Στιγμιότυπα του αρχαίου καθημερινού βίου που φέρνουν πιο κοντά μας τους ένδοξους προγόνους μας(!)
Δειπνοσοφιστῶν Γ, 76 d–e
Kαι ο ΄Αλεξις1 λέει στον Λέβητα:
Και τι πρέπει να πούμε ακόμη
για κείνους που πουλούν κάθε φορά τα σύκα στα καλάθια;
Αυτοί πάντοτε κάτω βάζουνε τα σύκα τα σκληρά και τα ελεεινά,
και πάνω-πάνω τα καλά, τα γινωμένα.
Και έπειτα, πληρώνει ο ένας το αντίτιμο
έχοντας την εντύπωση πως τέτοια σύκα αγοράζει,
κι ο άλλος χάφτοντας το κέρμα
και μέσα στα σαγόνια του κρατώντας το,2
του δίνει αγριόσυκα κι ορκίζεται πως σύκα τού πουλάει.
Δειπνοσοφιστῶν ΣΤ, 225 c-d
O Ξέναρχος3 λέει στην Πορφύρα:
Οι ποιητές είναι κουταμάρες·
γιατί τίποτε το νέο δεν επινοούν, αλλ’ ο καθένας απ’ αυτούς
τα ίδια θέματα τα φέρνει πάνω κάτω.
Μα απ’ τη ράτσα των ιχθυοπωλών καμία άλλη δεν υπάρχει
που ν’ αγαπάει τη σοφία πιο πολύ (!)
ούτε και είναι πιότερο ανόσια.4
Γιατί, καθώς ελόγου τους δεν έχουν πλέον το δικαίωμα
τα ψάρια να ραντίζουν ‒ απαγορεύεται από τον νόμο αυτό ‒
μόλις τα ψάρια του ένας τύπος θεομίσητος
τα είδε να παραξεραίνονται, τότε εκεί ανάμεσά τους,
προκάλεσε εξεπίτηδες μάχητα του καλού καιρού.
Και πέφτανε χτυπήματα· κι εκείνος έκανε
πως χτύπημα δέχτηκε καίριο, έπεσε καταγής
και παριστάνοντας τον λιποθυμισμένο
μέσα στα ψάρια ξαπλωμένος ήταν τέζα.
Και κάποιος βάζει τις φωνές, «νερό, νερό!».
Και τότε ένας απ’ τους συνεργάτες του σήκωσε μια κανάτα,
κι ενώ πάνω σ’ αυτόν τίποτε, πολύ λίγο έχυσε,
όλο μεμιάς πάνω στα ψάρια τ’ άδειασε.
Και σίγουρα θα έλεγες πως μόλις είχανε αυτά πιαστεί.
(Σε κάτι τέτοια, πάντως, είμαστε γνήσιοι απόγονοι Εκείνων…)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Κορυφαίος εκπρόσωπος της Μέσης κωμωδίας (392/372 – 286/270 π. Χ.). Πατρίδα του ήταν οι Θούριοι της Κάτω Ιταλίας, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε στην Αθήνα. Κατά μία πληροφορία ήταν θείος τού Μενάνδρου. Παραδίδεται ότι έγραψε πολυάριθμες ‒ συνολικά 245‒ κωμωδίες. Σ’ εμάς έχουν φτάσει μόνο 135 τίτλοι και ορισμένα αποσπάσματα. Πολλά έργα του έχουν γυναικείους τίτλους και σε κάποια άλλα διακωμωδούσε φιλοσόφους.
2) Επειδή οι αρχαίοι δεν είχαν στα ρούχα τους τσέπες, συνήθιζαν στις καθημερινές τους συναλλαγές να τοποθετούν τα νομίσματα σε πουγκιά ή να τα δένουν στις άκρες των ρούχων τους· αλλά και να τα κρατούν στο στόμα, ανάμεσα στα δόντια ή κάτω από τη γλώσσα.
3) Ο Ξέναρχος ήταν Σικελός κωμικός ποιητής μίμων (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ο μίμος είναι μικρό θεατρικό έργο δύο ή τριών προσώπων χωρίς Χορό και σχεδόν χωρίς δράση, κάτι σαν μικρό μονόπρακτο, που μιμείται ρεαλιστικά σκηνές της καθημερινής ζωής. Δημιουργός αυτού του λογοτεχνικού είδους θεωρείται ο πατέρας του Ξενάρχου, ο Σώφρων, που έδρασε στις Συρακούσες στα μέσα του 5ου αι. π. Χ. Χάρη στο ρεαλιστικό του στοιχείο, στις ευτράπελες ιστορίες προσώπων της κοινής ζωής, στους ζωντανούς διαλόγους με τα χοντροκομμένα αστεία, ο μίμος έγινε αγαπημένο λαϊκό είδος διασκέδασης.
4) Στις κωμωδίες συχνά οι πωλητές ψαριών διακωμωδούνται ως άπληστοι ‒ εκμεταλλεύονταν το πάθος των Ελλήνων και δη των Αθηναίων για τα φρέσκα ψάρια και τα πουλούσαν πολύ ακριβά ‒ πανούργοι απατεώνες και δόλιοι πωλητές, που προσπαθούν να κοροϊδέψουν τον καταναλωτή.