Η ΡΟΜΠΑ
Μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα! Ποιος διάολος είναι νυχτιάτικα; Και επιμένει· δέκα φορές χτύπησε το τηλέφωνο, το ’κλεισε και ξαναχτυπάει αμέσως μετά.
-Γύρισες; Πήρα πριν λίγο και στο γραφείο και δεν σε βρήκα…’ Πέρασαν κάμποσα δευτερόλεπτα ώσπου να καταλάβω ακριβώς τι άκουγα. Δεν είναι δυνατόν…
-Ποιο γραφείο Νίκο μου· νυχτιάτικα;
-Τι…’ Ένας ρόγχος, ένα λαχάνιασμα, κάτι αναφιλητά, σάλια, δάκρυα.
-Πού είσαι Νίκο; Τι κάνεις τέτοιαν ώρα;
-Σπίτι είμαι· στην κάμαρή μου… Τσίμπησα πριν λίγο κάτι για μεσημέρι…’ Κι άλλο υγρό αναφιλητό με σάλια· μπορεί και μύξες.
-Νίκο· με θες κάτι τώρα;
-Όχι, καλά είμαι… Να τα λέγαμε…
-Αύριο πρωί, να έρθω από εκεί;
-Αύριο;
-Αύριο το πρωί.
-Το πρωί…
-Ναι· αύριο το πρωί, θα έρθω από εκεί. Άντε, κοιμήσου τώρα.
-Το απόγεμα θα πας στο γραφείο;
-Ποιο απόγευμα Νίκο; Όχι· εδώ θα είμαι. Κοιμήσου τώρα.
-Εκεί θα είσαι…
-Ναι, αύριο το πρωί θα τα πούμε. Καληνύχτα!
-Καλό ξημέρωμα…
* * *
Από τότε που πέθανε η μάνα, ο Νίκος όσο περισσότερο προσπαθούσε να κρυφτεί τόσο γινόταν πιο διάφανος. Όχι πως δεν ήξερε κανείς, τριάντα χρόνια τώρα, ότι ο Νίκος και η μάνα είχανε σχέση δυο τους· μα γιατί ο ίδιος, μετά τον θάνατό της, δεν μπορούσε να υποκρίνεται πια με την ίδιαν άνεση, παριστάνοντας τον αδιάφορο τρίτο· παρουσιάζοντάς την άλλοτε σαν γειτόνισσα, σαν οικογενειακή του φίλη κι άλλοτε σαν συνεργάτιδα. Κατά καιρούς την είχε παρουσιάσει και σαν γραμματέα του! Αν είναι δυνατόν· ακόμα κι αυτό είχε σκαρφιστεί, μόνο και μόνο για να μην παραδεχτεί ποτέ πως ήσαν εραστές, τριάντα χρόνια. Τριάντα και δύο· ούτ’ ένα λιγότερο. Και να πεις πως είχε μαζί μας κάποιο κώλυμα και ντρεπόταν ειδικά εμάς; Ούτ’ ο αδελφός μου ούτ’ εγώ, νιώσαμε κάτι αρνητικό για εκείνον. Η μάνα τότε σταμάτησε τα μαύρα κι άρχισε να βγαίνει έξω. O μικρός ήταν πανευτυχής που έλειπε συχνά και μπορούσε να καπνίζει κρυφά, σαν αράπης απ’ τα δώδεκα, τα τσιγάρα που τής έκλεβε κι εγώ, στα δεκάξι, ήθελα να λείπει ακόμα συχνότερα, για να τριγυρνώ με τους φίλους μου.
Απ’ την πρώτη φορά που μας κάλεσε και τους τρείς στο εξοχικό του και μυριστήκαμε πως κάτι τρέχει ανάμεσά τους και την τριγύρναγε σαν καυλωμένος γάτος, εμείς οι δυο δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Ίσα-ίσα: Ο μικρός ήταν ενθουσιασμένος που ο Νίκος είχ’ ένα σωρό σφεντόνες και ντουφέκια και μπορούσε να κάνει σκοποβολή στον κήπο, κι εγώ το ’βλεπα να ’ρχεται· πως όλο και κάποιο κορίτσι των ονείρων μου, θα περνούσε όπου να ’ναι μέσ’ απ’ τη χούφτα στο κρεβάτι μου. Ποιο ήταν το πρόβλημα λοιπόν; Τι σόι καυτοί, πηχτοί, φαρμακωμένοι χυμοί είν’ αυτοί; Φριχτή, βρώμικη, ταγκιασμένη λίγδα που δεν καθαρίστηκε ποτέ σωστά, ούτε κάηκε ποτέ. Μολυσμένος καπνός που απλώνεται παντού στις φλέβες, θολώνει τον νου και μαγαρίζει τη ζωή ολάκερη απ’ την κορφή ως τα νύχια. Ποτέ μου δεν κατάλαβα· δεν το ’νιωσα ποτέ· ακόμα και τώρα που περπατάω στην πέμπτη μου δεκαετία.
