Έβρεχε τις τελευταίες μέρες. Λες και μες στα βάσανά μας έπρεπε να προστεθεί και αυτό. Κούραση-περπατούσαμε μερόνυχτα-, φόβος-οι εχθροί μας καταδίωκαν-, ήμασταν σε άγνωστα μέρη και, όπως ο Ξενοφώντας με τους μυρίους, ψάχναμε απεγνωσμένα, με τη βοήθεια των άστρων και μια σπασμένη ανυπόληπτη πυξίδα του λοχία, να βρούμε τη θάλασσα. Ο λόχος μας μετά από μια αιφνιδιαστική επίθεση του εχθρού διασπάστηκε. Δώδεκα άτομα η ομάδα μας με έναν λοχία επικεφαλής. Αποκοπήκαμε χωρίς τη θέλησή μας και δεν μπορούσαμε να βρούμε τους άλλους. Βάλαμε ρότα προς Δυσμάς και περπατούσαμε στα όρια της αντοχής μας, σχεδόν τρέχαμε. Ξεκουραζόμασταν νύχτα και λίγο. Στις τσέπες μας υπήρχαν μόνο μερικές γαλέτες και ξεροκόμματα ψωμιού. Η εξάντληση μας γονάτιζε. Τα ρούχα ήπιαν νερό και βάρυναν, οι μπότες κολλούσαν στη λάσπη. Μέσα σε όλα αυτά μας τσάκιζε το ηθικό και ο λοχίας, ένας άξεστος μοραΐτης. Λόγο δεν έλεγε αυτός ο άνθρωπος. Μόνο έβριζε. Η Παναγία και ο Χριστός το ψωμοτύρι του. Είχα διαλυθεί. Πλησίαζε και Πάσχα. Ώρες ώρες μου ‘ρχόταν να παραιτηθώ και να μείνω να πεθάνω ή να με πιάσουν οι εχθροί. Μετά μετάνιωνα και συνέχιζα. Φτάσαμε σε έναν δασωμένο λόφο. Μπορούσαμε να τον παρακάμψουμε. Υπολογίζαμε ότι η θάλασσα ήταν κοντά. «Θα τον ανεβούμε» διέταξε ο λοχίας. Κάτι τόλμησε να ξεστομίσει ο δεκανέας, και μετά από ένα χείμαρρο ύβρεων, «στρατιωτική οφρύς[1], ηλίθιε, στρατιωτική οφρύς», κραύγασε ο λοχίας. Ίσως και νά’ χε δίκιο. Σε δύο ώρες θα νύχτωνε και μέσα στα δέντρα θα μπορούσαμε να περάσουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια το βράδυ. Στον ανήφορο σχεδόν σερνόμασταν. Με ενθουσιασμό ψηλά σε ένα ξέφωτο διακρίναμε έναν σταυρό. «Εκκλησία», φωνάξαμε, «εκκλησία». Κατευθυνθήκαμε προς τα κει. Μόλις όμως βγήκαμε από τα δέντρα ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο λοχίας έφαγε μια σφαίρα στο λαιμό. Πέσαμε κάτω και πυροβολήσαμε στην τύχη προς τα κει που μας φάνηκε ότι είδαμε λάμψη. Ταυτόχρονα καλυφθήκαμε πίσω από τα δέντρα. Ο λοχίας δεν τα κατάφερε. Ανέλαβε ο δεκανέας. Έδειχνε αμήχανος. Η βροχή δυνάμωνε. «Δεν είναι πολλοί», είπε, «ελεύθερος σκοπευτής. Πρέπει να βρούμε τρόπο να μπούμε στην εκκλησία, αλλιώς θα πεθάνουμε από την εξάντληση απόψε. Αύριο τραβάμε πάλι προς δυσμάς». Περιμέναμε να λιγοστέψει κι άλλο το φως. Κυλιστήκαμε στη λάσπη μέχρι να μην ξεχωρίζουμε από το χώμα και ένας ένας πρηνηδόν χωθήκαμε μέσα. Ανάσα! Θα φεύγαμε πριν χαράξει.
Στην εκκλησία πρώτα κάναμε το σταυρό μας και μετά ψάξαμε παντού να βρούμε τίποτα να φάμε. Υπήρχε μόνο ένα μικρό μπουκάλι με κρασί. Ανάψαμε ένα καντήλι για να βλέπουμε. Ήπιαμε όλοι από μια γουλιά κρασί. Μας τόνωσε. Μοιράσαμε και τις γαλέτες. Ακουμπήσαμε την πλάτη στα στασίδια και αποκοιμηθήκαμε. Ο δεκανέας έμεινε ξάγρυπνος. Κατά τις δύο το βράδυ με σκούντησε ο διπλανός μου. «Ο δεκανέας», είπε, «βρήκε μια καταπακτή».
Σηκώθηκα και τον ακολούθησα. Μπήκαμε όλοι στο ιερό. Στην αριστερή κόγχη μπροστά από μια ανασηκωμένη πλάκα έχασκε μια τρύπα. «Η θάλασσα» μουρμούρισα. «Ποια θάλασσα με ρώτησαν;» Τους εξήγησα ότι έτσι έλεγαν παλιά το λάκκο όπου έριχναν όσα είχαν σχέση με τη λατρεία και απαγορευόταν να πεταχτούν αλλού. «Έρχεται αέρας», ψιθύρισε σκεφτικός ο δεκανέας και πήδησε μέσα στην καταπακτή. Πέρασε λίγη ώρα και εμφανίστηκε πάλι. «Ελάτε», είπε. «Είναι κάπως στενά αλλά χωράμε. Θα μπούμε με το κεφάλι και θα ακολουθεί ο ένας τον άλλον σε απόσταση τριών μέτρων». Κατέβηκα τελευταίος και έκλεισα πίσω μου την πλάκα. Σερνόμασταν στο σκοτάδι ακούγοντας τον ήχο από τις ανάσες και τα κορμιά μας που πάλευαν με το σκληρό χώμα. Μόνη παρηγοριά μια μικρή αύρα που δρόσιζε τα ιδρωμένα μας πρόσωπα. Ατέλειωτο μου φάνηκε αυτό το σύρσιμο στην κοιλιά της γης στα τυφλά, χωρίς να είμαστε σίγουροι ότι δεν είναι μια πορεία προς το θάνατο. Είχε περάσει περίπου μία ώρα, όταν άκουσα χαρούμενες φωνές και γέλια. Ο αέρας εισέβαλλε πιο έντονος και μύριζε υγρασία. Βγήκαμε σε μια πλαγιά πάνω από ένα ποτάμι. Ήταν απόκρημνα, αλλά τα καταφέραμε. Ακολουθήσαμε την πορεία του ποταμού και σε δύο μέρες φτάσαμε στη θάλασσα.
[1] Σημείο σε ύψωμα από όπου μπορείς να εποπτεύεις την πλαγιά και τη βάση του υψώματος.