Είναι ευτύχημα για τη νεοελληνική λογοτεχνία, τη γλώσσα μας και για τους/τις λάτρεις του ποιητικού λόγου, το γεγονός πως, από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και μέχρι σήμερα, πολλαπλασιάστηκαν οι φωνές των γυναικών στην πιο προσωπική τέχνη έκφρασης και μάλιστα με καταιγιστικό εξομολογητικό ρυθμό, όπως αυτός αποκαλύπτεται στις συλλογές της καταξιωμένης ποιήτριας Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου.
Το 1983, σε προπτυχιακή εργασία, στον τομέα Παιδαγωγικής του ΑΠΘ, με θέμα «Τα στερεότυπα των δυο φύλων στα σχολικά εγχειρίδια Λογοτεχνίας Γυμνασίου και Λυκείου» είχα καταμετρήσει τις γυναίκες ποιήτριες και πεζογράφους που ανθολογούνταν σ’ αυτά. Ελάχιστες οι γυναικείες παρουσίες σε σύγκριση με τους άντρες ομοτέχνους τους. Στις μέρες μας όμως και στο μέλλον, οι ανθολόγοι θα δυσκολεύονται πολύ να επιλέξουν τις δημιουργούς, καθώς ο αριθμός και οι δημοσιεύσεις τους ολοένα και αυξάνουν.
Είναι προφανές πως χαίρομαι γι’ αυτήν την πληθωρική παρουσία, πιο πολύ όμως για την ποιότητα του έργου τους.
Αυτήν την ποιότητα της καλοδουλεμένης ποίησης συναντούμε και στην τελευταία συλλογή της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου Αφόρετα θαύματα, έκδοση του 2017 από τον Κέδρο.
Στο αναγνωστικό μου σημείωμα δεν ήξερα ποιο να πρωτοδιαλέξω από τα πυκνά ποιήματά της, γιατί κάθε ποίημα είναι μια ολοκληρωμένη σύνθεση, ένας ζωγραφικός πίνακας λέξεων με βασικές πινελιές: τον τόπο, κυριολεκτικό και μεταφορικό, τον χρόνο, με το παρελθόν να βαραίνει στο παρόν και τα πρόσωπα, αφού κυριαρχεί ο πληθυντικός του “εμείς”.
Η ποιήτρια εισδύει στις συλλογικές διεργασίες που καθόρισαν την πορεία της με τον φακό ενός κοινωνικού ερευνητή, χωρίς να χάνει ούτε στιγμή τον λυρισμό της. Παρακολουθεί τη δράση των ατόμων που περιστοίχισαν τη διαδρομή της, ανατέμνει και αποδομεί τον βίο τους εις τα εξ ων συνετέθη, κρίνει και αποδίδει με γενναιότητα τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, αλλά πάντα δι’ ελέου και τρυφερότητας περαίνουσα την είσοδο στα δώματα του οίκου τους και του δικού της προσωπικού χώρου. Άλλωστε μέσα από κάποια ποιήματα της συλλογής καθιστά τους αναγνώστες της κοινωνούς της οικογενειακής ιστορίας και ενώνει τα προσωπικά της βιώματα με τα δικά τους.
ΥΠΑΡΧΗΓΟΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΚΥΠΡΟΥ 17
Υπάρχει κάτι πάντοτε μέσα στις ιστορίες
που υποκινεί προσωρινά την υποψία.
Μια εκλογή αναπάντεχη
μια πλάτη γυρισμένη στο προαίσθημα
ή ας πούμε
ένα παρελθόν που δεν το έζησε κανείς
και τότε εύκολα μαντεύεις τα υπόλοιπα:
τι ελάχιστο διάστημα
ανάμεσα στο λείπουμε
και στο φριχτά πονούμε
πόσο αθώος τελικά
ο κόσμος που ορίζεται απ’ τον θάνατο·
μια παρουσία έρωτα
– θαρρείς υπόδειγμα άνοιξης –
μια απληστία ουρανού στεφανωμένη χώμα
κι η μετρημένη έκταση πλέον
όλη δική σου.
Η ευπιστία φταίει προφανώς
και η εμπιστοσύνη
που έτσι ασυλλόγιστα
η οριζόντια γραμμή
για κάθετη σου μοιάζει.
Σαν τότε που φιλάσθενη
ή λόγω τιμωρίας
ανεβασμένη στο σκαμνάκι μου
έξω από το παράθυρο κρεμόμουν
για να κοιτάζω τα παιδιά
που παίζαν στην πρασιά.
Στη φαντασία μου μάλιστα
υπαρχηγός γινόμουν
κι αν τύχαινε καμιά φορά
κι οι άλλοι μάς κερδίζαν
την ήττα της ομάδας μου
χρεωνόμουν μυστικά.