Ο πατέρας είχε πεθάνει πριν τρία χρόνια· η μάνα ήταν πολύ νέα ακόμη. Το νιώθαμε εντελώς φυσικό αυτό που γινόταν· μια χαρούμενη νότα ζωής. Όσο κι αν δεν ειπώθηκε τίποτα στην αρχή, εμείς τής δείχναμε πως ξέρουμε, καταλαβαίνουμε κι όλα είν’ εντάξει. Συζήτηση βέβαια δεν έγινε, μα ήταν φανερό τι νιώθαμε. Κι αν η μάνα κοκκίνιζε και μας έκοβε τη φόρα, εμείς βρίσκαμε κάθε τόσο τον τρόπο, με αστειάκια και μισόλογα να δείχνουμε πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Το μόνο πρόβλημα ήταν ο Νίκος. Μα τότε δεν το ξέραμε.
Την Πρωτοχρονιά, που είναι και τα γενέθλιά μου, ήρθε πρώτη φορά στο σπίτι για να μας ευχηθεί. Άψογος. Φρεσκοξυρισμένος. Παρφουμαρισμένος. Σιδερωμένος, ατσαλάκωτος, τυπικότατος, ευγενέστατος, κι εντελώς απόμακρος· σα να μη γνώριζε κανέναν· ούτε καν τη μάνα. Έφερε κι ένα κουτί σοκολατάκια. Όχι για μένα, που έκλεινα τα δεκάξι, μα έτσι· για το καλό. Εντάξει· μπορεί να μην ένιωθε άνετα, ν’ αρχίσει να κάνει δώρα στα παιδιά τής… Στα παιδιά τής αγαπητής κυρίας Αλίκης· που ήταν απλώς μία οικογενειακή φίλη… Όλα τα υπόλοιπα· ‘γείτων’, ‘συνεργάτις’, ‘γραμματεύς’, ‘χήρα τού αειμνήστου’, ‘νύφη τού Υπουργού’, θα έμπαιναν στις συστάσεις λίγο μετά, ως τίτλοι! Α ναι· το είχε πει κι αυτό κάποτε: ‘Νύφη τού Υπουργού’, αλλ’ αρκετά χρόνια αργότερα· και σίγουρα δεν θα το πίστευα αν δεν το είχε πει μπροστά μου και δεν το άκουγα με τα ίδια μου τ’ αυτιά.
Κάθισε στητός μισή ωρίτσα σα να ’χε καταπιεί μπαστούνι, σε μια πολυθρόνα όσο πιο μακριά γινόταν απ’ τη μάνα, ξαναείπε τις ίδιες ιστορίες απ’ τον εμφύλιο και τα ίδια κρύα γυμνασιακά αστειάκια που είχε πει και στο εξοχικό του· και ύστερα, άψογος κι αδιαπέραστος πάντα, έφυγε, αφού μας ευχήθηκε χρόνια πολλά. Χρόνια πολλά, πράγματι: Ούτε ένα ούτε δύο. Τριάντα δύο. Πάρα πολλά, αν το καλοσκεφτείς. Ήμασταν έφηβοι τότε· κι εμένα τώρα ο γιός μου είναι εικοσάρης. Όμως αυτό γινόταν ίδια κι απαράλλαχτα κάθε φορά, χρόνια πολλά· δυο φορές το χρόνο: Πρωτοχρονιά και Πάσχα, μ’ ένα κουτί σοκολατάκια. Την πρώτη φορά πάντως όλα ήταν καλά κι ο μικρός με τα καραγκιοζιλίκια του την έκανε τη μάνα να σκάσει στα γέλια: Παρίστανε τον Νίκο δικαστή, να τη δικάζει και τής βάζει βαριά ποινή που καθόταν κι αυτή σαν αυτόν σαν αγγούρι και δεν τον πλησίασε διόλου!
Δικαστικός ήταν ο Νίκος. Και μάλιστα ξεκίνησε την καριέρα του και είχε ορκιστεί στο σώμα, όταν Υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο αδελφός τού πατέρα· εξ ού και το αμίμητο ‘η νύφη τού Υπουργού’ που είχεν εφεύρει, για να επιδεικνύει το τρόπαιό του· εκ τού ασφαλούς βέβαια, γιατί ο θείος είχε πεθάνει κι αυτός, μόλις τρεις μήνες μετά τον πατέρα. Παίζοντας όμως πάντα την ίδια κακιά φάρσα και πασκίζοντας με κάθε τρόπο να δείχνει ακριβώς αυτό: Πως δεν είχε διόλου τη σχέση που όντως είχε με τη μάνα. Κι όχι μόνο στην αρχή, πράγμα που θα μπορούσε ίσως να το καταλάβει κανείς, μα χρόνια ολόκληρα: Ποτέ δεν παραδέχτηκε πως ήσαν ζευγάρι.
