[…]
Και προχωρούσε η νυχτιά, κι ο στόλος των Ελλήνων,
καθόλου, πουθενά ρότα δεν έβαζε κρυφή στο πέλαγο για νά βγει.3
Όμως, μόλις η μέρα με τα άσπρα τα πουλάρια της
σκέπασε ολόκληρη τη γη – λαμπρόφωτη να τη θωρείς –
πρώτα μια ρυθμική βουή από το μέρος των Ελλήνων
σαν να ’τανε τραγούδι ανέβηκε θριαμβικά, κι αμέσως
αντιλάλησε με δύναμη η ηχώ πάνω στα βράχια του νησιού.
Κι έπιασε τρόμος τους βαρβάρους όλους
που ’χαν στην κρίση τους λαθέψει, γιατί δεν ήταν για φυγή
που έψαλλαν οι Έλληνες τον ιερό παιάνα τότε,
αλλά στη μάχη ορμούσαν μ’ αντρειά και με ψυχή γεμάτη τόλμη·
και η κραυγή της σάλπιγγας έβαζε σ’ όλ’ αυτά φωτιά.
Κι ευθύς, όλοι μαζί, με πάταγο βουτώντας τα κουπιά,
χτυπήσαν με το πρόσταγμα στα βάθητά της την αρμύρα,
και γρήγορα, μπροστά στα μάτια μας όλα φανήκαν καθαρά.
Πρώτο με πειθαρχία πήγαινε το δεξιό το κέρας και με τάξη,
και πίσω ο στόλος όλος ακολούθαγε,
κι είχες συνάμα να ακούς ένα μεγάλο αλαλαγμό :
« ΄Ιτε παίδες Ελλήνων, ελευθερώνετε πατρίδα, ελευθερώνετε παιδιά,
γυναίκες κι ιερά των πατρικών σας των θεών
και τάφους των προγόνων ! Νυν υπέρ πάντων ο αγών !»
Και από μας, το βουητό της περσικής της γλώσσας έφευγε
και τους συναπαντούσε,
και δεν υπήρχε πια καιρός καθόλου γι’ αργοπόρια.
Κι ευθύς, πλοίο μέσα σε πλοίο μπήγει το χαλκοσκέπαστο έμβολο.
Το χτύπημα ελληνικό καράβι τ’ άρχισε,
κι όλα τα ακροστόλια πλοίου φοινικικού τα σπάει, τ’ αποκόβει·
κι άλλος επάνω σ’ άλλο το ξύλινο το σκάφος έριχνε.
Και στην αρχή, λοιπόν, ο ποταμός του περσικού του στόλου κράταγε.
Όμως, σαν μέσα στο στενό πολλά καράβια μαζευτήκαν,
και δε γινότανε βοήθεια καμιά να ’χει ο ένας απ’ τον άλλο,
κι οι ίδιοι αυτοί με τα χαλκόστομα τα έμβολα
χτυπιούνταν μεταξύ τους, όλο το στόλο τον τσακίζανε,
το στόλο που κουπιά τονε κινούσαν,
ενώ τα πλοία τα ελληνικά, με φρονιμάδα περισσή,
ολόγυρα, από παντού χτυπούσανε,
κι αναποδογυρίζονταν ολόκληρα τα πλοία,
και δεν μπορούσες πια τη θάλασσα να τηνε δεις,
γεμάτη ως ήτανε από ναυάγια κι από κουφάρια των θνητών.
Και τ’ ακρογιάλια μα κι οι ξέρες γεμίζανε από νεκρούς,
και τα κουπιά χτυπώντας κάθε πλοίο τρεπόταν σ’ άτακτη φυγή,
απ’ όσα, βέβαια, είχαν στο στόλο των βαρβάρων απομείνει.
Και με κουπιά σπασμένα αυτοί, και με λογής συντρίμμια απ’ τα ναυάγια,
καταπώς τόνους ή ψαριά πιασμένη μες σε δίχτυ,
μας χτύπαγαν,4 ράχες χωρίζανε στα δυο,5
και βογγητό μαζί με θρήνο γοερό
στα ανοιχτά απλωνότανε, στα πελαγίσια τα νερά,
ωσότου όλ’ αυτά της κατασκότεινης της νύχτας η μορφή
τα πήρε μακριά. Όμως το πλήθος των κακών,
ούτε κι αν δέκα μέρες ιστορούσα πώς όλα γίναν στη σειρά,
θα μπόραγα σε τέλος να το φέρω.
Γιατί – και τούτο μάθε το καλά – ποτέ σε μία μέρα μέσα
δεν πέθανε τόσος μεγάλος αριθμός, τόση πληθώρα ανθρώπων.
1) Από το βιβλίο της μεταφράστριας: ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού. Εκδόσεις ΕΚΚΡΕΜΕΣ, 2014.
2) Η υπόθεση της τραγωδίας εκτυλίσσεται στην περσική πρωτεύουσα Σούσα. Οι Πέρσες έχουν ηττηθεί στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, και ένας απεσταλμένος του Ξέρξη έχει φτάσει φέρνοντας την είδηση της μεγάλης καταστροφής στον Χορό, που τον αποτελούν Πέρσες γέροντες, και στη βασίλισσα ΄Ατοσσα, τη μητέρα του Ξέρξη. Το απόσπασμα που παραθέτουμε ανήκει στην περιγραφή της ναυμαχίας από τον αγγελιοφόρο, περιγραφή που έχει χαρακτηριστεί ως « το ωραιότερο μνημείο για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας».
3) Κατά τον Αισχύλο, ο οποίος έλαβε μέρος στη ναυμαχία, ο Θεμιστοκλής, επειδή συναντούσε αντιρρήσεις από τους Πελοποννησίους στο σχέδιό του να πολεμήσουν τους Πέρσες στο στενό της Σαλαμίνας, όπου είχε συγκεντρωθεί όλη η ελληνική ναυτική δύναμη, και προτιμούσαν να υποχωρήσουν στον ισθμό και να αμυνθούν εκεί, κατέφυγε σε ένα τέχνασμα. Παράγγειλε με μυστικό απεσταλμένο στον Ξέρξη ότι δήθεν επιθυμεί τη νίκη του, γι’ αυτό του αποκαλύπτει ότι οι Έλληνες, όντας τρομοκρατημένοι, είχαν σκοπό τη νύχτα να φύγουν. Αν ήθελε λοιπόν μια μεγάλη νίκη, θα έπρεπε να επιτεθεί αμέσως. Ο Ξέρξης έπεσε στην παγίδα, οι Πέρσες περικύκλωσαν τους Έλληνες και τους περίμεναν.
4) Πολλές φορές τους τόνους, που στη μετανάστευσή τους πλέουν κατά κοπάδια στην επιφάνεια της θάλασσας, όταν έπεφταν στα αλιευτικά δίχτυα, τους σκότωναν χτυπώντας τους με ξύλα.
5) Ῥαχίζω στο πρωτότυπο· ρήμα αναφερόμενο στα θυσιαζόμενα και γενικώς στα σφαγιαζόμενα ζώα, καθώς η πρώτη και μεγάλη διατομή γινόταν και γίνεται μέχρι σήμερα στη ράχη.