Μισή μες στο δωμάτιο
μισή έξω απ’ το σπίτι
να λαχανιάζω ασάλευτη
να ιδρώνω παγωμένη
να κρύβομαι
να φαίνομαι
να κάνω πως θυμώνω
με ματωμένα γόνατα
και λίγο πριν νυχτώσει
κατάκοπη και καθαρή
να κλείνω τα παντζούρια
ν’ αλλάζω μοίρα ξαφνικά
απ’ το σκαμνάκι-ψέμα μου
να κατεβαίνω.
Η ποίηση μετατρέπεται ταυτόχρονα σε καθρέφτη αντανάκλασης ατομικών ειδώλων και γέφυρα σύνδεσης του υποκειμένου που τη δημιουργεί με τον αναγνώστη.
Δεν εξαιρεί ούτε μια στιγμή τον εαυτό της απ’ αυτήν την ενδοσκόπηση και ανατομία. Αντίθετα, με ευθύτητα τον εντάσσει μέσα στο συλλογικό υποκείμενο των στίχων της: «Χτυπώ τον χρόνο για να μπω / τη γυάλινή του συγκατάθεση γυρεύω / μήπως στεριώσει τούτη τη φορά η επιστροφή στην ξενιτιά».
Μια ξενιτιά και η μοναξιά. Βαρίδιο για την ψυχή το αίσθημα της απώλειας του τόπου και της παιδικής αθωότητας, του σπιτιού και των ανθρώπων που το κατοίκησαν, της πόλης «Σελανίκ» όπου εγκαθίσταται η παιδική ηλικία και η ενήλικη ζωή, συντροφιά με όσους πέρασαν και χάθηκαν παίρνοντας μαζί τους σαν σκόνη του χρόνου που μεσολάβησε, την πνοή των δρόμων και των ανθρώπων της.
ΣΕΛΑΝΙΚ Ι
Μητέρα ανύμφευτη
Εκείνοι που ήρθαν έφερναν
κι από έναν αριθμό…
Για την ακρίβεια
τον κουβαλούσαν πάνω τους
τον είχανε συνέχεια μαζί τους
όχι όμως όπως ένα φυλαχτό
αλλά όπως ένας ανάπηρος
το κομμένο του πόδι.
Εμείς το ’64
που φτάσαμε σ’ αυτό απ’ το ’55
με τη γαλάζια σκόνη του διωγμού
να κάθεται στα ρούχα μας
να ασπρίζει την ψυχή μας.
Εμείς
δεν ήμασταν ποτέ
ό,τι κοιτούσε ο καθρέφτης
μα μία Πόλη που έψαχνε
πόλη να κατοικήσει
με Εγνατία, με Ντεπό
με Βασιλίσσης Όλγας
με Υπερώο θαλασσινό
για να σταθούν επάνω του
Καρέλλη και Πεντζίκης.
– Όμως
εγώ δεν έχω τόπο να σταθώ…
– Σας είπαμε
εδώ είναι πια ο τόπος.
– Δεν έχω…
Βυθιζόμαστε
μπαίνουν νερά
στ’ αμπάρια του μυαλού μου
κι η μπάντα του Παπάφειου
πότε το «Μέγαν εύρατο…»
πότε το «Υπερμάχω…»
[…]
Τώρα
στην προκυμαία με τους γερανούς
πυροτεχνήματα συλλέγει και υγρασία
δίσκους 78 στροφών
παλαιά πορτρέτα ένδοξα
που χάσαν την κορνίζα
μοιράζει σε άγνωστους φιλιά
πολλά φιλιά
μα πιο συχνά στα σκοτεινά
βαμβάκι και ιώδιο
για τ’ ανοιγμένο τραύμα.
Η συνείδηση του παρόντος επίσης γίνεται μια ξενιτιά που, είτε δεν έχει ακόμα σχηματοποιηθεί είτε κουβαλά ορατά τις παλιές αμαρτίες, τις περίκλειστες σε τείχη «λες και το χάος ορίζεται αν παρατηρηθεί».
Μπορεί κανείς να αντέξει το παρόν αν καταφύγει στο «Σχέδιο διάσωσης», μια διάσωση που η ποίηση εξασφαλίζει. Η τέχνη της γίνεται για άλλη μια φορά το καρυωτακικό «καταφύγιο που φθονούμε». Μας παρακινεί ευθέως η ποιήτρια:
[…]
Να ξεγλιστράς
αυτό μονάχα σώζει
φύλλα ευκαλύπτου να εισπνέεις
και σε υδάτινους ναούς
τις ρίζες σου ν’ απλώνεις
«τον νυμφώνα σου βλέπω…»
κι αν δεις να κλαίει το παιδί
κράτησε την ανάσα σου
τραγούδησέ του ημερομηνίες παλιές
βοήθα το απ’ την κορνίζα να κατέβει
βάλ’ το λέξεις αποδημητικές να συλλαβίσει
μην το ακούς
«και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ…»
οι πιθανότητες είναι αρκετές
– να του εξηγήσεις –
κάποιος να σε προλάβει και
πού θα πας νυχτιάτικα, μείνε εδώ, να πει
κι άλλωστε πόσο κρατάει η ζωή
αύριο χωριζόμαστε.