Θλιβερή περίπτωση τελικά ο κύριος Εφέτης, που λες και κυκλοφορούσε παντού δεμένος μαζί με την έδρα του και ορκιζόταν συνέχεια στον Βασιλέα, στον Χριστό και στη μαμά του. Σ’ εκείνη κυρίως· που το πορτραίτο της το είχε κρεμασμένο πάνω απ’ το κρεβάτι του. Τώρα, τι σόι ζευγάρι ήσαν δυο τους, και πόσο τής άρεσε τής μάνας αυτό, στα σαράντα της· είναι άλλη ιστορία…
Η μεγάλη της αδελφή πάντως, η θεία Έλλη, που είχε καταλάβει αμέσως τι συμβαίνει, τής έδειχνε με κάθε τρόπο ότι όλα είναι καλά και δεν έχει κανένα λόγο να κρύβεται. Εμείς οι δυο πάλι, όπως είχαμε ξεκινήσει, έτσι και συνεχίζαμε· κι όσο μεγαλώναμε, τόσο περισσότερο δείχναμε τη στάση μας. Με τη μάνα το είχαμε συζητήσει αρκετές φορές εντελώς ανοιχτά πια και τής δείχναμε πάντα πως η παρουσία τού Νίκου στη ζωή της ήταν για μας δεδομένη, κι όχι μόνο δεν μας ενοχλούσε μα τη θεωρούσαμε και κάτι θετικό. Αλλά και στον ίδιο, καθώς περνούσε ο καιρός, ως φοιτητές, ως νέοι άντρες, μιλούσαμε ανοιχτά -όσο μας άφηνε- δείχνοντάς του ξεκάθαρα πως δεν υπάρχει πρόβλημα και πως δεν έχει λόγο να κρύβεται και να υποκρίνεται. Τίποτα· δώρον άδωρον. Δέκα χρόνια μετά -πενήντα χρόνων πια η μάνα, εξήντα εκείνος- και το θέατρο συνεχιζόταν έτσι: Ούτε μια βόλτα, ούτ’ ένα σινεμά, ούτ’ έναν καφέ φανερά δυο τους. Ούτε μια φορά να μην τσιμπήσουμε κάτι σ’ ένα ταβερνάκι μαζί. Ούτ’ ένα κουτί σοκολατάκια παραπανίσιο· ένα μικρό δωράκι για εμάς: Γιορτές, γενέθλια, Πανεπιστήμια, πτυχία, στρατός, γάμοι, γεννητούρια, βαφτίσια· νέα γενιά… Τίποτα! Όσο για διακοπές, ταξίδια, κάποια κοινωνική ζωή· ούτε λόγος. Κάθε τόσο κλεισμένοι δυο τους, κρυφά, στα δυο του σπίτια μόνο. Μπορεί να τής άρεσε τής μάνας αυτό, και να ήταν πολύ καλός στο γαμήσι, κι όλο του το ψέμα και το κράτημα να τα έβγαζε τότε μόνο· στα σκοτεινά, μαζί με τα ρούχα του.
Λες;
Μια φορά πάντως που τής το πέταξε αυτό ο μικρός -που δεν ήτανε διόλου μικρός πια- πολύ σκληρά είν’ αλήθεια· εκείνη έβαλε τα κλάματα. Κι ο άλλος δεν σταμάτησ’ εκεί: ‘Ε και τι στο διάολο κάνεις μαζί του τόσα χρόνια; Επειδή αν τον κοιτάξεις καμιά διακοσαριά μέτρα απόσταση από πίσω, απ’ την πλάτη, μέσα στο μούχρωμα, αργά το απόγεμα και σού θυμίζει κάπως τον πατέρα· σού φτάνει αυτό για να ζεις τη ζωή σου έτσι;’ ‘Όχι… Άλλα ήθελα… Εγώ πάντως, ακόμα τώρα, όποτε είμαι λυπημένη, τον πατέρα σας βλέπω πάντα στον ύπνο μου…’ ‘Είσαι άρρωστη· πιο άρρωστη κι απ’ τον Νίκο!’ Μπήκα στη μέση και το πράγμα έμειν’ εκεί.
