[…]
Γι’αυτούς λοιπόν που ξεκινήσανε μαζί
απ’ την ελληνική τη γη, πένθος για δυνατές καρδιές
στου καθενός το σπιτικό ταιριάζει.
Πραγματικά, πολλά αγγίζουνε με πόνο την καρδιά·
γιατί κανείς γνωρίζει ποιους έστειλε στον πόλεμο,
κι όμως αντί για τους λεβέντες, υδρίες νεκρικές
και στάχτη μοναχά στου καθενός το σπίτι φτάνει.
Κι ο Άρης που κορμιά αντί για μάλαμα ανταλλάσσει 2
και που κρατάει τη ζυγαριά μέσα στων κονταριών
τη συμπλοκή, στους προσφιλείς ψήγματα λίγα,
πικροδάκρυτα, απομεινάρια της φωτιάς από το ΄Ιλιο στέλνει
κι αλλάζοντας τους άντρες με τη στάχτη τους,
λαγήνια πρόχειρα μ’ αυτή γεμίζει. Και κάποιοι οδύρονται,
ενώ παινεύουνε αυτόν τον άντρα πως ήξερε από πόλεμο καλά,
εκείνον ότι έπεσε στη φονική τη μάχη τιμημένα,
για μια γυναίκα αλλουνού.
Αυτά κανείς πνιχτά, μέσ’ απ’ τα δόντια του αλυχτά.
Κι ο πόνος με το φθόνο ανάμεικτος, σέρνεται ενάντια
στους εκδικητές, τους δύο γιους του Ατρέα.
Κι οι άλλοι εκεί, στο τείχος περιτρίγυρα,
κρατούνε μνήματα ‒ πανώριοι ‒ στη χώρα του Ιλίου·
κι έτσι η γη η εχθρική έκρυψε μέσα της εκείνους που την πήραν.
Βαριά, γεμάτη οργή είν’ η φωνή των πολιτών,
και ξεπληρώνει αυτή το χρέος της κατάρας ενός ολόκληρου λαού.
Έτσι, η σκέψη μου ανήσυχη κάτι ν’ ακούσει περιμένει σκοτεινό,
σαν κάτι το κρυμμένο μες στα ερέβη της νυχτιάς.
Γιατί οι θεοί δεν αδιαφορούν
για όσους έχουνε πολλούς ανθρώπους αφανίσει·
κι οι μαύρες Ερινύες, με του καιρού το πέρασμα,
αυτόν που ’ναι καλότυχος από το δίκαιο μακριά
με μια καταστροφή του βίου του κακότυχη
τον κάνουν άσημο, ασήμαντο,
και όποιος στην αφάνεια βρεθεί καμιά βοήθεια πλέον δεν έχει.
Είναι βαρύ με τα παινέματα ν’ αλαζονεύεται κανείς·
γιατί κατάματα τονε χτυπά ο κεραυνός σταλμένος απ’ τον Δία.
Εγώ την ευτυχία προτιμώ που δεν τραβάει φθόνο·
δε θα ’θελα ούτε να είμαι πόλεων κατακτητής
μα ούτε κι απ’ την άλλη να βλέπω τη ζωή μου να κυλά
όντας ο ίδιος σκλάβος αλλωνών.
[…]
1) Οι στίχοι αυτοί είναι απόσπασμα από ένα χορικό της τραγωδίας. Τα μέλη του Χορού, που τον συγκροτούν γέροντες του ΄Αργους, του τόπου όπου διαδραματίζεται ο Αγαμέμνων, μόλις έχουν μάθει από τη βασίλισσα Κλυταιμήστρα το χαρμόσυνο μήνυμα της πτώσης της Τροίας, μήνυμα που έφτασε μέσω μιας μακράς αλυσίδας φρυκτωριών. Στην αρχή ψάλλουν τις ευχαριστίες τους προς τον Δία για την τιμωρία του Πάρη· στη συνέχεια, με τους στίχους που παραθέτουμε, θρηνούν για τις συμφορές του Τρωικού πολέμου που έγινε για μια γυναίκα και εκδηλώνουν την ενδόμυχη ανησυχία τους για το τέλος των Ατρειδών που προκάλεσαν τόση θλίψη και θάνατο.
2) Χρυσαμοιβὸς (στο πρωτότυπο): Ωραιότατη λέξη επινοημένη από τον γλωσσοπλάστη Αισχύλο για να χαρακτηρίσει τον θεό ΄Αρη· έχει ως πρώτο συνθετικό το ουσιαστικό χρυσός και δεύτερο το ρήμα ἀμείβω= αλλάζω, ανταλλάσσω (αυτή είναι η αρχική σημασία του ρήματος, η οποία εξελίχθηκε στη σημερινή έννοια « δίνω χρήματα σε αντάλλαγμα έναντι προσφερόμενης εργασίας». Ομόρριζα: ἀμοιβή, ἀμοιβαῖος, ἀντάμειψις ). Ο ποιητής πλάθει μιαν έξοχη εικόνα, παρομοιάζοντας υποβλητικά τον ΄Αρη με χρυσαμοιβό ‒ κατ’αναλογία προς τον ἀργυραμοιβό ‒ με σαράφη που στήνει τη ζυγαριά του καταμεσής της μάχης και ανταλλάσσει νεκρούς. Παίρνει κορμιά και δίνει για αντάλλαγμα λίγη στάχτη, ψῆγμα σποδοῦ στο πρωτότυπο, όπως τα ψήγματα χρυσού με τα οποία έκαναν κάποιες συναλλαγές τους οι άνθρωποι αυτού του επαγγέλματος.