Με πηγαίο λυρισμό, με λεπτή ειρωνεία που φέρνει τον αέρα του Αλεξανδρινού ποιητή, με ζωντανές εικόνες και θεατρικούς διαλόγους, συνομιλώντας δημιουργικά με πρόσωπα της λογοτεχνίας και της τέχνης (Έντγκαρ Άλαν Πόε, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη), με τη φωνή και τη μαρτυρία βιωμάτων των γυναικών του αστικού τοπίου, η Ευτυχία -Αλεξάνδρα Λουκίδου έχτισε μια πυκνή συλλογή με εξομολογητικούς στίχους που μαστιγώνουν με την αλήθεια τους και την ίδια στιγμή χαϊδεύουν με την τρυφεράδα τους.
Εντυπωσιακός στην ποιητική της είναι ο τρόπος που η προσωπική ματιά γίνεται συλλογική υπόθεση, χωρίς ούτε μια στιγμή το ποιητικό «εγώ» να καταδυναστεύει το «εμείς».
ΞΕΝΟΙ
Μιλήστε μου για την απόγνωση
που προκαλεί σ’ εσάς
μια τέτοια αιωνιότητα.
Η αίθουσα αναμονής υγρή
– άκουσα μπάζει μαραμένες εποχές
πως βρέχει χλεύη αναιδή κι αποδοκιμασία –
κι όλες αυτές οι ατελείωτες ουρές
σε κέντρα αλλοδαπών, σε υπηρεσίες
– θαρρείς σε προθαλάμους ιαματικών λουτρών
ή σε προαύλια παραδείσων –
με την αφέλεια πως θα σας δεχτούν
πρώτη φορά στα άγια των αγίων!
Μα, ποιους;
Εσάς;
Αν είναι δυνατόν!
Εσάς;
Με το μισό κουλούρι σας!
Εσάς που μοναχά
οι δαίμονες των αμπαριών σάς ξέρουν
και πια δεν σας γαβγίζουνε
όπως οι τόσοι προβολείς
και οι σφυρίχτρες!
Ξέρω…
Κάποτε ελπίσατε στη βραχνή βροχή
στο δήθεν έλεός της
γι’ αυτό ιδρωμένοι κι άρρωστοι
βγήκατε απ’ τα λαγούμια
βασίζοντας στο μετεωρολογικό
την όποια λύτρωσή σας.
Μα δεν σας πληροφόρησε κανείς
ότι η πρόγνωση καιρού
στον τόπο αυτόν που ήρθατε
πάντοτε πέφτει έξω;
Με θάρρος και έξοχη θεατρική σκηνοθεσία αποσύνθεσε στη συλλογή της το αστικό όνειρο, το ατομικό βίωμα, το κοινωνικό σώμα (οικογένεια, δεσμοί, σχέσεις, θάνατος…) κι απέναντι στον φθοροποιό χρόνο ή στον ανθρώπινο καταστροφικό μας ρόλο που συχνά αρνείται τις ευθύνες του, μας καλεί να φανούμε γενναίοι:
«Μη φοβηθείς / Η γενναιότητα του ίλιγγου / ουδόλως απελπίζεται. / Έχει και η πληρότητα τη διαβάθμισή της».
Ποίηση στοχαστική, ποίηση υπαρξιακή και συνάμα ποίηση κοινωνικής ανατομίας χωρίς φωνασκίες, ποίηση πληρότητας εντέλει. Ίσως τελικά τα μοναδικά θαύματα που φοριούνται είναι αυτά που σχεδιάζει ο ποιητικός λόγος.
Η Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου τα έραψε με πολλή μαεστρία και βαθιά επίγνωση του παραμυθητικού τους ρόλου.
Αθηνά Παπανικολάου
Φιλόλογος – συγγραφέας.
Βιογραφικό σημείωμα:
H Aθηνά Παπανικολάου, γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1962. Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, εργάστηκε από το 1987 έως το 2020 ως φιλόλογος στη Δημόσια Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και ως Συντονίστρια Εκπαίδευσης Προσφύγων (2016-2017) σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Κριτικά της κείμενα για έργα πεζογραφίας και ποίησης είναι δημοσιευμένα στον έντυπο τύπο και σε ηλεκτρονικές σελίδες Λογοτεχνίας. Τον Απρίλιο του 2021 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ενύπνιο» η πρώτη συλλογή διηγημάτων της με τον τίτλο Γλυφό νερό. Ζει στη Θεσσαλονίκη.