Στην εισαγωγή του μυθιστορήματος ο συγγραφέας, Στέφανος Κωνσταντινίδης αποτυπώνει από την Ομήρου Οδύσσεια, ως ένας νομάδας σκεπτικιστής, «Πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω». Το ταξίδι δεν φαντάζει εύκολο· ίσως επειδή στην πορεία για να αποκτήσει κανείς αυτογνωσία, οφείλει να γνωρίσει και τον κόσμο μέχρι την επιστροφή στην Ιθάκη, στην Πενταλιά, όπου εκεί συμφιλιώνεται με την ίδια του την ύπαρξη κι όπου η μνήμη διατηρεί την αλήθεια, την οποία ο χρόνος δεν κατάφερε να αλλοιώσει.
Ίσως ο αναγνώστης προβληματιστεί για το είδος του μυθιστορήματος, καθότι είναι πολυδιάστατο όπως και η ψυχοσύνθεση του συγγραφέα. Εισχωρεί στον χωροχρόνο, καταπιάνεται με το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι και ιστορεί μέσα από αυτά τα πλαίσια, όχι μόνο τον βίο του αλλά και τις φιλοσοφικές και πνευματικές του αναζητήσεις. Ο ίδιος γράφει, «Ένα μυθιστόρημα είναι και φαντασία και κοινωνική πραγματικότητα και ιστορία» συμπληρώνοντας πως «πρέπει να ανοίγει νέα ορύγματα στη γραφή, να φέρνει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι ήδη έχει ειπωθεί. Όχι με την έννοια της παρθενογένεσης που δεν υπάρχει βέβαια, αλλά με το να σπρώξει, έστω και ανεπαίσθητα, λίγο παραπάνω τα εσκαμμένα». Συμπεραίνει ορθώς πως « Στο μυθιστόρημα δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε από το προσωπικό μας υποσυνείδητο, ούτε από το συλλογικό ιστορικό υποσυνείδητο». Θα έλεγα πως σε όλα τα είδη τέχνης, ο δημιουργός έχει μια θέση στη συλλογική νοημοσύνη της ιστορίας του ανθρώπου όταν υποσυνείδητα αλλά και συνειδητά ταυτίζεται με τον Άλλον, αποστασιοποιείται από τον μικρόκοσμο του και γίνεται οικουμενικός. Κι αυτό διαπιστώνει ο συγγραφέας, πως δηλαδή «έχει σημασία από το προσωπικό βιωματικό να φτάσουμε στο κοινό ανθρώπινο πεπρωμένο». (σελ. 59)
Αυτό που κάνει εντύπωση είναι η συγγραφική ευφυία με την οποία πετυχαίνει να προσαρμόσει δίχως χάσματα την ιστορία του κόσμου γύρω του με τα προσωπικά του βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του. Κινείται ανάμεσα σε τόσα θέματα και διαστάσεις και επιτυχημένα κατευθύνει τον αναγνώστη από τον ένα χώρο στον άλλο. Συνεπώς ο αναγνώστης εύκολα ταυτίζεται μαζί του. Ο συγγραφέας άφοβα εκτίθεται, προσφέροντας και μεταγγίζοντας το κύτταρο του υποσυνείδητου του. Αυτό ξεχωρίζει έντονα στο ύφος και στη γραφή του και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα λογοτεχνικά. Είναι αξιοσημείωτο το ότι δηλαδή δεν διηγείται απλά προσωπικά γεγονότα αλλά κινείται στον χώρο και στον χρόνο αριστοτεχνικά, ταξιδεύοντας τον αναγνώστη βήμα – βήμα μετά τα Εκβάτανα, στην αγαπημένη Πενταλιά.
Οι ρίζες του είναι βαθιές στη μητρώα γη, τόσο βαθιές όσο και η αγάπη προς τη μητέρα. Είναι πηγή ζωής, συναισθηματικής και πνευματικής ηρεμίας. Κάθε φορά που αναφέρεται στη μητέρα, η δύναμη και η αγάπη που αντλεί, είναι έντονες και συγκινούν. «Έγραψα στη μάνα μου» τονίζει, «να μην ανησυχεί. Να κρατά ένα κλαρί ανθισμένης αμυγδαλιάς στο χέρι όταν θα μου στέλνει την ευχή της. Και τα βράδια να κοιτά τ’ αστέρια μιλιούνια στον ουρανό της Πενταλιάς, όταν η σκέψη της θα είναι σε μένα. Μάνα, κράτα γερά. Όσο εσύ κρατάς γερά εκεί στην Πενταλιά, η αγάπη σου βράχος πάνω στον οποίο στέρεα πατώ». (σελ. 65).
