Εισαγωγή
Στης όχθης την κυματιστή ερημιά
στεκόταν κοιτώντας μακριά,
γεμάτος μεγαλόπνοοες σκέψεις.
Μπρος του πλατύ ποτάμι έτρεχε
και πάνω του κυλούσε ταλαίπωρη βαρκούλα μοναχή.
Πάνω στα βρύα, στη βαλτώδη ακτή
εδώ κι εκεί μαυρίζανε οι φτωχικές καλύβες,
των δύσμοιρων των Φινλανδών.
Το δάσος, αδιαπέραστο απ’ το φως
στη σκοτεινιά κρυμμένο από τον ήλιο,
ολούθε θορυβούσε.
Και σκέφτηκε:
Θα φοβερίσουμε απ’ εδώ τον Σουηδό,
πόλη εδώ θα ιδρυθεί
να σκάσει ο αλαζόνας γείτονας.
Η φύση εδώ το πεπρωμένο μας,
θ’ ανοίξουμε παράθυρο στη Δύση,
στη θάλασσα βάζοντας πόδι σταθερό.
Εδώ στις νέες διαδρομές
λάβαρα μουσαφίρηδων θα ’ρθούν
και θα γλεντήσουμε στην απλωσιά.
Πέρασαν χρόνια εκατό κι η νεαρή η πόλη,
κυρίαρχη όλων των χωρών όλο ομορφιά και χάρη,
απ’ το σκοτάδι των δασών, το βούλιαγμα των βάλτων
ξεπρόβαλε περήφανη με λάμψη.
Εκεί που ο Φινλανδός ψαράς,
δύστυχο απόπαιδο της φύσης,
μονάχος του στις χαμηλές ακτές
στα διάφανα νερά πετούσε
την μπαλωμένη τράτα του,
τώρα στις όλο ζωντάνια όχθες
πελώρια μεγαλοπρεπή αρχοντικά
και πύργοι ασφυκτιούν,
και πλήθος πλοία απ’ τις άκριες της γης
επιζητούν τις πλούσιες αποβάθρες μας.
Ντυμένος με γρανίτη ο Νέβας∙
γέφυρες κρεμαστές πάνω απ’ τα νερά του
και κήποι βαθυπράσινοι
κάλυψαν τα νησιά του,
εμπρός στη νεαρή πρωτεύουσα
ξεθώριασε η Μόσχα η παλιά,
όπως μπροστά στη νέα τσαρίνα
η μες την πορφύρα χήρα.
Πέτρου δημιουργία, σ’ αγαπώ,
την αυστηρή, επιβλητική σου όψη αγαπώ,
τη μεγαλόπρεπη ροή του Νέβα,
τις γρανιτένιες όχθες του,
τα κεντημένα κάγκελα,
της νύχτας σου τις περισυλλογές
το διάφανο το σούρουπο, φέγγος χωρίς φεγγάρι,
το δίχως καντήλα δωμάτιο
που γράφω και αναγιγνώσκω,
τους κοιμισμένους καθαρούς
γιγάντιους άδειους δρόμους,
το λαμπερό του ναυαρχείου βέλος.
Και μη αφήνοντας της νύχτας το σκοτάδι
να μπει στους χρυσαφένιους ουρανούς,
η μια αυγή αλλάζει την άλλη
βιάζεται, αφήνοντας στη νύχτα μόνο μισή ώρα.
Μου αρέσει ο σκληρός χειμώνας σου
ο ακίνητος αέρας και η παγωνιά,
το τρέξιμο του έλκηθρου στον φαρδύ Νέβα,
τα φωτεινά ρόδινα πρόσωπα των κοριτσιών,
η λάμψη, ο θόρυβος και οι ομιλίες των χορών,
αλλά και το εργένικο ξεφάντωμα
με το άφρισμα των ποτηριών
και των ποντς τη γαλάζια φλόγα.
Αγαπώ την πολεμική ζωντάνια
των παρελάσεων στο Πεδίο του Άρεως,
τους στρατιώτες του πεζικού και του ιππικού
με το ομοιόμορφο κάλλος,
τους αρμονικά παλλόμενους σχηματισμούς
με τα κουρελιασμένα νικηφόρα λάβαρα,
τη λάμψη από τα χτυπημένα στη μάχη
χάλκινα κράνη.
Αγαπώ, στρατιωτική πρωτεύουσα,
τον καπνό σου και τη βροντή του οχυρού,
όταν τα μεσάνυχτα η βασίλισσα
χαρίζει διάδοχο στον θρόνο,
ή όταν έχοντας νικήσει τον εχθρό
η Ρωσία και πάλι θριαμβεύει
κι όταν ο Νέβας σπάζοντας τον γαλανό του πάγο
τον οδηγεί στις θάλασσες
και, νοιώθοντας τις ανοιξιάτικες μέρες, ευφραίνεται.
Να χαίρεσαι πόλη του Πέτρου,
σαν βράχος στάσου, σαν Ρωσία.
Μαζί σου να συμφιλιωθούν
στοιχεία νικημένα∙
και ας ξεχάσουν τα κύματα του πελάγου
την εχθρότητα και την αιχμαλωσία,
μ’ αμάχη ανώφελη να μην ταράζουν
του Πέτρου τον αιώνιο ύπνο.
Ο Πούσκιν αφηγείται μια τραγωδία με φόντο την υπερβολικά ωραία Πετρούπολη: ο φτωχός υπάλληλος Ευγένιος είναι ερωτευμένος με την, επίσης, φτωχή Παράσα που πνίγεται στις πλημμύρες του Νέβα.
Ο Πούσκιν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα για τις πλημμύρες, τις οποίες αντλεί από περιοδικά της εποχής.
Το ποίημα είναι ένα έμμετρο διήγημα, κατά τη συνήθεια της εποχής. Αποτελείται από εισαγωγή και δύο μέρη. Γράφτηκε το 1833, αλλά ο Νικόλαος Α΄, ασκώντας λογοκρισία, δεν του επέτρεψε να το εκδόσει.