Λουλούδια
Γεννήθηκε τυφλός. Δεν ένιωσε ποτέ την έλλειψη της όρασης, γιατί δεν ήξερε πώς είναι να βλέπεις. Κινούνταν, ζούσε, αισθανόταν κυρίως με την αφή. Ήταν η κυρίαρχη αίσθηση. Έπιανε τους τοίχους, τα εμπόδια, τα χέρια, τα μάγουλα των αγαπημένων του ανθρώπων. Όχι ότι η ακοή και η όσφρηση δεν ήταν εξίσου σημαντικές. Τον μεθούσε το άρωμα κάποιων γυναικών κι έψαχνε στα καφέ, μόλις έμπαινε, τη φωνή των φίλων για να κατευθυνθεί κοντά τους, όπως το καράβι το φως του φάρου. Με τον κορωνοϊό τυφλώθηκε κυριολεκτικά. Οι γνωστοί απέφευγαν να δώσουν το χέρι. «Η τιμωρία της αφής» σκεφτόταν. «Οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν τόσο από τη φυσική λειτουργία της, το χάδι και την επιβεβαίωση, την ενίσχυση με ένα χτύπημα στον ώμο. Την καταδίκασαν στην ταπείνωση, στο μέτρημα χρημάτων και στο ξύσιμο κι αυτή μας εκδικείται». Πολλοί δεν πρότειναν πια και τον αγκώνα ώστε να πιαστεί και να κινηθεί σε άγνωστους χώρους. Έπρεπε να χρησιμοποιεί διαρκώς το μπαστούνι του. Μα περισσότερο απ’ όλα τον πείραζε που καταργήθηκαν με μιας εκείνα τα υπέροχα αγκαλιάσματα και τα σταυρωτά φιλιά. Με αυτά του δινόταν η δυνατότητα να εισπνεύσει βαθιά το άρωμα, να ακουμπήσει τα τρυφερά πρόσωπα των γυναικών. Ένα μικρό μέθυσμα των αισθήσεων που δεν είχε τη χαρά να ζει στην προσωπική του ζωή, με την έννοια του έρωτα. Είχε ο ίδιος ερωτευτεί αρκετές φορές μα ούτε μία φορά δεν βρήκε ανταπόκριση.
Το Σάββατο καθόταν μόνος σε ένα ακριανό τραπέζι καφενείου. Δεν είχε κόσμο. Λίγες οι φωνές που ακούγονταν. Μιλούσαν σιγά, λες συνωμοτικά. Και ξαφνικά δέχτηκε όλη εκείνη την επίθεση αγάπης. Ένα ανθρώπινο πλάσμα τον αγκάλιασε, τον χάιδευε και τον καταφιλούσε. Δεν είχε άρωμα, μύριζε σαπούνι παιδικό. Ήταν γυναίκα. Το κατάλαβε από το στήθος που τον ακούμπησε. Πριν συνέλθει από τον αιφνιδιασμό ακούστηκαν έντονα οι φωνές μιας άλλης γυναίκας, «άσε ήσυχο, τον άνθρωπο, σου είπα» και «συγγνώμη κύριε, δεν έπρεπε, μου ξέφυγε». Όπως αιφνίδια τον αγκάλιασε, έτσι και απομακρύνθηκε από κοντά του. Σαν κάποιος να την τράβηξε απότομα. «Έχει σύνδρομο ντάουν, κύριε, μην μας παρεξηγείτε» είπε μια αντρική φωνή. Μετά, βήματα, κάποιες κραυγές δυσαρέσκειας, ένα δυο επιτακτικά «σσσσσσς» και ξανά η σιωπή. Ένιωσε μέσα του μια περίεργη αναταραχή.
Το περιστατικό τον απασχολούσε και τις επόμενες μέρες που ήταν αναγκαστικά αδρανής καθώς η εξάπλωση του κορωνοϊού προχωρούσε και χειροτέρευε. Κουρασμένος από το ψέμα και τη μονότονη φλυαρία του διαδικτύου, έμενε ξάπλα στο κρεβάτι του πολλές ώρες. Άνοιγε το παράθυρο και προσπαθούσε να αγαπήσει τον θόρυβο των τροχοφόρων που περνούσαν κάτω από το σπίτι. Μα πιο πολύ ανάμεσα στην καπνιά και τα καυσαέρια που έμπαιναν στο δωμάτιο, αφού ως επί το πλείστον τα αυτοκίνητα λόγω κρίσης ήταν παλιά και ρυπογόνα, απολάμβανε την ξαφνική εισβολή της μυρωδιάς ανθισμένων δέντρων που έφερνε από μακριά πού και πού μια ριπή ανέμου. «Ναι», σκεφτόταν χαρούμενος, «κάπου ακόμα ανθίζουν λουλούδια».