Από την άλλη, η παρουσία του πατέρα, του φανερώνει τον αγώνα, τον δρόμο, αλλά και τη σύγκρουση. Αναγνωρίζει ο συγγραφέας την αρχέγονη σύγκρουση πατέρα –υιού, όχι με σκοπό την ταύτιση αλλά για να υπάρξουν οι έννοιες πατέρας και υιός στη συνείδηση του ἐν δυνάμει, καθότι ο υιός έχει χρέος να ξεπεράσει τον πατέρα για να εξελιχθεί. Κάτι που και ο ίδιος ο Καζαντζάκης αναφέρει στο βιβλίο του «Ασκητική». Θα έλεγα πως ο σοφός άνθρωπος κουβαλά τους προγόνους του στο DNA του, κρυμμένοι στο υποσυνείδητο του περιμένουν καρτερικά να ξεχωρίσουν, να φωτιστεί η μνήμη και να αγαπηθούν ξανά, κερδίζοντας έτσι στιγμές αιωνιότητας.
Στον επίλογο του βιβλίου ευχαριστεί επίσης τον πατέρα του που του είχε προσφέρει κάτι που ο ίδιος στερήθηκε, τη μόρφωση. Ομολογεί πως, «Αν είναι κάτι που λυπάμαι είναι που δεν σώθηκε το απολυτήριο μου του Δημοτικού σχολείου Πενταλιάς. Έχω όλα τα άλλα «χαρτιά» που πήρα από τα «μεγάλα σχολεία» όπως έλεγε η μάνα μου. Το μόνο που λείπει είναι αυτό. Την αξία του την συνειδητοποίησα πολύ αργότερα. Όταν πήρα το Doctorat d’ Etat στη Σορβόννη το θυμήθηκα. Είχα ένα συναίσθημα πως αυτό το χαρτί του δημοτικού σχολείου Πενταλιάς ήταν ακόμη πολυτιμότερο από αυτό της Σορβόννης! Ο άκρατος συναισθηματισμός μου; Ίσως». (σελ. 415) Ο συγγραφέας παραδέχεται σε διάφορα σημεία του μυθιστορήματος πως είναι συναισθηματικός και ότι επιτυγχάνει στο να ισορροπεί τον συναισθηματισμό του. Σημειωτέα είναι η στιγμή που τα πολιτικά παιχνίδια του προκαλούν αναστάτωση και προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Να κρατήσω το αίμα μου ψυχρό…» γράφει, «αυτή είναι η ετυμολογία της λέξης! Στη ζωή υπάρχει πάντα ένα ρήγμα που τη χωρίζει σε ζώνες φωτός και σκότους. Νομίζω το ενδιάμεσο τους είναι αυτό που αποκαλούμε ψυχραιμία». (σελ. 180).
Στο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας είναι αναζητητής του φωτός και η καθημερινότητα του εμπλουτίζεται από την ανάγκη του να φωτίσει το σκότος που τον απομακρύνει από τα βάθη του υποσυνειδήτου του. Άλλωστε δεν είναι αυτός ο δρόμος προς την αυτογνωσία; Ο τρόπος που στρέφει το βλέμμα στο παρελθόν, τον βοηθά να ανακαλύψει ποιος είναι. Για αυτό και διατηρεί επιλεκτικά στη μνήμη τον προπάππο του, τον οποίο χαρακτηρίζει «θρυλικό». Τον Χριστοφή Δημοσθένη Κατσιαβάνη, ο συγγραφέας τον περιγράφει ως λεβεντάνθρωπο και τον επαινεί. Γράφει, «όταν θα γίνω πλούσιος, θα στήσω ένα άγαλμα του Χριστοφή Κατσιαβάνη, κάπου εδώ στις όχθες του Αγίου Λαυρεντίου ή τις ανατολικές παρυφές των Λορεντσιανών βουνών. Το αξίζει. Πού να ήξερε πως ένας δισέγγονος του θα έφτανε ως εδώ»; (σελ. 159) Η αλχημιστική διάθεση στο μυθιστόρημα είναι έκδηλη, ιδιαίτερα όταν γίνονται υπερβάσεις γονιδιακές και ψυχικές. Αρκετές φορές βαδίζει στην εσωτερική οδό, συγκρούεται με τον ίδιο του τον εαυτό και διυλίζει τις αλήθειες της ύπαρξης του.