Κάποια στιγμή, πέθανε επιτέλους η μαμά του· κορακοζώητη. Μα κι αυτό δεν άλλαξε τίποτα. Το πορτραίτο της πάντα εκεί· πάνω απ’ το κρεβάτι του…
Ούτε, κι όταν τον έκανα κουμπάρο μου, άλλαξε κάτι: Να μπορούσε ίσως να νιώθει λιγάκι πιο άνετα, να έρχεται στο σπίτι συχνότερα, να μην κρύβεται παίζοντας την ίδια ηλίθια κωμωδία, να μην υποκρίνεται τόσο. Τίποτα. Αντίθετα· κι αυτό ακόμη το χρησιμοποιούσε σαν άλλοθι: ‘Να κι ο κουμπάρος μου! Τι κάνεις ρε κουμπάρε; Α, να και η μητέρα τού κουμπάρου…’ Ο αδελφός μου είδε κι απόειδε, τράβηξε μια μολυβιά, πήρε τον δρόμο του κι έπαψε τελείως ν’ ασχολείται μ’ αυτόν. Εγώ κρατούσα μια γέφυρα ανοιχτή και βλεπόμασταν μια στις τόσες· για τη μάνα κυρίως. Αν και δεν είχα καμιάν ελπίδα πια πως όλη αυτή η ιστορία θα μπορούσε να πάρει άλλο δρόμο· πως θ’ αφηνόταν επιτέλους η αληθινή ζωή να ξεμυτίσει από μια μικρή χαραμάδα και ν’ ανασάνει λεύτερη.
Ώσπου, πριν δυο μήνες, στα εβδομήντα της -ογδόντα εκείνος- πέθανε η μάνα.
Στην κηδεία της δεν είμαι διόλου σίγουρος πως είχε καταλάβει τι ακριβώς τού είχε συμβεί. Άψογος, τελείως κρατημένος κι αδιαπέραστος, αδάκρυτος, άφησε μηχανικά ένα ρόδο στο ανοιχτό μνήμα. Σα να περνούσε μπροστά απ’ το φέρετρο ενός επίτιμου Αρεοπαγίτη· σα να έπρεπε να πετάξει κι εκείνος ένα λουλούδι στην πίστα.
Από εκεί και ύστερα, άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Η κυρία Δέσποινα, η θυρωρίνα που τού καθάριζε και το σπίτι, ανησύχησε πρώτη: Δεν έβγαινε λέει πια νωρίς το πρωί για τον περίπατό του, μπέρδευε τις ώρες, δεν την ήθελε όπως πριν να συγυρίζει κάθε μέρα, να είναι όλα στην τρίχα, δεν ήθελε να πάει στο στέκι του για φαΐ, δεν έτρωγε κανονικά. Πάλι καλά που ερχόταν στο γραφείο μου κάθε τόσο. Έτσι κι αλλιώς τον ήξερε η φρουρά κάτω, και η Ιωάννα που γνώριζε από καιρό τι ακριβώς συμβαίνει, αν και πνιγόταν στη δουλειά μ’ όλα τα σούρτα φέρτα, τον έβαζε κάπου να κάτσει μ’ έναν καφέ, για να περάσει η ώρα, όσο να βρει την ευκαιρία να μού τον φέρει μέσα για λίγο, ροκανίζοντας έτσι τον χρόνο.
Η θεία Έλλη, που ήταν γειτόνισσά του στον Λυκαβηττό, άρχισε να τού στέλνει ένα πιάτο φαΐ. ‘Γεια στα χέρια της και πολύ ευχαριστεί’ μήνυσε η κυρία Δέσποινα, που όμως συνέχισε ν’ ανησυχεί. Κι όχι άδικα· αφού όλα μετά ήρθαν απανωτά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο: Μια μέρα τον ανέβασαν τρεκλίζοντας, γιατί μόλις πέρασε την είσοδο σκόνταψε, ζαλίστηκε κι έπεσε. Ευτυχώς πρόλαβε και τον άρπαξε απ’ το σακάκι ένας νεαρός τής ασφαλείας· αλλιώς θα χτύπαγε πολύ άσχημα. Η Ιωάννα τον κράτησε στο γραφείο της ώσπου να συνέλθει και να τον στείλει σπίτι του μ’ ένα ταξί.
Δυο μέρες μετά, μού τον έφερε στο γραφείο πάλι, μιας κι εκείνη τη στιγμή ήμουν μόνος με τον αδελφό μου. Αυτό ήταν ακόμα χειρότερο: Δεν ξέρω τι έπαθε ο Νίκος, μόλις τον είδε· σα να τού έβαλαν ένα πιστόλι στον κρόταφο. Πισωπάτησε, και ύστερα κάνοντας δήθεν τον άνετο, υψώνοντας μάλιστα τον τόνο τής φωνής· ‘Βρε καλώς τον Στέφανο…’ είπε· ‘Καιρούς και ζαμάνια… Τι κάνεις βρε μικρέ… Τι κάνει η μάνα σου;…’ Η Ιωάννα που έβγαινε διακριτικά απ’ το γραφείο, μόλις το άκουσε αυτό, κοκάλωσε πάνω στο πόμολο τής πόρτας: ‘Καλά είναι· στο νεκροταφείο, που τής άφησες ένα λουλούδι· δεν το θυμάσαι;’ Κι ο άλλος κεραυνοβολήθηκε· άσπρισαν τα χείλη του, τρέχανε σάλια, έτρεμαν τα χέρια του, γουργούρισε άναρθρα η φωνή του, γυρίσαν μέσα τα μάτια του και σωριάστηκε σαν τσουβάλι στο πάτωμα.
