευθος, 2017), όπου ένας ετοιμοθάνατος ανακαλεί μνήμες και πρόσωπα, μέσα από αναστοχαστικές εξομολογήσεις. Η νέα κατάθεση συνομιλεί και εκκολάπτεται πάνω σε αυτό το κλίμα, ενώ η πρόσδεση διαφοροποιείται κυρίως στη διάρθρωση του κειμένου. Αφήνοντας τον μακροπερίοδο λόγο, ο συγγραφέας τιθασεύει τις σκέψεις του σε 23 (αυτόνομα που σταδιακά αποδεικνύονται συναφή) διηγήματα που, περνώντας διαδοχικά από πολλά στάδια του βίου, αναζητούν ένα ισχυρό αντίδοτο ενάντια στον υπαρξιακό τρόμο.
Εμφανή ίχνη ποιητικότητας διαποτίζουν τις λέξεις, οι οποίες δομούνται πάνω σε μια σειρά αντιθετικά ζεύγη: Η συνύπαρξη της μνήμης με τη λήθη, του έρωτα με την απώλεια, της αλήθειας και του ψέματος, ακολουθεί συχνά απροσδόκητη κατεύθυνση και στεγάζεται μέσα σε ένα αμφίσημο πλαίσιο, πότε ρεαλιστικό, πότε φαντασιακό. Στην «Ιπποκράτους και Ασκληπιού γωνία» πίνει τον καφέ του ο Μπόρχες, βρίσκεται χάμω ένα πτώμα, αναπνέει ακόμα η ελπίδα: «Περιφέροντας αδιάκοπα το σαρκίο μας στους δρόμους της πόλης, γοητευμένοι και μπουχτισμένοι απ’ τον αμείλικτο ρεαλισμό της, γυρεύουμε τον μη τόπο. Τη γωνιά όπου θα υφάνουμε τον ιστό της ουτοπίας μας». Η εμπειρία της ζωής στην πόλη προσφέρει το λογοτεχνικό φόντο όπου για ακόμη μια φορά ο Βεργέτης θα προσεγγίσει θέματα υπαρξιακής σημασίας και θα αναμετρηθεί με την ιδέα, την αντιμετώπιση και τα είδη του θανάτου, εκφράζοντας το δικό του μερίδιο στον φόβο: «γιατί τώρα που συναντήθηκα με την ομορφιά τρέμω στην ιδέα να την αποχωριστώ».
Από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου, ο αφηγητής αναλογίζεται το αμετάκλητο της απώλειας του χρόνου: «Η πρώτη φορά που ένιωσα να μεγαλώνω ήταν η στιγμή που κατάλαβα ότι ο χρόνος δεν μοίραζε μόνο υποσχέσεις για νέες περιπέτειες, αλλά ξεκλείδωνε και την πύλη της μνήμης, υποχρεώνοντάς με να νοσταλγώ στιγμές που ανήκαν οριστικά στο παρελθόν», παίρνοντας από το χέρι τον αναγνώστη που βρίσκει τον εαυτό του μέσα σε αυτή την παραδοχή, συνοδοιπορώντας προς ένα ταξίδι όπου η πραγμάτωση μιας ουτοπίας τελεί πάντα υπό ανεύρεση. Η προσοχή έλκεται από αρκετές στοχαστικές φράσεις που διατρέχουν τα κείμενα και αποτελούν αφετηρία συλλογισμών, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκείνες που αναφέρονται στην τέχνη της γραφής και στις οποίες μπορεί να ανατρέχει κανείς: «Η λογοτεχνία υπάρχει για να μπορώ να βλέπω σταγόνες από αίμα αντί για κόκκινα φανάρια και όχι για να θυμάμαι ονόματα και τίτλους».
Η άκρα ποιητικότητα εναλλάσσεται με την ωμότητα στην έκφραση, ενώ το ιδιαίτερο προσωπικό ύφος του συγγραφέα διατηρείται σε μεγάλο μέρος των ευφυών ιστοριών. Στο σύνολό τους, συνιστούν μια συγκροτημένη, σαφή και ταυτόχρονα υποδηλωτική προσπάθεια, την οποία μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να την υπονομεύει η άμεση αποστροφή στον αναγνώστη, σπάζοντας τον ενιαίο δημιουργικό λόγο, παρά διαδραματίζοντας ρυθμιστικό ρόλο. Ωστόσο, στο διαφωτιστικό και απολαυστικό υστερόγραφο, ο Βεργέτης φανερώνει τις βαθύτερες συγγραφικές του στοχεύσεις, όσο και αντιστάσεις, ενώ δεν δείχνει να τον απασχολούν ολισθήματα τεχνοτροπίας: «θέλω το γράψιμο να φτιάχνει βραδιές που να νικούν τον θάνατο, να βγάζει τη γλώσσα στους διαγωνισμούς, να πουλιέται στα φαρμακεία αντί ψυχοφαρμάκων, να υφαίνει ουτοπίες, να γίνει σύννεφο με παντελόνια, να συντροφεύει τον έρωτα, να μιλά με τον χρόνο, να γίνει αγέρας και να μπερδεύει τα μαλλιά μας».
Μέσα από μια θέαση πάντα ποιητική που προκαλεί ψυχικές διεργασίες και συναισθηματικές ταλαντεύσεις, οι υπαρξιακές ανησυχίες όχι μόνο μετατίθενται, αλλά με κάποιο τρόπο επιδιώκεται να επιλυθούν, αφού, όπως και στο «Χόλι Μάουντεν», αντιπροτείνεται η πίστη σε αληθινές αξίες και χαρές της ζωής για να καμφθεί σε μεγάλο βαθμό η ιδέα του επερχόμενου τέλους. Ο Νίκος Βεργέτης διατρανώνει εκ νέου να βαδίσουμε πάνω στην ασπρόμαυρη σκακιέρα και να εξαντλήσουμε όχι τόσο τις δυνατότητες του παιχνιδιού, όσο την αέναη διάθεση της προσμονής μιας ιδεατής κίνησης.