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης σε μεταγγίζει με το φως του, κι όχι μόνο γνωσιολογικά ή μεταφυσικά, αλλά κυρίως ανθρώπινα. Ανθρωποκεντρικός με το βλέμμα στραμμένο στις αξίες που διατηρούν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, τοποθετείται πολιτικά, θεωρητικά και έμπρακτα. Ο χώρος της Αριστεράς ίσως δεν του προσέφερε πάντα το όραμα όπως ο ίδιος το θέλησε αλλά φρόντισε να τον υπηρετήσει όπως ο ίδιος πίστευε και ένιωθε. Τύχαινε αρκετές φορές στην πολιτική ζωή να αντιμετωπίζει και τις παρεμβάσεις της εκκλησίας που συνήθως καθόριζε την πορεία καταστάσεων. Σίγουρα αυτό είναι ένα θέμα που προβληματίζει σοβαρά τον σκεπτόμενο αναγνώστη. Ομολογουμένως η πολιτική αξίωση κι ο ακτιβισμός στη ζωή του συγγραφέα δεν είναι θέμα φιλοδοξίας αλλά προσφοράς. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο μυθιστόρημα επιθυμούσε η δράση του και η ιδεαλιστική του τοποθέτηση να είναι παράδειγμα προς τα παιδιά του.
Όμως ομολογεί πως ήταν και ένα συναίσθημα μοναξιάς η αιτία της ανάμιξης του στη πολιτική ζωή. Γράφει, «οι φιλικές» παραινέσεις να γίνω μέλος του Κινήματος πολλές. Στο Παρίσι δεν μου είχε ποτέ περάσει κάτι τέτοιο από το μυαλό. Εδώ όμως το σκεφτόμουνα. Γιατί; Έβαζα το ερώτημα στον εαυτό μου. Το συζητούσα με την Ανδρομάχη. Ίσως γιατί ένιωθα τη μοναξιά εδώ πέρα. Μια μοναξιά που επέτεινε και η απόσταση από την Ελλάδα και την Κύπρο, η απόσταση από την Ευρώπη. Αυτή η αίσθηση πως βρισκόμουνα στον κάτω κόσμο…».
Παρόμοια συναισθήματα βιώνει όταν κάνει την πρώτη του εξερεύνηση στο Μόντρεαλ. Όταν φτάνει μέχρι τον σταθμό του μετρό Ανρί Μπουράσα, τον διακατέχει ένα κενό. Ίσως ο πολιτισμός της Ευρώπης όταν αγκαλιάζει μια ώριμη ψυχή, την ηρεμεί· οι μνήμες αποκτούν μια μεταφυσική διάσταση. Η «γοητεία του παλιού» όπως την αποκαλεί απουσιάζει από τον νέο κόσμο που συναντά. Αυτό τον ταράζει. Αποκαλύπτει απορημένος, «Έξω από το μετρό Ανρί Μπουράσα ένιωσα ένα παράξενο συναίσθημα. Διερωτήθηκα πού βρισκόμουν. Έστρεψα τα μάτια προς τον ουρανό και για μια στιγμή μου φάνηκε ότι βρισκόμουν στον κάτω κόσμο. Για μια στιγμή ο κόσμος αναποδογυρίστηκε σ’ ένα μικρό μεταφυσικό χάος». Παρόλο που ο συγγραφέας πραγματεύεται την έννοια «διαταραχής του χρόνου», η οποία προκαλείται από μια ξαφνική επιτάχυνση που συσκοτίζει τη συνείδηση και βυθίζει τον άνθρωπο «σε μια κατάσταση ασυνειδησίας», αναφέρει πως την εμπειρία αυτή είχε κι ο φιλόσοφος Λεύκιππος.
Θα έλεγα πως η δική μου υποκειμενική άποψη είναι πως ανάμεσα στις γραμμές αντικρύζω ένα Ορφέα που κατάφερνε να επιστρέφει από το σκοτάδι στο φως, από τον κάτω κόσμο στη ζωή ή ίσως απλά στην πραγματικότητα του ιδεατού του κόσμου. Εύλογα τοποθετείται ο συγγραφέας αμέσως μετά εκφράζοντας πως «μάλλον η γονιδιακή μετάλλαξη απέτυχε!» Ίσως αγαπητέ Στέφανε Κωνσταντινίδη, η επιστροφή στην Πενταλιά, αποδεικνύει πως σίγουρα η γονιδιακή μετάλλαξη απέτυχε.
- Η Αθηνά Τέμβριου είναι ποιήτρια και φιλόλογος
Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του μυθιστορήματος στην Λάρνακα τον περασμένο Οκτώβρη.