Τι χρειαζόταν τώρα, αυτή η ατάκα τού Στέφανου στα καλά καθούμενα· τι βλακεία. Όμως, άλλο και τούτο πάλι· τι σόι ερώτηση ήταν κι εκείνη τού Νίκου; Τι είδους συνειρμός, ποια ανάγκη, ποιο άλλοθι; Να δείξει τι; Σε ποιόν; Σ’ εμάς τους δύο; Στον έξω κόσμο; Στον εαυτό του; Άκου τι κάνει η μάνα σου· δυο μήνες μετά τον θάνατό της… Μη χειρότερα… Είδαν κι έπαθαν να τον συνεφέρουν και να τον πάνε σηκωτό στο σπίτι του.
Το άλλο απόγευμα με πήρε η θεία Έλλη στο τηλέφωνο. Έξαλλη. Αδύνατο να την ηρεμήσω κάπως· τουλάχιστον για να καταλάβω καλύτερα τι λέει:
-Το κτήνος! Δεν ντράπηκε, ογδόντα χρόνων άνθρωπος· κύριος σού λέει… Τι κτήνος… Το κτήνος!… Ακούς εκεί· να παντρευτούμε… Ακόμα δεν σαράντισε η μάνα σου· δεν ντράπηκε, το κτήνος… Το σιχαμένο φίδι, τόσα χρόνια, το κτήνος… ‘Έξω!’ τού φώναξα, ‘Έξω κτήνος· θα βάλω τις φωνές να σηκώσω τη γειτονιά στο πόδι… Έξω έκφυλε… Αστυνομία!.. Ανώμαλε, γεροτράγο· έξω!’… Στεκόταν όρθιος μπροστά στην πόρτα και με κοίταγε σα βλάκας… ‘Έξω, κτήνος!… Βοήθεια!’… Πώς δεν σήκωσα ένα τασάκι να τού το φέρω στο κεφάλι· να πάω φυλακή, τώρα στα γεράματα…
Τι να πω εγώ;
Δυο μέρες μετά, πριν μπω στο γραφείο μου, είδα την Ιωάννα πολύ αναστατωμένη· ήταν κι ο άντρας της εκεί. Αμέσως κατάλαβα πως κάτι τρέχει και θέλει να μού πει, μα δεν τολμούσε τώρα, έτσι, μπροστά στους άλλους. Τής έκανα νόημα, σηκώθηκε και ήρθε μαζί μου μέσα. Δεν πρόλαβα καλά-καλά να καθίσω και με πήρε μονότερμα: Ερχόμενη πριν λίγο με τα πόδια στο γραφείο, είδε στο παρκάκι τού Αγίου Διονυσίου τον Νίκο… ‘Μπα· βολτάριζε πρωί-πρωί;’
…Μέσ’ στην καλή χαρά, πιασμένος αλαμπρατσέτα με μια κυρία…
Η Ιωάννα είδε, λέει, πριν λίγο τον Νίκο να περπατάει πιασμένος χέρι-χέρι με μία κυρία, στο παρκάκι τού Αγίου Διονυσίου… Ε σιγά· και τι έγινε;.. Τι θα πει τι έγινε; Στο κάτω-κάτω τής γραφής δεν χάθηκε ο κόσμος αν κυκλοφορούσε έτσι ατημέλητος, παραπατώντας, σα μεθυσμένος· μα που ήθελε σώνει και καλά να δείξει πως είναι μαζί της… Έλα τώρα, μην υπερβάλλεις!… Δεν υπερβάλλω καθόλου! Κι εκείνη· δεν ντράπηκε να σουλατσάρει μαζί του, σα να ήταν ζευγάρι;… Ποια ήταν η κυρία;… Και πού θες να ξέρω ποια ήταν· ο θεός να την κάνει κυρία… Κι εμένα τι με νοιάζει;… Φυσικά και σε νοιάζει· σε εκθέτει… Εμένα· από πού κι ως πού με εκθέτει;… Και βέβαια σε εκθέτει· ρώτα και τον Γιώργο, φώναξέ τον, να σού πει -μέσα είναι- ρώτα τον, που τους είδε κι έφριξε… Άσε μας ρε Ιωάννα… Μα δεν είναι ωραίο, είναι ασέβεια για τη μνήμη τής μητέρας σας· είχε ένα σωρό περαστικούς εκεί, όλοι τον έβλεπαν· θα το κάνουν βούκινο… Και τι θες να κάνω εγώ; Να βάλω τον μπόγια να τον μαζέψει; Δικαίωμά του δεν είναι να περπατάει με όποιαν θέλει;… Μα, δεν έχουν περάσει ούτε δυο μήνες… Ε και λοιπόν; Καθένας ό,τι μπορεί και ό,τι καταλαβαίνει…
Και χθες, μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα· το τηλεφώνημα.
