Όλα γύρω χιονισμένα
Τον χειμώνα του ’73 είχε χιονίσει αρκετά. Κόντευαν Χριστούγεννα. Η δασκάλα μας, η κυρία Βούλα, μας έβγαλε στο προαύλιο και φτιάξαμε χιονάνθρωπο. Μετά στο μάθημα της χειροτεχνίας μας έδειξε πώς να κάνουμε χριστουγεννιάτικα στολίδια. Την επομένη είχαμε φέρει ένα κουτί στολίδια ο καθένας για να στολίσουμε το δέντρο: αστέρια από χρυσόχαρτο, κουκουνάρια, αγγέλους και βαμβάκι, πολύ βαμβάκι για χιόνι. Κάποια παιδιά έφερναν τα αυτοκινητάκια και τα στρατιωτάκια τους δεμένα με κλωστή. Τα κρεμάσαμε όλα.
Το δέντρο είχε προσφερθεί στο σχολείο από το Δασαρχείο. Ήταν ένα ψηλόλιγνο ελατάκι καρφωμένο σε μια πλατιά ξύλινη βάση. Το βάλαμε στην αίθουσα εκδηλώσεων. Για να τοποθετήσει στην κορυφή του το αστέρι η κυρία Βούλα ανέβηκε σε μια μεγάλη σκάλα. Κι όπως τεντωνόταν να φτάσει με το ένα πόδι απλωμένο πίσω, χάριν ισορροπίας, έμοιαζε στ’ αλήθεια μ’ εκείνους τους αγγέλους που έλεγαν το δόξα εν υψίστοις. Αυτό πρέπει να το είχε νιώσει και ο διευθυντής του σχολείου, ο κύριος Σωκράτης, που όλο ερχόταν μήπως χρειαζόμασταν κάτι, και η κυρία μας έστρωνε με το χέρι τη φούστα της βιαστικά. Ο κύριος Σωκράτης ήταν ξερακιανός, με μαύρα χοντρά γυαλιά. Φορούσε συνήθως κοστούμια σε αποχρώσεις καφέ και καταγόταν από τη γειτονική Οβριακή. «Γεροντοπαλίκαρο» τον αποκαλούσαν στις συζητήσεις οι μεγάλοι. «Κακές συνήθειες», έλεγε ο πατέρας. Σκοτεινός άνθρωπος κι ολιγομίλητος. Τα βράδια ξημέρωνε στα καπηλειά. Έπινε πολύ. Υπήρχαν μάλιστα φήμες ότι συνεργαζόταν με το καθεστώς. Το καλοκαίρι έκανε πρόταση γάμου στην κυρία Βούλα. Εκείνη αρνήθηκε. Την άλλη χρονιά τη μετέθεσαν. Ο πατέρας είπε ότι κάποιος την κατήγγειλε ως κομμουνίστρια.
Εκείνη τη χρονιά, τρεις μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις γιορτές ήρθε στο σχολείο ο στρατός. Το απόγευμα καθισμένοι κάτω γύρω από την ξυλόσομπα παρακολουθήσαμε μια ταινία. Δεν θυμάμαι τον τίτλο, αλλά ήταν συγκινητική. Ένα ορφανό το οποίο, για να ζήσει, δούλευε κάτω από άθλιες συνθήκες σ’ ένα τσίρκο.
Στις 22 του μήνα, στο τελευταίο διάλειμμα, ενώ παίζαμε χιονοπόλεμο, πέρασε το τζιπ της αστυνομίας με τη σειρήνα αναμμένη. Αργότερα μάθαμε ότι έγινε ατύχημα στην εθνική. Τούμπαρε ένα αμάξι λόγω της ολισθηρότητας του δρόμου. Το μεσημέρι μαζευτήκαμε πεντέξι και πήγαμε για αυτοψία. Ασθενοφόρα από τη Λαμία είχαν πάρει τους τραυματίες. Έμεινε μόνο το αμάξι στην άκρη του δρόμου στραπατσαρισμένο, αναποδογυρισμένο, με τις ρόδες προς τον ουρανό. Πιο κει μερικές κηλίδες αίματος πότισαν το χιόνι και ξεχώριζαν σαν τα κατακόκκινα λουλούδια, τα αλεξανδρινά. Ανάμεσά τους ένα μικρό γαλάζιο βρεφικό παπουτσάκι έλαμπε σαν άνθος λες του χειμώνα. Το έβαλα στην τσέπη και την άλλη μέρα, την ώρα της γιορτής, που λέγαμε τα κάλαντα, το ακούμπησα μπροστά στη φάτνη.
Aλέξανδρος Βαναργιώτης: (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 1966). Σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων. Εργάζεται ως καθηγητής Φιλόλογος στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Δημοσίευσε τις συλλογές διηγημάτων Διηγήματα για το τέλος της μέρας (Εκδόσεις Λογείον, Τρίκαλα, 2009) και Η θεωρία των χαρταετών (εκδ. Παράξενες Μέρες, Αθήνα, 2014).
Ούτε ένας υπαινιγμός η μια ένδειξη αν σώθηκε το μωρό η η δασκάλα ίσως, αλλά έτσι δεν είναι μηπως και η ζωή;
Θαυμάσιο ! Τρυφερό και γλυκα αφηγημενο σαν παιδικό…..
Έξοχος ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης!!!