* * *
Πήγα νωρίς· πριν τις οχτώ. Χτύπησα. Δεν απάντησε. Μ’ έμπασε η κυρία Δέσποινα, που ήξερε πως είναι μόνος κι ανησυχούσε γιατί δυο τρεις μέρες δεν είχε ξεμυτίσει διόλου. Σταθήκαμε στο κατώφλι, κάνοντας επίτηδες αρκετό θόρυβο. ‘Δέσποινα εσύ είσαι;’ ακούστηκε από μέσα. ‘Εγώ είμαι κουμπάρε’ φώναξα. ‘Α, εσύ… σε περίμενα…’ ακούστηκε πάλι, κι έγνεψα στη Δέσποινα να μας αφήσει μόνους.
Έμεινα με την πλάτη κολλημένη στην εξώπορτα· να συνηθίσω το μισοσκόταδο: Να προχωρήσω τώρα, να τον βρω στο δωμάτιό του· ή ν’ ανοίξω πριν κάνα παράθυρο να μπει λίγος φρέσκος αέρας; Βρωμούσε φριχτά εκεί μέσα· μού κοβόταν η ανάσα.
Alea jacta est: Ψηλαφητά, απ’ το χολ, έστριψα δεξιά στον μικρό διάδρομο με τον παλιό ξύλινο καλόγερο και τα κρεμασμένα παλτά. Ακόμα πιο σκοτεινά, κι ο καθαρός αέρας ακόμα πιο λίγος. Ζαλίστηκα· μ’ έπιασαν απ’ τη μούρη απλυσιά, τσιγαρίλα κι εγκατάλειψη. Δεν πρόσεξα· σκάλωσε κάπου το σακάκι μου. Πολύ αργά: Το μεγάλο κινέζικο βάζο, έγινε θρύψαλα. Γαμώ το. ‘Νίκο… πολύ λυπάμαι… το βάζο…’ ‘Άσ’ το να πάει στο διάολο…’ Μπα, κοίτα να δεις αλλαγές· κανονικά θα γινόταν έξαλλος για το βάζο του, θα μού ’κοβε και την καλημέρα.
Ένα ελάχιστο φωσάκι στην άκρη τού άλλου διαδρόμου με οδήγησε προς στο υπνοδωμάτιο. Πισωπάτησα: Ασφυκτικό, θεοσκότεινο. Ξεπροβάλλοντας με κόπο μέσ’ απ’ τα σκεπάσματα, άπλωσε το χέρι ψαχουλεύοντας κι άναψε τη λάμπα στο κομοδίνο δίπλα του. Κι εγώ τότε· αν και απολύτως εκτός χρόνου, κάνοντας αυτόματα διάφορους πονηρούς κι εντελώς ακατάλληλους συνειρμούς -ολότελα προφανείς και φυσικούς ωστόσο- αμέσως γύρεψα να συναντήσω το βλέμμα τής μαμάς του πάνω απ’ το κρεβάτι. Εκεί ήταν πάντα· νεανική ροδαλή κι αειπάρθενος, με το βέλο και τη βεντάλια της. Μα δεν είχε διόλου φρέσκο αγέρα γύρω, να μας κάνει λίγο κι εμάς· σα λέσι βρωμούσε ο τόπος. Όλα τα παράθυρα κλειστά και τα ρολά κατεβασμένα. Αποφορά· φέρετρο ανοιχτό. Κι είχε στάχτες γόπες και ψίχουλα παντού· τριμμένες φρυγανιές, φλούδια, τσόφλια, μια σακούλα τσιπς, βρώμικες χαρτοπετσέτες, ρολό κουζίνας, δυο μήλα, κωλόχαρτο, μισό μπουκάλι γάλα, φιστίκια, χυμένο κρασί στο χαλί, ένα ούζο, δυο κεσέδες, ένα ουίσκι. Και οι λεκέδες εδώ κι εκεί στα σεντόνια· μάλλον δεν ήσαν καφές ούτε μπύρα. Στάθηκε όπως-όπως ανακούρκουδα πάνω στα μαξιλάρια σαν κακοχυμένος λουκουμάς· ένας μπόγος με τα χοντρά γυαλιά του, φορώντας τις άλλοτε μεταξωτές πιτζάμες του, που δεν έκρυβαν και πολλά, απ’ τ’ απόκρυφά του.
-Θέλω να ρυθμίσουμε κάτι…
-Ό,τι θέλεις κουμπάρε· τι να ρυθμίσουμε;
-Η μάνα σου…’
Η ‘μάνα’ μου! Τι άλλο θ’ ακούσω; Τρομερή κουβέντα εκείνη τη στιγμή: Το πιο ανεπίκαιρο επίκαιρο πράγμα που θα μπορούσε ν’ ακουστεί μέσα σ’ εκείνο το εφιαλτικό σκηνικό, κάτω απ’ το πορτραίτο τής μαμάς του, που μας κοιτούσε πάντα και δικαίωνε όλους τους συνειρμούς μου πριν λίγο. Τού ανέβηκε ένας λυγμός στον λαιμό, τον κατάπιε δύσκολα· σταμάτησε να πάρει ανάσα.
-Η μάνα σου, το αγαπούσε πολύ το σπίτι στην Πούντα…’ Κι άλλος λυγμός· πιο αφημένος. Πιο δυνατός, πιο κυματιστός, πιο ανθρώπινος. Έτρεχαν βουβά δάκρυα τώρα κάτω απ’ τα χοντρά μαύρα γυαλιά του. ‘…Θέλω να είναι δικό σου’…
-Άστα αυτά τώρα. Άλλη φορά. Δεν χρειάζεται· έχεις τ’ ανίψια σου.
-Όχι, όχι· θέλω…’ Κι άρχισε αργά να ψαχουλεύει επίμονα, δίπλα του, κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Τράβηξε με το ’να χέρι κάτι σαν ένα μεγάλο τσαλακωμένο υφασμάτινο τυλιγμένο κουρέλι και μέσ’ από εκεί, με τ’ άλλο χέρι, βρήκε κι ανάσυρε ένα κομμάτι χαρτί. ‘Να: Τα έχω γράψει όλα εδώ.’ Έτεινε αργά το δεξί, μού έδωσε το χαρτί και στάθηκε όπως πριν, χαϊδεύοντας απαλά με τα δάχτυλά του το διπλωμένο ύφασμα πάνω στην κοιλιά του, σα γέρος ουρακοτάγκος.
Δεν ήταν διόλου εύκολο να διαβάσω γρήγορα μέσα στο μισοσκόταδο και στη φριχτή μπόχα, εκείνο το κακογραμμένο σημείωμα· κατάλαβα όμως άκρες μέσες τι λέει.
-Επέχει θέσιν διαθήκης’ είπε ‘την οποίαν, δια ευνοήτους, λόγους, πρέπει να έχεις εσύ στην κατοχή σου και να την δημοσιεύσεις όταν έρθει η ώρα.’ Ήξερε πολύ καλά τι είχε γράψει, είχε πλήρη συνείδηση· νομικός ήταν, τα είχε τακτοποιήσει όλα σωστά. Σήκωσα το βλέμμα και συναντήθηκαν οι ματιές μας.
-Νίκο σού είπα, δεν χρειάζεται· έχεις τ’ ανίψια σου…
-Η μάνα σου…
Κι εκεί έσπασε. Τα ξέχασε όλα μονομιάς: Όσα θυμόταν και ήξερε· κι όσα δεν ήξερε. Κι όσα τού είχαν μάθει κι όσα δεν έμαθε ποτέ κι όσα έκανε κι όσα δεν έκανε κι όσα έπρεπε κι όσα δεν έπρεπε. Και τις ευγένειες και τις καλοσύνες και τις φιοριτούρες και τα σας και τα σεις. Και την έδρα του και τον Βασιλέα και τον Χριστό και τη μαμά του και τη διαθήκη του. Κι εμένα ακόμη με ξέχασε· που στεκόμουν εκεί, όρθιος δίπλα του. ‘Το κορίτσι μου!’ ούρλιαξε τρέμοντας. Έσυρε θολό, βαρύ, βαθύ μοιρολόι μακρόσυρτο, μούγκρισε συθέμελα, γραπώνοντας πάλι σφιχτά και με τα δέκα του δάχτυλα το ύφασμα που είχε στρώσει πριν στην κοιλιά του. Το μάλαζε, το ξεδίπλωνε, το άπλωνε πάνω του, σ’ όλο του το σώμα, όσο μπορούσε· το αγκάλιαζε, το φιλούσε, το δάγκωνε, το έγλειφε με τρεχούμενα σάλια· κρυβόταν πίσω του, τριβόταν πάνω του, σκούπιζε δάκρυα και μύξες, χαϊδευόταν κατάσαρκα μαζί του, βελάζοντας παράφωνα, θρηνώντας ωμά, κραυγάζοντας άναρθρα και κλαίγοντας συνεχώς γοερά, με σπασμένα αναφιλητά δίχως ανάσα. Μια μάζα στο περίπου· ένας χοντρός χυμένος πηχτός χυλός· ούτε λάβα, ούτε σάρκα, ούτε ζυμάρι. Ένας άμορφος όγκος· χλωμό, ανήλιαγο, γέρικο, άτριχο κρέας, ξέσκεπο· δίχως ντροπές μισοτυλιγμένο στην παλιά, παμπάλαια, δαμασκηνί μεταξωτή ρόμπα τής μάνας…
-Η κούκλα μου…’ βρυχήθηκε.
Τι να τον κάνω τώρα, τι να τού πω, τι να τού δώσω; Τι να τού δώσω τώρα εγώ; Τα είχε όλα τώρα, που δεν είχε τίποτα. Ούτε που μ’ έβλεπε πια, ούτε καν ένοιωθε πως ήμουν εκεί. Ήμουν τελείως άχρηστος και παράταιρος. Κάτι σαν ένας διαρρήκτης που μπήκα κρυφά στην ψυχή του και πήρα μονομιάς όλους τους άχρηστους για μένα θησαυρούς, που είχε ζηλότυπα κλειδαμπαρωμένους να σαπίζουν μια ζωή μέσα του, και τώρα τους διαλαλούσε και ξεπούλαγε όσο όσο· λες και δεν ξέραμε.
Δεν είχε νόημα να μείνω άλλο εκεί· η θυρωρίνα θα τον φρόντιζε καλύτερα. Έκανα δυο βήματα και κόλλησα με τα γόνατα στο κρεβάτι. Έσκυψα κι ανάσανα πάνω του: ‘Νίκο’. Δεν με κατάλαβε καν έτσι όπως είχε γείρει, ένα κουβάρι, συντριμμένος στο πλάι, κι έβραζε ολόκληρος, και κόχλαζε, κι αναδεύονταν κλαίγοντας πικρά μέσα στα λερωμένα σεντόνια. ‘Νίκο’. Τίποτα. Τού χάιδεψα ελαφρά μια στιγμή τα μαλλιά: Δεν το κατάλαβε ούτε αυτό.
Έκανα μεταβολή. Μα πριν τον σκέπασα όσο μπορούσα καλύτερα, ολόσωμα, με το πολύτιμό του κουρέλι. Έριξα από πάνω και μια κουβέρτα· για να μη παρουσιαστεί μπροστά στην κυρία Δέσποινα τη θυρωρίνα, έτσι γυμνός και ξετραχηλισμένος, να ηδονίζεται σύγκορμος και να σπαράζει ξεδιάντροπα κάτω απ’ την παλιά, πολύ παλαιά των ημερών, δαμασκηνί μεταξωτή ρόμπα τής μάνας με τα χρυσά ξεφτισμένα σιρίτια.
Αθήνα 28 Μαΐου 2021
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
alexadam48@hotmail.com
Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος (1953) σπούδασε Νομική στο ΕΚΠ, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα στην Αθήνα, και παρακολούθησε μεταπτυχιακά –Sociologie Politique– στη Σορβόννη: (Paris II)
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
-‘Γιάννης Χρήστου’, βιογραφικά (‘Το Τέταρτο’ τ. 3, 1985)
-‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα (Ίκαρος 1991, Άγρα 2009)
–‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (Άγρα 1999).
-‘Οι Δαιμονισμένοι’ θεατρική προσαρμογή τού ομώνυμου έργου τού Ντοστογιέφσκι από τον Albert Camus, μετάφραση (ΚΘΒΕ 1991)
-‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο – ποίηση (13η έκδοση, Εστία 1993)
-‘Η πόλη που πρίγκηπάς της είν’ ένα παιδί’ θεατρικό Henry de Montherlant, μετάφραση Εθνικό Θέατρο (εκδόσεις Λιβάνη1993)
-‘Γιάννης Χρήστου’, τριάντα χρόνια μετά (Μου.Σ.Α 2000)
-‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, Ίκαρος 2001).
-‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα: Συμπαραγωγή British Council – Εθνική Λυρική Σκηνή (Αθήνα 2001)
-‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’, θεατρικό Alfred de Musset, μετάφραση (Εστία 2003)
-‘Ο θείος Όσβαλντ’, μυθιστόρημα Roald Dahl, μετάφραση (Άγρα 2004)
-‘Διαθήκη’, Auguste Rodin, μετάφραση (Άγρα 2005)
-‘Η Δύναμις τού σκότους’, θεατρικό Leon Tolstoy, μετάφραση (Ροές 2007)
-‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (Άγρα 2008)
-‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο – ποίηση (Ίκαρος 2011).
-‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (Ίκαρος 2013)
-‘Μονομαχία γυναικών’, θεατρικό Eugène Scribe, μετάφραση-θεατρική προσαρμογή ‘Διάχρονο’ 2011
-‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (2η έκδοση, Κάκτος, 2017)
-‘Οι δυο Μαργαρίτες’, Μ. Λυμπεράκη – Μ. Καραπάνου, ολιγόλογη ακτινογραφία (Τα ΝΕΑ 6/7/2019)
-‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ μικρό χρονικό μιας άρνησης, (Εκδόσεις Οδός Πανός 2019)
-‘Ο Αδάμ και το μήλο’ αφηγήσεις και διηγήματα (2η έκδοση, Εκδόσεις Οδός Πανός 2020)